«Ο Νικόλαος Πλαστήρας, γέννημα θρέμμα της θεσσαλικής γης, και αναμφίβολα η σπουδαιότερη μορφή που ανέδειξε η Θεσσαλία κατά τον 20ό αιώνα, δόθηκε ολόψυχα στην υπηρεσία της πατρίδας, με απόλυτη ανιδιοτέλεια, αυταπάρνηση και ιδεαλισμό. Και ως ανιδιοτελής και ιδεαλιστής παρέμεινε μέχρι το τέλος του βίου του». Τα παραπάνω τόνισε ο βουλευτής Λαρίσης, συγγραφέας και πρώην υπουργός, δρ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, στην ομιλία του στην εκδήλωση «Τιμής και Δόξας για τον άξιο της Πατρίδας, τον Στρατηγό και Πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα» που πραγματοποιήθηκε στην Καρδίτσα, από την Ένωση Αγραφιώτικων Χωριών Ν. Καρδίτσας σε συνεργασία των δήμων Καρδίτσας και Λίμνης Πλαστήρα, υπό την αιγίδα της Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων.
Ο Θεσσαλός πολιτικός στην ομιλία του, που έλαβε χώρα στον μητροπολιτικό Ι.Ν. των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ανέφερε ότι «είμαστε εδώ για να τιμήσουμε την μνήμη μιας σημαντικής προσωπικότητας, ενός σπουδαίου πολεμιστή και ακραιφνούς πατριώτη, που η δράση του τόσο στα πολεμικά, όσο και στα πολιτικά μέτωπα σημάδεψαν ευρέως την θυελλώδη ιστορία του τόπου μας, κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.
Ο Πλαστήρας ήταν ένας ατρόμητος πολεμιστής στη μάχη, που αψηφούσε τον κίνδυνο και προκαλούσε όρθιος τον ίδιο τον Χάρο. Ανεξίτηλη η σφραγίδα του απαράμιλλου ηρωισμού του, οι 27 σπαθιές και τα 9 βλήματα που μέτρησε ο γιατρός, που υπέγραψε το πιστοποιητικό του θανάτου του.
Υπήρξε φόβος και τρόμος για τον αντίπαλο, ο “μαύρος καβαλάρης”, που βρέθηκε παντού όπου τον κάλεσε η πατρίδα.
Παράδειγμα σπάνιο, σπαρτιάτικου βίου και απόλυτης προσήλωσης στο καθήκον, ασύγκριτης τιμιότητας και διαρκούς αφιλοκερδούς προσφοράς στον απλό πολίτη, ο Πλαστήρας τίμησε τον δημόσιο βίο με την ταπεινόφρονα στάση του, με την ανυπόκριτη αγωνία του για τον ελληνικό λαό στα δίσεκτα χρόνια που έζησε.
Στάθηκε πάντοτε έμπρακτα αρωγός στον πτωχό συνάνθρωπο, στον αδικημένο, τον ανέστιο, τον κατατρεγμένο πρόσφυγα της μικρασιατικής γης, και ιδιαιτέρως στα μικρά παιδιά, που απορφανεμένα αναζητούσαν μια προστατευτική στέγη, μετά τον εφιάλτη της γενοκτονίας, ένα ασφαλές καταφύγιο στην νέα τους πατρίδα».
Λατρεύτηκε από τους μικρασιάτες
Ο μικρασιατικής καταγωγής βουλευτής και συγγραφέας σημείωσε ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας «λατρεύτηκε από τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Το όνομά του έγινε δρόμος και στον τελευταίο προσφυγικό οικισμό και συνώνυμο πατριωτισμού και τιμιότητος.
Έγνοια του, ειδικά στα χρόνια του αιματηρού εμφυλίου, να σιγήσουν τα όπλα και να επέλθει η εθνική συμφιλίωση, να κλείσουν οι μεγάλες πληγές που άνοιξαν στο έθνος εμμονές και πάθη, που δεν ήθελαν να δουν την αντικειμενική πραγματικότητα, τους διεθνείς συσχετισμούς, ακόμη, δυστυχώς, κι αυτό το μοίρασμα του κόσμου.
