World

Εκλογές στην Τουρκία: Γιατί με τη νίκη Ερντογάν θα "κατρακυλήσει" ακόμα πιο πολύ η οικονομία της χώρας

Η τουρκική οικονομία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού διαρκώς τα τελευταία χρόνια, αλλά η πιθανή επανεκλογή Ερντογάν στις 28 Μαΐου προοιωνίζεται μια νέα κρίση, η οποία θα τη φέρει ένα βήμα πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού.

Ο «σουλτάνος» εφαρμόζει με εμμονή την ίδια ανορθόδοξη πολιτική, παρόλο που αυτή οδηγεί σε διαρκή κρίση. Από το 2021, οπότε χτύπησε διεθνώς ο πληθωρισμός, ο Τούρκος πρόεδρος μειώνει τα επιτόκια, αντί να τα αυξήσει, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Τα δύο τελευταία χρόνια, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, υπό τις εντολές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μείωσε τα επιτόκια από 19% στο 8,5%, κίνηση που ισοδυναμεί με το να ρίχνεις βενζίνη στη φωτιά του πληθωρισμού, ο οποίος πέρυσι το καλοκαίρι έφτασε στο 84% και τώρα κινείται γύρω στο 45%.

CONTINUE READING

Το αποτέλεσμα αυτής της φαινομενικά αλλοπρόσαλλης οικονομικής πολιτικής είναι τα κεφάλαια να εγκαταλείπουν τη χώρα, η ισοτιμία της λίρας να καταρρέει (έχει χάσει το 80% της αξίας της τα τελευταία πέντε χρόνια και το 60% την τελευταία διετία), ενώ το χρέος αυξάνεται και η δυνατότητα αποπληρωμής μειώνεται. Ολοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι πρόκειται για καταστροφή, αλλά ο Ερντογάν το θεωρεί θρίαμβο, αφού ακριβώς αυτή η πολιτική είναι που του επέτρεψε να κερδίσει τις εκλογές στον πρώτο γύρο και να είναι φαβορί για τον δεύτερο.

Το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι τι θα συμβεί μετά τις εκλογές, αφού το «θαύμα» που έφερε τη νίκη στον Ερντογάν δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον, καθώς τα αδιέξοδα πληθαίνουν και οι περισσότεροι ξένοι και ανεξάρτητοι αναλυτές προβλέπουν νέα συναλλαγματική κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά και τον κίνδυνο της πτώχευσης και της μακροοικονομικής κρίσης να μεγαλώνει.

Είναι ενδεικτικό ότι την επομένη του πρώτου γύρου των εκλογών, που διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις και τις προβλέψεις για νίκη της αντιπολίτευσης υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, η λίρα έκανε νέα βουτιά, ενώ το κόστος της ασφάλισης από τον κίνδυνο πτώχευσης των τουρκικών ομολόγων εκτοξεύτηκε στο 6,56%.

Η πλειονότητα των ξένων επενδυτικών εταιρειών και των εταιρειών αξιολόγησης προβλέπει ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης μετά τη -διαφαινόμενη- επανεκλογή Ερντογάν.

Οι εκλογές ήταν, βέβαια, ο βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής που πεισματικά εφαρμόζει ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, καθώς με τα χαμηλά επιτόκια και το φτηνό δανεικό χρήμα κατάφερε να συντηρήσει την οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και τη λειτουργία της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα με επιδοτήσεις και αυξήσεις μισθών ενίσχυσε τα φτωχά και μεσαία κοινωνικά στρώματα, που έβλεπαν την αξία των εισοδημάτων τους να εξανεμίζεται από τον υψηλό πληθωρισμό.

Μπορεί ο επίσημος δείκτης του τιμαρίθμου να γράφει 45%, αλλά μετρήσεις ανεξάρτητων ινστιτούτων σε καλάθι αγαθών ευρείας κατανάλωσης έδειξαν ότι οι ανατιμήσεις χτύπησαν έως και 105%.

Ταυτόχρονα, η Kεντρική Tράπεζα της Τουρκίας έκανε συνεχείς παρεμβάσεις δαπανώντας περίπου 177 δισ. δολάρια για να στηρίξει το εθνικό νόμισμα, με αποτέλεσμα τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας να έχουν εξανεμιστεί. Επιπλέον, επιβλήθηκαν έμμεσοι περιορισμοί στην εξαγωγή συναλλάγματος, κάτι σαν άτυπα capital controls, αλλά και δεσμεύσεις στις εισπράξεις των εξαγωγέων σε ξένα νομίσματα, ώστε να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση του νομίσματος.

Ακόμα, έχει δοθεί εγγύηση στις καταθέσεις σε λίρα, για τις απώλειες που θα έχουν από την υποτίμηση, ώστε να περιοριστούν η φυγή κεφαλαίων και η ζήτηση δολαρίων από τους Τούρκους πολίτες.

Το κλειδί που επέτρεψε στον Ερντογάν να διατηρήσει μέχρι τώρα αυτή την ασταθή ισορροπία είναι οι πολιτικές συμμαχίες της Τουρκίας και του ίδιου που εξασφαλίζουν συμφωνίες συναλλάγματος (τα λεγόμενα currency swaps) με φιλικές χώρες, κυρίως ισλαμικές, αλλά όχι μόνο: Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Κίνα και Νότια Κορέα.

