Όπως αναφέρει το in.gr, oι Ισραηλινοί εξακολουθούν να υποφέρουν από τις καταστροφικές συνέπειες της πιο κολοσσιαίας αποτυχίας των μυστικών τους υπηρεσιών, αλλά και της μεγαλύτερης επιχειρησιακής ανικανότητας στην 75χρονη ιστορία του εβραϊκού κράτους, αφού η μακροχρόνια «σιγουριά» του Ισραήλ, ότι οι «έξυπνοι φράχτες» και η γενναιόδωρη ροή ξένων χρημάτων θα κρατούσαν τη Χαμάς περιορισμένη, διαλύθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Η επιδρομή της 7ης Οκτωβρίου στο νότιο Ισραήλ άφησε ένα μεγάλο αριθμό θυμάτων – σχεδόν 1.200 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες, περισσότερους από 240 απαχθέντες, ομήρους στη Λωρίδα της Γάζας και εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους. Το εθνικό τραύμα του Ισραήλ θα διαρκέσει για πολύ.
Αμέσως μετά την επίθεση, η ισραηλινή κυβέρνηση κήρυξε έκτακτη κινητοποίηση των ισραηλινών στρατευμάτων (IDF), με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου να δεσμεύεται να «τελειώσει» έναν πόλεμο που οι Ισραηλινοί «δεν ήθελαν».
Τώρα κοντεύει να κλείσει ένα τρίμηνο και η «Επιχείρηση Σιδερένια Σπαθιά» – όπως ονομάστηκε αρχικά η ισραηλινή στρατιωτική δράση στη Γάζα – συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, μετά από μια σύντομη διακοπή στα τέλη Νοεμβρίου, κατά την οποία 105 όμηροι απελευθερώθηκαν από τη Χαμάς.
Τα περιθώρια για το Ισραήλ θα ήταν περιορισμένα, αν δεν υπήρχε η υποστήριξη των ΗΠΑ
Ο Νετανιάχου έχει ανακοινώσει ότι οι στόχοι της εκστρατείας είναι να εξαλειφθεί η Χαμάς, να ανακτηθούν όλοι οι απαχθέντες Ισραηλινοί πολίτες και να διασφαλιστεί ότι κανείς στη Γάζα δεν μπορεί να απειλήσει ξανά το Ισραήλ. Αλλά το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της φιλόδοξης επίθεσης των IDF παραμένει νεφελώδες, όπως και το περίγραμμα ενός εφικτού «τέλους παιχνιδιού» για τη Γάζα.
Αυτό που είναι απολύτως σαφές, ωστόσο, είναι ότι η ευχέρεια του Ισραήλ να επιδιώξει τους δηλωμένους πολεμικούς στόχους του θα περιοριζόταν σημαντικά αν δεν είχε την εμφατική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Καθώς οι μάχες συνεχίζονται και δημιουργούνται χάσματα μεταξύ των θέσεων των ΗΠΑ και του Ισραήλ, το Τελ Αβίβ έχει ισχυρούς λόγους να επενδύσει στη διατήρηση της πρωταρχικής του συμμαχίας άθικτης.
Για να διασφαλίσει ότι ο δεσμός του με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβιώσει από αυτό τον πόλεμο, το Ισραήλ πρέπει όχι μόνο να διαχειριστεί με σύνεση την τρέχουσα στρατιωτική εκστρατεία, αλλά και να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά πολιτικά του προβλήματα και να καθορίσει μια για πάντα τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να διευθετήσει τη σύγκρουσή του με τους Παλαιστίνιους, σημειώνει το Foreign Affairs στην ανάλυσή του.
Δύσκολες σχέσεις
Το σημερινό κεφάλαιο στη σχέση δεκαετιών μεταξύ του Νετανιάχου, ο οποίος επέστρεψε για την τελευταία του θητεία ως πρωθυπουργός του Ισραήλ τον περασμένο Δεκέμβριο, και του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε δύσκολα.