Επιλογές και πράξεις που αντί να δώσουν στην Ελλάδα τους καρπούς της νίκης που επάξια κατέκτησε με την ηρωική της προέλαση στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, την αντίσταση στα οχυρά Ρούπελ, την εθνική αντίσταση σε όλα τα χρόνια της τριπλής κατοχής, την βύθισαν σε μεγαλύτερη ακόμη καταστροφή και πόνο».
Πέθανε “στην ψάθα”
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «ο Πλαστήρας παρέμεινε μέχρι τέλους ταπεινός υπηρέτης του λαού, μένοντας στο νοίκι, κοιμώμενος σε ένα ράντζο εκστρατείας. Πέθανε “στην ψάθα” όπως λέει ο λαός -καθώς τον μισθό του τον πρόσφερε σε ορφανά παιδιά και άπορους. Τα έδωσε “όλα για την πατρίδα!”, κατά την προσφιλή του έκφραση.
Αυτήν την μνήμη οφείλουμε να διατηρήσουμε κι εμείς από τον Πλαστήρα. Αυτό το παράδειγμα να μιμηθούμε σε καιρούς όπως τους σημερινούς, που βασιλεύει ο ατομικισμός, και ο πατριωτισμός από κάποιους θεωρείται ξεπερασμένος.
Το παράδειγμα του Πλαστήρα μας οδηγεί στο να ξαναβρούμε τις θεμελιώδεις αρχές της ταυτότητάς μας, τις αρχές αυτές που θα μας επιτρέψουν να υπερνικήσουμε και τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το έθνος μας σήμερα».
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση πραγματοποιήθηκε κατάθεση στεφάνων στο άγαλμα του Πλαστήρα στην ομώνυμη πλατεία της Καρδίτσας. Τις εκδηλώσεις τίμησαν με την παρουσία τους ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας κ. Αλέξανδρος Κόπτσης, ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο δήμαρχος Καρδίτσας κ. Βασίλης Τσιάκος, ο δήμαρχος της Λίμνης Πλαστήρα κ. Παναγιώτης Νάνος, ο αστυνομικός Διευθυντής Καρδίτσας ταξίαρχος κ. Θωμάς Καρανάσιος, ο πρόεδρος της Ένωσης Αγραφιώτικων Χωριών Ν. Καρδίτσας κ. Βασίλης Τσαντήλας, περιφερειακοί και δημοτικοί σύμβουλοι και εκπρόσωποι συλλόγων.
Η ομιλία του
Κυρίες και κύριοι,
Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε την μνήμη μιας σημαντικής προσωπικότητας, ενός σπουδαίου πολεμιστή και ακραιφνούς πατριώτη, που η δράση του τόσο στα πολεμικά, όσο και στα πολιτικά μέτωπα σημάδεψαν ευρέως την θυελλώδη ιστορία του τόπου μας, κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας, γέννημα θρέμμα της θεσσαλικής γης, και αναμφίβολα η σπουδαιότερη μορφή που ανέδειξε η Θεσσαλία κατά τον 20ό αιώνα, δόθηκε ολόψυχα στην υπηρεσία της πατρίδας, με απόλυτη ανιδιοτέλεια, αυταπάρνηση και ιδεαλισμό. Και ως ανιδιοτελής και ιδεαλιστής παρέμεινε μέχρι το τέλος του βίου του.
Ένας ατρόμητος πολεμιστής στη μάχη, που αψηφούσε τον κίνδυνο και προκαλούσε όρθιος τον ίδιο τον Χάρο. Ανεξίτηλη η σφραγίδα του απαράμιλλου ηρωισμού του, οι 27 σπαθιές και τα 9 βλήματα που μέτρησε ο γιατρός, που υπέγραψε το πιστοποιητικό του θανάτου του.
Υπήρξε φόβος και τρόμος για τον αντίπαλο, ο «μαύρος καβαλάρης», που βρέθηκε παντού όπου τον κάλεσε η πατρίδα.
Παράδειγμα σπάνιο, σπαρτιάτικου βίου και απόλυτης προσήλωσης στο καθήκον, ασύγκριτης τιμιότητας και διαρκούς αφιλοκερδούς προσφοράς στον απλό πολίτη, ο Πλαστήρας τίμησε τον δημόσιο βίο με την ταπεινόφρονα στάση του, με την ανυπόκριτη αγωνία του για τον ελληνικό λαό στα δίσεκτα χρόνια που έζησε.
