Για χρήση των εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας και όχι για λήψη νέων μέτρων, για την ανάσχεση της διασποράς του κορονοϊού, η οποία το τελευταίο διάστημα έχει πάρει την ανιούσα, κάνει λόγο σε συνέντευξή του στο CNN Greece, ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής Δημοσθένης Σαρηγιάννης. Ο ίδιος προβλέπει ότι μέχρι τις 16-17 Ιουλίου, θα έχουμε φτάσει κοντά στα 25.000 κρούσματα ημερησίως, κάτι το οποίο, όπως λέει, αρχίζει να «κλειδώνει» «όσο δεν κάνουμε τίποτα». Μάλιστα, λέει χαρακτηριστικά πως το πόσο γρήγορα θα μειωθεί και σε ποια επίπεδα, θα εξαρτηθεί και από τις τουριστικές ροές που θα έχουμε τότε.
Σχετικά με τα εργαλεία που διαθέτουμε, ο κ. Σαρηγιάννης τονίζει αρχικά πως πρέπει να αυξήσουμε τον αριθμό των τεστ και να επανέλθει η υποχρεωτικότητά τους στους χώρους εργασίας, αλλά και τις κατασκηνώσεις, ενώ είναι επίσης πολύ σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα τέστινγκ στις περιοχές στις οποίες υπάρχει έντονη αυξητική δυναμική της πανδημίας, όπως είναι τα νησιά και οι μεγάλες πόλεις.
«Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, που σημαίνει να αυξήσουμε τον αριθμό των τεστ σημαντικά. Το γεγονός ότι οι άλλες χώρες έχουν μειώσει τα τεστ και ότι εμείς κάνουμε αρκετά, δεν είναι δικαιολογία. Έχουμε μειώσει τα τεστ και αυτό μας κάνει να μην διαβάζουμε καλά την κατάσταση, να μην ξέρουμε τι συμβαίνει ακριβώς, να μην έχουμε καλή επιτήρηση δηλαδή, και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τους ανθρώπους που είναι θετικοί, από το να μολύνουν τους άλλους», σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης και προσθέτει:
«Πρέπει να επανέλθει η υποχρεωτικότητα των τεστ και στους χώρους εργασίας, να υπάρχει υποχρεωτικότητα των τεστ, ενός ή 2-3 την εβδομάδα σε παιδικές κατασκηνώσεις και να υπάρχουν αυξημένα τεστ και δυνατότητα για τέστινγκ από τον ΕΟΔΥ, ειδικά μάλιστα στις περιοχές στις οποίες υπάρχει έντονη αυξητική δυναμική της πανδημίας, είτε είναι νησιά, είτε είναι η Χαλκιδική που συμβαίνει, είτε είναι μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα και τώρα δυστυχώς και η Θεσσαλονίκη. Να το κάνουμε στοχευμένα αυτό, να προλαμβάνουμε αυτή την ανάπτυξη».
Το δεύτερο εργαλείο στο οποίο αναφέρεται, είναι η χρήση της μάσκας σε κλειστούς χώρους, ακόμα και όταν δεν υπάρχει συγχρωτισμός, καθώς όπως λέει, το καλοκαίρι, και σε συνθήκες καύσωνα και υψηλών θερμοκρασιών, οι άνθρωποι κλείνουν τα παράθυρα και ανοίγουν τον κλιματισμό, που είναι «ό,τι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε για να εξαερίσουμε τον χώρο.
«Να φοράμε τη μάσκα σε κλειστούς χώρους, και σε περιπτώσεις συγχρωτισμού. Το θέμα της μάσκας στους κλειστούς χώρους έχει τη σημασία του ακόμα και ανεξάρτητα από τις περιπτώσεις συγχρωτισμού, δηλαδή αν δεν είμαστε 10 σε ένα δωμάτιο αλλά δύο, τότε να φορέσουμε τη μάσκα, γιατί πέρα από την απευθείας μετάδοση, υπάρχει η αερογενής μετάδοση», αναφέρει χαρακτηριστικά και εξηγεί:
«Θεωρητικά όταν ανοίξουμε το παράθυρο και δημιουργήσουμε ρεύμα αέρα, εξαερίσουμε καλά τον χώρο, προφανέστατα μειώνεται πολύ σημαντικά η πιθανότητα μετάδοσης μέσω του αέρα. Αλλά σε συνθήκες καύσωνα και υψηλών θερμοκρασιών, αυτό που κάνουμε σαν πολίτες είναι κυρίως να κλείνουμε τα παράθυρα και να βάζουμε ερκοντίσιον, μάλιστα σε mode ανακύκλωση, για να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας δεδομένου του κόστους».