Ο Μπάιντεν – ο οποίος συχνά θυμάται ότι υπέγραψε μια φωτογραφία για τον Νετανιάχου με τις λέξεις «Δεν συμφωνώ με τίποτα από όσα λες, αλλά σε αγαπώ» – περίμενε τέσσερις ολόκληρες εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του για να τηλεφωνήσει στον Ισραηλινό ηγέτη. Πολλοί θεώρησαν την καθυστέρηση ως εκδίκηση για την αναβλητικότητα του Νετανιάχου να συγχαρεί τον Μπάιντεν για την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ το 2020 – όταν ο Νετανιάχου τηλεφώνησε τελικά στον Μπάιντεν, ο Τραμπ κατηγόρησε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό ότι επέδειξε έλλειψη αφοσίωσης).
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της για την επιλογή των εταίρων του κυβερνητικού συνασπισμού Νετανιάχου, που προέρχονταν από την ακροδεξιά του Ισραήλ – κυρίως τον υπουργό Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γβιρ και τον υπουργό Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς – υποσχόμενη να καταστήσει τον πρωθυπουργό προσωπικά υπεύθυνο για τις ενέργειες της κυβέρνησής του.
Τα αμερικανικά «μπλόκα» στους ακροδεξιούς συμμάχους Νετανιάχου
Δεν άργησε η Ουάσιγκτον να κάνει πράξη αυτή την υπόσχεση. Τον Ιανουάριο του 2023, όταν ο Μπεν-Γβιρ ανέβηκε στο Όρος του Ναού, έναν ευαίσθητο θρησκευτικό χώρο που στεγάζει το τέμενος al Aqsa, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της θητείας του, Αμερικανοί αξιωματούχοι καταδίκασαν έντονα την κίνηση και απέφυγαν την άμεση εμπλοκή.
Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν αργότερα την ίδια εβδομάδα, αφού ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν παρουσίασε αμφιλεγόμενα σχέδια για μια δραστική αναθεώρηση του δικαστικού συστήματος του Ισραήλ.
Οι επιπτώσεις από την προφανή αποσύνδεση μεταξύ των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και του Ισραήλ ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικές για τον Νετανιάχου, έναν πολιτικό που υπερηφανεύεται για την ανώτερη κατανόηση της αμερικανικής πολιτικής. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έμεινε να περιμένει στο… γραμματοκιβώτιό του για μια πολυπόθητη πρόσκληση στον Λευκό Οίκο – είναι ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια, που του αρνήθηκαν μια συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της θητείας του.
Ο Σμότριτς, από την πλευρά του, αντιμετωπίστηκε ως persona non grata όταν επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον τον Μάρτιο. Αυτός και ο Μπεν-Γβιρ έχουν αποφύγει διακομματικές αντιπροσωπείες του Κογκρέσου στο Ισραήλ και, μαζί με άλλα μέλη των παρατάξεών τους, αποκλείστηκαν από τη λίστα προσκεκλημένων για την ετήσια δεξίωση της 4ης Ιουλίου που διοργανώνει η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ.
Ο Μπάιντεν έχει προτιμήσει να «αγκαλιάζει» το Ισραήλ δημοσίως και να μεταφέρει τις επιφυλάξεις των ΗΠΑ ιδιωτικά
Αλλαγή «ταχύτητας»
Τα βίαια γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου άλλαξαν την κατάσταση. Οι εχθρότητες μεταξύ του Μπάιντεν και του Νετανιάχου δεν εξαφανίστηκαν, αλλά η συμπάθεια για τη δύσκολη θέση του Ισραήλ υπερίσχυσε των παρατεταμένων διαφωνιών. Ο Μπάιντεν, που έφτασε στο Ισραήλ στις 18 Οκτωβρίου ως ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που επισκέφθηκε ποτέ τη χώρα εν μέσω πολέμου, υποσχέθηκε στον λαό του Ισραήλ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα «σταθούν στο πλευρό» του.
Σε γενικές γραμμές, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι διατήρησαν την υποστήριξή τους στις επιχειρήσεις των IDF στη Γάζα, υποχωρώντας συχνά στα ισραηλινά προνόμια. Στις 8 Δεκεμβρίου, θέτοντας βέτο σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ζητούσε άμεση κατάπαυση του πυρός, ο αναπληρωτής πρέσβης των ΗΠΑ επιχειρηματολόγησε ότι μια τέτοια παύση θα «φύτευε μόνο τους σπόρους για τον επόμενο πόλεμο, επειδή η Χαμάς δεν επιθυμεί να δει μια διαρκή ειρήνη».