Στάθηκε πάντοτε έμπρακτα αρωγός στον πτωχό συνάνθρωπο, στον αδικημένο, τον ανέστιο, τον κατατρεγμένο πρόσφυγα της μικρασιατικής γης, και ιδιαιτέρως στα μικρά παιδιά, που απορφανεμένα αναζητούσαν μια προστατευτική στέγη, μετά τον εφιάλτη της γενοκτονίας, ένα ασφαλές καταφύγιο στην νέα τους πατρίδα.
Λατρεύτηκε από τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Το όνομά του έγινε δρόμος και στον τελευταίο προσφυγικό οικισμό και συνώνυμο πατριωτισμού και τιμιότητος.
Έγνοια του, ειδικά στα χρόνια του αιματηρού εμφυλίου να σιγήσουν τα όπλα και να επέλθει η εθνική συμφιλίωση, να κλείσουν οι μεγάλες πληγές που άνοιξαν στο έθνος εμμονές και πάθη, που δεν ήθελαν να δουν την αντικειμενική πραγματικότητα, τους διεθνείς συσχετισμούς, ακόμη, δυστυχώς, κι αυτό το μοίρασμα του κόσμου.
Επιλογές και πράξεις που αντί να δώσουν στην Ελλάδα τους καρπούς της νίκης που επάξια κατέκτησε με την ηρωική της προέλαση στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, την αντίσταση στα οχυρά Ρούπελ, την εθνική αντίσταση σε όλα τα χρόνια της τριπλής κατοχής, την βύθισαν σε μεγαλύτερη ακόμη καταστροφή και πόνο.
Ο Πλαστήρας, από νέος, πνεύμα ζωηρό, γενναιόφρον και ατίθασο, έδειξε τις σπάνιες στρατιωτικές αρετές του. Ξεκίνησε συμμετέχοντας με ομάδα εθελοντών στον ιερό αγώνα διάσωσης της Μακεδονίας μας. Εκεί θα πάρει το βάπτισμα του πυρός, με την πρώτη προσφορά του στην πατρίδα.
Ενεργή θα είναι η δράση του αμέσως μετά, μέσα από τον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών», στο εθνικό αίτημα για την αξιοκρατία στον Στρατό αλλά και την αναγέννηση για τον τόπο. Ένα αίτημα που θα εκφραστεί εντέλει με την Επανάσταση στο Γουδή.
Ένα κομβικό ιστορικό γεγονός που σήμανε την απαρχή μιας νέας περιόδου υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Της ένωσης όλων των εδαφών που κατοικούσαν οι Έλληνες στο ελληνικό κράτος.
Της ιδέας που ξεκίνησε με την επανάσταση του 1821, την επέτειο των 200 ετών της οποίας εορτάζουμε φέτος. Μια ιδέα που αρχικώς, λόγω των συγκυριών και αντικρουόμενων διεθνών συμφερόντων, είχε μείνει ανολοκλήρωτη. Και έπρεπε να περάσουν 100 χρόνια προσπαθειών για να φθάσει να παίρνει σάρκα και οστά.
Για να γίνει όμως χρειάστηκε να αναλάβει τα ηνία του έθνους ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σ’ αυτόν τον μέγιστο πολιτικό θα αφοσιωθεί και ο Πλαστήρας, για να γίνει πράξη το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που πίστευε, και έτσι ένωσε τις τύχες του με αυτές του μεγάλου Κρητικού.
Αλλά το όραμα προϋπέθετε εθνική ενότητα. Όπως αυτή που υπήρξε στα λαμπρά χρόνια των Βαλκανικών πολέμων. Τότε που ο Πλαστήρας θα δώσει και πάλι το παρών, ως υπασπιστής στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά. Τότε που θα λάβει το προσωνύμιο που θα τον ακολουθεί δια βίου «Μαύρος Καβαλάρης».
Ο Πλαστήρας και μετά τον νικηφόρο τέλος των Βαλκανικών πολέμων δεν έμεινε ήσυχος. Προσπάθησε, μαζί με τον Στέφανο Σαράφη, να συνδράμει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών για ένωση με την πατρίδα. Ένας αγώνας που δυστυχώς ούτε τότε ούτε αργότερα μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα ένας ακμαίος ελληνισμός να υποστεί σκληρές διώξεις κατά την περίοδο της κομμουνιστικής διακυβέρνησης του Ενβέρ Χότζα, αλλά ακόμη και σήμερα να παραβιάζονται συστηματικά τα δικαιώματά του.