Επιπλέον, το διπλό παιχνίδι που παίζει ο Ερντογάν σε σχέση με τη Ρωσία και τη Δύση μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνεται ότι έχει αποφέρει οικονομικά οφέλη, τα οποία είναι αφανή, αλλά υπαρκτά. Το 2022 εμφανίστηκαν στους λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας ποσά 22 δισ. δολαρίων στον μυστηριώδη λογαριασμό «Λάθη και παραλείψεις», ο οποίος συνήθως περιλαμβάνει λογιστικές διορθώσεις, αλλά λόγω του ύψους των χρημάτων και της συγκυρίας θεωρείται πιθανόν ότι είναι χρήματα που προέρχονται από ρωσικές πηγές.

Η εκλογική σκοπιμότητα είναι μία από τις βασικές αιτίες των επιλογών του Ερντογάν, κόντρα στις συστάσεις των ξένων αναλυτών αλλά και των Τούρκων συστημικών οικονομολόγων. Αν είχε εφαρμοστεί η οικονομική ορθοδοξία, τα επιτόκια θα έπρεπε να είχαν φτάσει γύρω στο 30%, η οικονομία θα είχε μπει σε βαθιά ύφεση και είναι πολύ πιθανόν ότι η γειτονική χώρα θα ήταν ένα βήμα πριν την προσφυγή στο ΔΝΤ.

Για τον Ερντογάν, βέβαια, κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο, όχι μόνο γιατί υπό τέτοιες συνθήκες θα είχε χάσει τη μάχη των εκλογών, αλλά επειδή ήταν εκείνος που ανέλαβε την πρωθυπουργία το 2003 με την Τουρκία να έχει μπει από το 2001 σε πρόγραμμα του ΔΝΤ μετά την κρίση και το κραχ της εποχής εκείνης. Ηταν ο Ερντογάν που έβγαλε τη χώρα από την κρίση εκείνη και υπέγραψε το οικονομικό θαύμα της επόμενης δεκαετίας, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 8,7% κατά μέσο όρο και συνεχή εισροή επενδύσεων από το εξωτερικό, τόσο σε παραγωγικές επενδύσεις όσο και σε «χαρτιά», όπως μετοχές και ομόλογα.

Ολα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν καθώς πλέον το ποσοστό των τουρκικών ομολόγων που ανήκουν σε ξένους έχει πέσει στο 1% (από 25% το 2013), ενώ οι ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει πάνω από 7 δισ. δολάρια από το χρηματιστήριο.

Ο Ερντογάν έως τώρα δηλώνει πεισματικά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική και δεν θα προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων για να σταματήσει τον πληθωρισμό και να συγκρατήσει τη λίρα που καταρρέει, αλλά το ερώτημα είναι τι θα πράξει μετά τις εκλογές, αφού το μοντέλο που τον έφερε μέχρι εδώ είναι αμφίβολο αν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ. Πολλώ δε μάλλον που οι πραγματικές ανάγκες της οικονομίας είναι μεγαλύτερες και υπάρχουν τόσο η πίεση για την ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν από τον καταστροφικό σεισμό όσο και οι αντίστοιχες υποσχέσεις που έχουν δοθεί. Το κόστος ξεπερνά κατά πολύ τα 50 δισ. δολάρια και τα χρήματα αυτά, απλά, δεν υπάρχουν.

Πίσω από τις οικονομικές επιλογές του Ερντογάν, όμως, δεν βρίσκονται μόνο οι προεκλογικές σκοπιμότητες, αλλά και η ευρύτερη γεωπολιτική στρατηγική που προωθεί συστηματικά ο Τούρκος πρόεδρος, με στόχο να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη, η οποία θα συνομιλεί επί ίσοις όροις με την Κίνα και τη Ρωσία και θα επηρεάζει έναν ευρύτερο ζωτικό χώρο από τη Συρία μέχρι το Ουζμπεκιστάν, περιοχές από τις οποίες σταδιακά οι ΗΠΑ αποσύρονται.

Μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ο Ερντογάν ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος σύμμαχος της Δύσης και τα δυτικά κεφάλαια έρρεαν μαζικά προς τη χώρα, τροφοδοτώντας σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το οικονομικό θαύμα με το οποίο ο ίδιος είχε συνδέσει την πολιτική καριέρα του.

Από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, όμως, που επεδίωξε να χειραφετηθεί από τις ΗΠΑ και άρχισε να λοξοκοιτάζει προς Ρωσία και Κίνα επιχειρώντας να παίξει μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και ειδικότερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, τα διεθνή κεφάλαια έγιναν πολύ πιο επιφυλακτικά. Οι εισροές κεφαλαίων μειώθηκαν και ειδικά από το 2018, όταν ο Τούρκος πρόεδρος αποφάσισε να προμηθευτεί τους ρωσικούς πυραύλους S-400, το γυαλί ράγισε και η κρίση στο ισοζύγιο με το εξωτερικό είναι ένα μόνιμο φαινόμενο.

Follow Pentapostagma on Google news Google News

POPULAR