Η Ουάσιγκτον έχει διατυπώσει περιοδικά κάποιες παραινέσεις, όπως η διαβεβαίωση του υπουργού Άμυνας, Λόιντ Όστιν, στις 2 Δεκεμβρίου, ότι «η προστασία των Παλαιστινίων πολιτών στη Γάζα είναι τόσο ηθικό καθήκον όσο και στρατηγική επιταγή». Αλλά τέτοια σχόλια δεν έχουν αποδυναμώσει τον συνολικό αντίκτυπο μιας αμερικανικής πολιτικής που – όπως επιβεβαίωσε και ο Όστιν – υποστηρίζει «το θεμελιώδες δικαίωμα του Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του».
Ο Μπάιντεν έχει προτιμήσει να «αγκαλιάζει» το Ισραήλ δημοσίως και να μεταφέρει τις επιφυλάξεις των ΗΠΑ σε ιδιωτικές συζητήσεις με Ισραηλινούς ηγέτες, προφανώς εκτιμώντας ότι αυτή η στρατηγική τού παρέχει μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι θα του έδινε μια συγκρουσιακή προσέγγιση. Οι προσωπικές εκκλήσεις του Αμερικανού προέδρου έχουν αποφέρει κάποια αποτελέσματα, βοηθώντας, για παράδειγμα, το Ισραήλ να ακυρώσει τα σχέδια για προληπτικό χτύπημα κατά της Χεζμπολάχ στο Λίβανο τις ημέρες μετά την αρχική επίθεση της Χαμάς.
Οι σκεπτικιστές των μεθόδων του Μπάιντεν επισημαίνουν την κλίμακα της καταστροφής που έχουν προκαλέσει οι IDF στη Γάζα, παρά τις προσπάθειες της αμερικανικής διπλωματίας στο παρασκήνιο – αλλά οι ΗΠΑ ενεργούν επίσης με βάση το έννομο συμφέρον τους στην επιτυχία του Ισραήλ να εκδιώξει τη Χαμάς, την οποία η Ουάσιγκτον έχει χαρακτηρίσει ως τρομοκρατική οργάνωση. Όπως και να έχει, το Ισραήλ έχει επωφεληθεί σημαντικά από τη φιλία του συμμάχου του.
Φίλους σε υψηλά «πόστα»
Η αμερικανο-ισραηλινή συνεργασία υπήρξε κατά καιρούς ταραχώδης, αλλά έχει διατηρήσει μια σταθερή ανοδική πορεία. Η αμερικανική βοήθεια σε θέματα ασφάλειας, διπλωματίας και οικονομίας έχει ενισχύσει τη θέση του Ισραήλ σε μια ασταθή περιοχή.
Η ύπαρξη ενός «μεγάλου αδελφού» πάνω από τον ώμο του επέτρεψε στο Ισραήλ να υπερβεί το δημογραφικό του βάρος και το γεωγραφικό του μέγεθος, προβάλλοντας τη δύναμή του πολύ πέρα από τα σύνορά του. Και η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών προς το Ισραήλ έχει διαρκέσει τόσο από Δημοκρατικούς όσο και από Ρεπουμπλικανούς προέδρους, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρόσφατων κατόχων του αξιώματος.
Το Ισραήλ δεν έχει άλλη βιώσιμη εναλλακτική από την αρωγή των Ηνωμένων Πολιτειών
Ως πρόεδρος, ο Τραμπ αναγνώρισε επίσημα την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και τα Υψίπεδα του Γκολάν ως κυρίαρχο ισραηλινό έδαφος. Οι ενέργειές του επιβεβαίωσαν μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των Ισραηλινών και έστειλαν ένα τρομαχτικό μήνυμα στις γειτονικές χώρες σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις ήταν χωρίς προβλήματα. Το 2017, ο Τραμπ αποκάλυψε τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες στη Ρωσία, «προδίδοντας» ενδεχομένως ευαίσθητες μεθόδους συλλογής πληροφοριών. Κατηγόρησε επανειλημμένα τους Αμερικανούς Εβραίους που ψηφίζουν Δημοκρατικούς υποψηφίους ότι είναι «άπιστοι στον εβραϊκό λαό και πολύ άπιστοι στο Ισραήλ», ενώ η μονομερής αποχώρησή του από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αναμφισβήτητα, κάνει το Ισραήλ λιγότερο ασφαλές σήμερα.
