Για το πρώτο βήμα «πολιτικού διαλόγου» που αναμένεται σήμερα κατά το κρίσιμο τετ α τετ Γεραπετρίτη – Φιντάν στην Άγκυρα μίλησε στην ΕΡΤ ο Κώστας Λάβδας, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Παντείου λέγοντας ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξομάλυνσης των σχέσεων, που είναι κάτι το οποίο μπορεί να γίνει, και της αναζήτησης για την επίλυση των διαφορών.
«Αν δε διακρίνουμε αυτά τα δύο επίπεδα εξομάλυνση σχέσεων – επίλυση διαφορών, θα παραμείνουμε να λέμε κάθε δύο τρία χρόνια τα ίδια πράγματα, δηλαδή ότι ανοίγεται νέος νέος ορίζοντας. Η εξομάλυνση είναι πιθανή αυτή τη στιγμή. Η επίλυση διαφορών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Θα σας έλεγα απίθανη» σημείωσε ο κ. Λάβδας.
Μιλώντας στην εκπομπή «Συνδέσεις» και στους δημοσιογράφους Χριστίνα Βίδου και Κώστα Παπαχλιμίντζο ο κ. Λάβδας τόνισε ότι το να μην έχουμε κρίσεις μεγάλες, όπως αυτές του 2020, το να μη φτάνουν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ στα πρόθυρα της σύγκρουσης, είναι πολύ σημαντικό.
Άλλο εξομάλυνση, άλλο αλλαγή της τουρκικής ατζέντας
Αναφερόμενος στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δήλωσε ότι «αυτό το θέλει και η Τουρκία τώρα, γιατί είναι σε μια φάση την οποία προσπαθεί να αναδείξει τον διεθνή της ρόλο» σημείωσε ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής. «Όσο η ουκρανική αντεπίθεση έχει προβλήματα και φαίνεται να έχει κάποια όρια, τόσο η Τουρκία θα περιμένει πώς θα μπούμε σε μια φάση διαπραγμάτευσης και εκεί θα αναδείξει τον ειδικό ρόλο τον οποίο έχει με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, αλλά και με τη Μόσχα. Άρα, θέλει μια εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα».
Αναλύοντας τι ακριβώς σημαίνει αυτή η επιδιωκόμενη επαναπροσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ο κ. Λάβδας επισήμανε ότι έχουμε δει πάρα πολλούς τουρκικούς τακτικισμούς μετά το 2016. «Είμαι βέβαιος ότι η ελληνική πλευρά έχει γίνει σοφότερη απ’ ότι ήταν παλαιότερα, ώστε να αναγνωρίζει πως άλλο πράγμα η εξομάλυνση των σχέσεων, άλλο πράγμα είναι η αλλαγή της τουρκικής ατζέντας».
Όπως υποστήριξε η βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων είναι πολύ θετική για την οικονομία, τον τουρισμό, τη συνεργασία στις υποδομές, στην κλιματική αλλαγή.
Σχολιάζοντας την τριμερή συνάντηση στην Κύπρο τόνισε ότι ήταν πολύ σημαντική, όπως επίσης σημαντική είναι η πρόσκληση που γίνεται για χώρες όπως η Ινδία να συμμετάσχουν με διάφορους τρόπους σε αυτή την ενεργειακή δυνατότητα που δίνεται μέσω της τριμερούς Κύπρος – Ελλάδα – Ισραήλ.
«Αυτές είναι πολύ σημαντικές εξελίξεις. Δεν συνεπάγονται όμως αλλαγή της τουρκικής ατζέντας. Αντιθέτως, θα σας έλεγα ότι η τουρκική ατζέντα εξελίσσεται με έναν τρόπο πολύ συνεπή. Οι τακτικισμοί του Ερντογάν είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί τους έχουμε ξαναδεί και στο πρόσφατο παρελθόν και παλαιότερα, πριν το 2016» διευκρίνισε.
Η συζήτηση περί προσφυγής στη Χάγη αποπροσανατολίζει
Μιλώντας για το θέμα της προσφυγής στη Χάγη ο κ. Λάβδας εκτίμησε ότι «είναι πάρα πολύ δύσκολο για την Τουρκία να προσέλθει και να υπογράψει ένα συνυποσχετικό και είναι και δύσκολο για εμάς. Η Τουρκία για να υπογράψει θα θέλει να δει μια αποτύπωση των διαφορών. Άλλη είναι η αντίληψη της Αθήνας για τις διαφορές, άλλη η αντίληψη της Τουρκίας. Όλη αυτή η συζήτηση περί Χάγης επανέρχεται κάθε τόσο με ξαναζεσταμένο τρόπο. Θεωρώ ότι μάλλον αποπροσανατολίζει παρά συνεισφέρει. Η εξομάλυνση των σχέσεων είναι εφικτή. Πρέπει να γίνει. Είναι σημαντική για χιλιάδες λόγους. Αυτό δεν σημαίνει, ότι σύντομα θα δούμε την αποδοχή ενός πλαισίου για την επίλυση της διαφοράς κατά την Αθήνα των διαφορών, που ουσιαστικά είναι αναθεωρητική προσέγγιση από την Άγκυρα».
Και όπως είπε ο κ. Λάβδας υπάρχει η δυνατότητα του άλλου δρόμου, δηλαδή «η Τουρκία να μπει σε μια συνολική συζήτηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη ρύθμιση και των θαλασσίων ζωνών στην περιφέρεια της ΕΕ. Μια άλλη δυνατότητα είναι η Τουρκία, λόγω της εξισορρόπησης ισχύος εκ μέρους της Ελλάδος, που άρχισε σταδιακά να γίνεται από το 2021 και συνεχίζει να αντιληφθεί ότι το κόστος για τον αναθεωρητισμό της θα είναι τεράστιο. Αυτό είναι επίσης μια δυνατότητα και να μπει έστω και σε μια διμερή συζήτηση πάνω σε μια ρεαλιστική βάση. Αλλά να συζητήσεις για τη Χάγη, όπως πάρα πολλοί διατείνονται ότι μπορεί να γίνει με το casus belli σε ισχύ, είναι κάτι, κατά την άποψή μου, σουρεαλιστικό».