«Κάνουμε ό,τι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε για να εξαερίσουμε τον χώρο. Στις συγκεκριμένες συνθήκες θα έπρεπε να βάλουμε μάσκα», υπογραμμίζει και συστήνει τη χρήση συσκευών απολύμανσης του αέρα στον χώρο.
Παράλληλα, προσθέτει ότι το ίδιο ισχύει και για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και για τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, καθώς όπως λέει «Στο εσωτερικό των καραβιών πάλι οι συνθήκες εξαερισμού είναι πολύ κακές για τον ιό». «Δεν είναι μέτρα, χρησιμοποιώ αυτά που ξέρω και έχω», επισημαίνει.
Στα μέσα Ιουλίου η κορύφωση - Κοντά στις 25.000 τα κρούσματα
Ερωτηθείς για το αν θα δούμε περαιτέρω αύξηση των κρουσμάτων, απαντά κατηγορηματικά ναι:
«Αυτή τη στιγμή ο εβδομαδιαίος μέσος όρος των κρουσμάτων ειναι 13.246. Μέχρι τις 16-17 Ιουλίου, θα έχουμε φτάσει κοντά στις 25.000. Δυστυχώς όσο δεν κάνουμε τίποτα, αυτό αρχίζει να κλειδώνει, να μην μπορείς να το αποφύγεις. Θεωρώ ότι αυτή θα είναι η κορύφωση και μετά θα μειωθεί. Αλλά υπάρχει μια αβεβαιότητα για το πόσο θα μειωθεί ακριβώς. Τα μοντέλα δείχνουν ότι μπορεί να μειωθεί στη διάρκεια του Αυγούστου».
«Το θέμα είναι ότι το πόσο γρήγορα θα μειωθεί και σε ποια επίπεδα θα εξαρτηθεί και από τις τουριστικές ροές τότε από τέλος Ιουλίου και έπειτα, γιατί η αλήθεια είναι ότι οι τουρίστες που έρχονται, έρχονται σε μεγάλο ποσοστό από ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν αύξηση», τονίζει ο καθηγητής και συμπληρώνει:
«Το πώς θα εξελιχθεί ο Αύγουστος, εξαρτάται όχι μόνο από το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου δεν πάμε καλά, αλλά και από το τι συμβαίνει στους ξένους που θα έρθουν».
«Οι δικοί μου υπολογισμοί δείχνουν ότι τον Σεπτέμβρη τα πράγματα θα πάνε καλύτερα στην πραγματικότητα. Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη θα είναι αρκετά καλά, για να αρχίσουμε να έχουμε αυξητική τροχιά πάλι, σε ένα κύμα πάλι χειμερινού τύπου, ισχυρό, μέσα στο Νοέμβρη, για να κορυφωθεί σε πραγματικά υψηλά επίπεδα τον Δεκέμβριο», καταλήγει.
«Είμαστε όλοι διαθέσιμοι να κολλήσουμε»
Αναφορικά με τις υποπαραλλαγές της μετάλλαξης Όμικρον, (Ο4 και Ο5), ο καθηγητής τονίζει πως «Η Όμικρον 4 και 5 είναι πιο μεταδοτική, αλλά δεν είναι πολύ πιο μεταδοτική. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι ξεφεύγει πάρα πολύ της ανοσίας. Γι’αυτό λέω ότι χωρίς τη χρήση των εργαλείων, των όπλων που έχουμε, είμαστε όλοι διαθέσιμοι να κολλήσουμε. Έχουμε φαρμακευτικά όπλα, όπως το εμβόλιο και μη φαρμακευτικά όπλα. Τα φαρμακευτικά αυτή τη στιγμή λειτουργούν σε πολύ μικρό ποσοστό, οπότε μας μένουν τα μη φαρμακευτικά όπλα, τα οποία αυτή τη στιγμή εμείς επιλέγουμε να μην τα χρησιμοποιήσουμε, λανθασμένα».
Τέλος, σχετικά με την τέταρτη δόση του εμβολίου, ο ίδιος τη συνιστά σε ανθρώπους που θα αποφασίσουν κατόπιν συμβουλής του γιατρού τους. «Η τέταρτη δόση θα βοηθήσει στο να μην νοσήσουμε βαριά. Εγώ τη συνιστώ σε ανθρώπους που θα αποφασίσουν μετά τη συμβουλή του γιατρού τους, ο οποίος ξέρει το ιστορικό τους και σε τι κατάσταση βρίσκονται. Αυτό είναι το πιο σώφρον πράγμα που μπορείς να κάνεις. Στους πιο ηλικιωμένους και ευπαθείς που εκεί υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες για υποκείμενα νοσήματα, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να υπάρχει η ανοσιακή κάλυψη, τουλάχιστον για τη σοβαρότητα της νόσησης. Αυτό είναι το βασικό».