Σταθερή η υποστήριξη Μπάιντεν, αλλά…
Παρά τις αρχικές τριβές, η υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν προς το Ισραήλ από τις 7 Οκτωβρίου – εκπεφρασμένη με λόγια και πράξεις – ήταν αδιαμφισβήτητη. Αμερικανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι ήταν σταθερά στο Ισραήλ, συμμετέχοντας συχνά σε διαβουλεύσεις με το πολεμικό υπουργικό συμβούλιο του Τελ Αβίβ.
Οι ΗΠΑ έχουν στείλει στο Ισραήλ πολλαπλές αερομεταφορές βομβών και άλλων πυρομαχικών για την αντικατάσταση των εξαντλημένων αποθεμάτων του. Η Ουάσιγκτον έχει επίσης παρέμβει για να εμποδίσει τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που θα επέβαλαν κυρώσεις στο Ισραήλ ή θα επέμεναν να τερματίσουν οι IDF τις επιχειρήσεις στη Γάζα, έχει επιστήσει την προσοχή στη δεινή θέση των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς και έχει εργαστεί για να εξασφαλίσει την ελευθερία τους.
Η σταθερή υποστήριξη Μπάιντεν ήταν ακόμη πιο αξιοσημείωτη, καθώς οι ΗΠΑ εισήλθαν πλέον σε εκλογική χρονιά, δεδομένης της έντονης κριτικής στην πολιτική τού Αμερικανού προέδρου για το Ισραήλ από ορισμένες πλευρές του κόμματός του.
Αμερικανικές αντιρρήσεις για τη σφαγή στη Γάζα
Από την άλλη πλευρά, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται διαφορές μεταξύ των προοπτικών των ΗΠΑ και των επιχειρησιακών προτεραιοτήτων του Ισραήλ. Καθώς οι μάχες στη Γάζα συνεχίζονται, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ασκήσει πιέσεις υπέρ των «τακτικών ανθρωπιστικών παύσεων», οι οποίες – όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας από τις 24 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου – θα έδιναν στη Χαμάς χρόνο να αποκαταστήσει τις εσωτερικές γραμμές επικοινωνίας και να επανατοποθετήσει τις δυνάμεις της για πρόσθετες επιθέσεις εναντίον στρατευμάτων των IDF και εκτοξεύσεις πυραύλων εναντίον ισραηλινών πόλεων.
Οι αντιρρήσεις του Μπάιντεν για τους «αδιάκριτους βομβαρδισμούς» της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας και για τον υψηλό αριθμό θυμάτων μεταξύ των αμάχων στη Γάζα ανάγκασαν το Ισραήλ να αναπροσαρμόσει την επίθεση των IDF, η οποία, σύμφωνα με ορισμένους Ισραηλινούς αξιωματούχους, έχει παρατείνει τη διάρκειά της και έχει εκθέσει τους στρατιώτες σε αυξημένο κίνδυνο.
Το Ισραήλ χρειάζεται απεγνωσμένα να δώσει προτεραιότητα στην εθνική ασφάλεια έναντι της πολιτικής
Συνολικά, ωστόσο, το Ισραήλ έχει κερδίσει πολλά από τη συνεργασία του με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ προώθησαν την επίσημη ενσωμάτωσή του στη Μέση Ανατολή, αλλάζοντας τον περιφερειακό χάρτη με τρόπους που ενισχύουν την ασφάλειά του.
Η υλική και πολιτική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε επίσης απαραίτητη για την ικανότητα του Ισραήλ να αποκαταστήσει τη χαμένη αποτρεπτική του ισχύ μετά την καταστροφή της 7ης Οκτωβρίου. Μπορεί να είστε αρκετά ισχυροί από μόνοι σας για να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας – αλλά όσο υπάρχει η Αμερική, δεν θα χρειαστεί ποτέ, μα ποτέ να το κάνετε», δήλωσε ο Άντονι Μπλίνκεν σε ένα μήνυμα προς τον ισραηλινό λαό στις 12 Οκτωβρίου.
Η ισορροπία του Αμερικανού ΥΠΕΞ, μεταξύ της επικύρωσης των ανεξάρτητων δυνατοτήτων του Ισραήλ και της επιβεβαίωσης της δέσμευσης των ΗΠΑ για την ευημερία του, καταδεικνύει γιατί το Ισραήλ δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει τον καλύτερο φίλο του.
Χωρίς εγγυήσεις
Οι Ισραηλινοί ανέκαθεν απέδιδαν τη σταθερή υποστήριξη των ΗΠΑ για τη χώρα τους σε ένα σύνολο κοινών αξιών – συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας, του πλουραλισμού και της δημοκρατίας – και συμφερόντων, όπως η προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας.
Αυτό το έδαφος αλλάζει τώρα, ειδικά καθώς οι νεότεροι Αμερικανοί εκφράζουν δραματικά λιγότερη συγγένεια για το Ισραήλ από ό,τι οι παλαιότερες γενιές. Ο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει υποστηρίξει συχνά ότι «δεν χρειάζεται να είσαι Εβραίος για να είσαι σιωνιστής», μπορεί κάλλιστα να είναι ο τελευταίος Δημοκρατικός πρόεδρος με άψογα φιλοϊσραηλινά διαπιστευτήρια.
Αυτή η τάση πρέπει, και ανησυχεί το Ισραήλ. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η χώρα δεν έχει βιώσιμη εναλλακτική λύση από την αρχηγή των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν αποτελεί επιλογή για το Ισραήλ να «ποντάρει» σε άλλους συμμάχους, όπως έχουν κάνει διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, με την οικοδόμηση σχέσεων με την Κίνα και τη Ρωσία – μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που και οι δύο έχουν πάρει το μέρος της Χαμάς.
Και τον τελευταίο καιρό, ακόμη και ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει αρχίσει να αλλάζει τις δηλώσεις του για τον πόλεμο στη Γάζα. Σε μια ομιλία του στις 12 Δεκεμβρίου, επιβεβαίωσε ότι «η ασφάλεια του Ισραήλ μπορεί να στηρίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες», αλλά πρόσθεσε ότι το Ισραήλ «αρχίζει να χάνει» την υποστήριξή του σε άλλα μέρη του κόσμου. Η Καμάλα Χάρις, εν τω μεταξύ, έχει υποστηρίξει μια «σκληρότερη» γραμμή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τον Νετανιάχου.
Αντί να προσπαθεί να κλείσει αυτή την απόσταση από τις ΗΠΑ, ο Νετανιάχου μπορεί στην πραγματικότητα να επιδιώκει να πυροδοτήσει μια διαμάχη με την Ουάσιγκτον προκειμένου να βελτιώσει τις δικές του προοπτικές, καθώς τα ποσοστά αποδοχής του πέφτουν κατακόρυφα.
«Ένας πρωθυπουργός που δεν μπορεί να αντέξει την αμερικανική πίεση, δεν πρέπει να κάθεται στην καρέκλα του πρωθυπουργού», ανακοίνωσε ο Νετανιάχου στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Κνεσέτ στις 11 Δεκεμβρίου. Αλλά η εμπλοκή σε δημόσιους καυγάδες με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται το Ισραήλ αυτή τη στιγμή.
Ο Νετανιάχου καλείται να αλλάξει ρότα
Για να αποφευχθεί ένα μέλλον στο οποίο το Ισραήλ θα αναγκάζεται να αντισταθεί στους κινδύνους, χωρίς την προσφυγή στα στρατιωτικά οπλοστάσια των ΗΠΑ ή στα βέτο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι Ισραηλινοί πολιτικοί πρέπει να αλλάξουν ρότα.
Πρώτον, πρέπει να ολοκληρώσουν την εκστρατεία στη Γάζα. Καθώς ο πόλεμος εξελίσσεται, ο ισραηλινός στρατός θα πρέπει να εκπληρώσει τους στόχους του κατά της Χαμάς – τους οποίους οι Ισραηλινοί υποστηρίζουν με συντριπτική πλειοψηφία – όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ελαχιστοποιώντας όμως τις παράπλευρες απώλειες και τον τραυματισμό αθώων. Για το σκοπό αυτό, η αλυσίδα διοίκησης των IDF θα πρέπει να είναι σχολαστική στον εντοπισμό νόμιμων επιχειρησιακών στόχων, επιτρέποντας επιθέσεις μόνο όταν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.
Το Ισραήλ χρειάζεται απεγνωσμένα να δώσει προτεραιότητα στην εθνική ασφάλεια έναντι της πολιτικής. Ένας συμπληρωματικός προϋπολογισμός του 2023, ο οποίος προοριζόταν να καλύψει τις απρόβλεπτες δαπάνες του πολέμου στη Γάζα, δαπάνησε πολύτιμα κεφάλαια σε άσχετες γραφειοκρατίες για την ικανοποίηση βασικών εκλογικών περιφερειών του συνασπισμού Νετανιάχου. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη ανησυχία ότι ο προϋπολογισμός του 2024 θα ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο κατανομής πόρων για πολιτική προστασία σε θρησκευτικά κόμματα, την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ καλούνται να συμβάλουν στην αντιστάθμιση του κόστους του πολέμου.
Το Ισραήλ πρέπει να δώσει λύση στο παλαιστινιακό
Η χρήση εμπρηστικής ρητορικής από τον ίδιο τον Ισραηλινό πρωθυπουργό για να στηρίξει τα χαμηλά νούμερα στις δημοσκοπήσεις, επιπλέον, σπέρνει διχασμό, ενώ οι Ισραηλινοί θρηνούν τους νεκρούς τους. Η αποκατάσταση του διαρρηγμένου κοινωνικού συμβολαίου του Ισραήλ, που προηγουμένως είχε επιτρέψει στην ποικιλόμορφη κοινωνία του να συνενωθεί γύρω από κοινές εβραϊκές αρχές, και η διεξαγωγή νέων κοινοβουλευτικών εκλογών μόλις το επιτρέψει η κατάσταση ασφαλείας, είναι δύο προφανείς τρόποι αν θέλει ο Νετανιάχου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ηγεσία του αλλά και στους εξωτερικούς υποστηρικτές του Ισραήλ.
Τέλος, το πιο σημαντικό είναι το Ισραήλ να διατυπώσει μια σαφή θέση για το παλαιστινιακό ζήτημα. Διαφορετικά, θα δυσκολευτούν να πείσουν τις ΗΠΑ και άλλες χώρες να παραμείνουν στο πλευρό του.
Ο Νετανιάχου πρέπει να άρει το εμπάργκο του σε μια ουσιαστική συζήτηση – εντός της κυβέρνησής του και με την κυβέρνηση Μπάιντεν – για το τι θα ακολουθήσει μετά τη σύγκρουση στη Γάζα και να καθορίσει όχι μόνο τι δεν θα υποστηρίξει το Ισραήλ, αλλά και ποια αποτελέσματα θα αποδεχθεί.
Είτε το Ισραήλ θέλει ένα κράτος, δύο κράτη ή κάτι άλλο, οι ηγέτες και οι πολίτες του πρέπει να αποφασίσουν σύντομα για μια πορεία. Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι, όποια κι αν είναι η απόφασή τους, θα έχει συνέπειες όχι μόνο για το ίδιο το Ισραήλ, αλλά και για την ουσιαστική σχέση του με τις ΗΠΑ.
Η πρόσφατη καθυστέρηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην εξαγωγή περισσότερων από 20.000 τυφεκίων M-16, λόγω των ανησυχιών των ΗΠΑ για τις βίαιες επιθέσεις των Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Όχθη, θα μπορούσε να είναι προάγγελος περαιτέρω εμποδίων.
Με τη Χαμάς να δεσμεύεται να επαναλάβει τη φονική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου έως ότου το Ισραήλ «εκμηδενιστεί», τη Χεζμπολάχ να κλιμακώνει τις επιθέσεις της πέρα από τα σύνορα του Ισραήλ με τον Λίβανο, τους Χούθι της Υεμένης να διακόπτουν την ισραηλινή ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα και τη Σαουδική Αραβία να εξακολουθεί να αρνείται την προοπτική της εξομάλυνσης, οι επόμενες κινήσεις του Ισραήλ θα είναι καθοριστικές είτε για την κλιμάκωση της βίας, είτε για μια πορεία προς την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.