Δυστυχώς, τα επόμενα χρόνια, όταν ξεκίνησε ο Μεγάλος Διχασμός, ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία, που θα διαρκέσει με την μία ή την άλλη μορφή για πολλές δεκαετίες.
Και αυτός ο Διχασμός θα αποτελέσει έναν από τους βασικούς λόγους της μεγαλύτερης καταστροφής που είδε ο ελληνισμός στην ιστορία του, αυτής που συνέβη στην Μικρά Ασία το 1922.
Ο Πλαστήρας εξ αρχής θα ταχθεί στο Κίνημα Εθνικής Άμυνας, με σκοπό να μην χαθεί η Μακεδονία, και θα πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο, όπου και θα τραυματιστεί. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην περίφημη μάχη του Σκρα, μετά την οποία προήχθη επ’ ανδραγαθία σε αντισυνταγματάρχη.
Με το βλέμμα στραμμένο στην περιοχή της Μικράς Ασίας, όπου ο ελληνισμός κινδύνευε από τις αντεκδικήσεις των Τούρκων και τη συνέχιση του σχεδίου για την αποψίλωσή της από το χριστιανικό στοιχείο, ώστε να δημιουργηθεί ομοιογενής θρησκευτική μουσουλμανική μάζα, ο Βενιζέλος συναινεί στην αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος εναντίον των μπολσεβίκων στην Ουκρανία. Και εκεί ο Πλαστήρας θα είναι πάλι παρών, ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
Και στη συνέχεια, μετά την αποτυχία αυτής της επιχείρησης, παρά την γενναιότητα και την πειθαρχία που επέδειξε το εκστρατευτικό σώμα, ο Πλαστήρας θα βρεθεί στην Ιωνία.
Τα όνειρα γενεών και γενεών γίνονταν επιτέλους πραγματικότητα με την υποδοχή του ένδοξου ελληνικού στρατούς από τον λαό της Σμύρνης με πρώτο τον μητροπολίτη και μετέπειτα εθνομάρτυρα και Άγιο Χρυσόστομο. Οι καμπάνες στη σημαιοστολισμένη Σμύρνη σήμαιναν την απελευθέρωση και την απαρχή μιας νέας εποχής ευημερίας και προόδου.
Δυστυχώς, όμως, σύντομα, τα όνειρα αυτά θα μετατραπούν σε εφιάλτες. Ο Διχασμός στην πατρίδα έδωσε την αφορμή στις μεγάλες δυνάμεις να παίξουν το δικό τους υστερόβουλο και ύπουλο παιχνίδι, να αγνοήσουν με τρόπο κυνικό την τύχη εκατομμυρίων χριστιανών, και να δώσουν την δυνατότητα στον Κεμάλ να αντεπιτεθεί δίνοντας ένα τραγικό τέλος στην Μεγάλη Ιδέα.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Πλαστήρας, που παρέμεινε στη θέση του παρά την προσπάθεια των πολιτικών αντιπάλων να τον εκδιώξουν, επέδειξε αποφασιστικότητα στο μέτωπο, και οι Τούρκοι του έδωσαν το προσωνύμιο Καραμπιπέρ, και στο Σύνταγμά του Σεϊτάν ασκέρ, στρατό του διαβόλου. Παράλληλα, όμως, διακρίθηκε και σε έργα ειρήνης, όπως στην ίδρυση ορφανοτροφείου για τα ορφανά Ελληνόπουλα.
Την ώρα που η Σμύρνη κάπνιζε από την πυρκαγιά -το γιαγκίνι που έβαλαν οι Τούρκοι-, η θάλασσα μπροστά στο περίφημο «Και», την προκυμαία της κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας της Ιωνίας, ήταν γεμάτη από πτώματα Ελλήνων, κι ενώ έφθαναν καραβιές προσφύγων στην Ελλάδα, ο Πλαστήρας ανέλαβε το δύσκολο ρόλο να διασώσει ότι μπορούσε ακόμη να διασωθεί.
Αυτός, ως αρχηγός της επαναστατικής επιτροπής στη Χίο σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, με πρώτο έργο την αναδιοργάνωση του Στρατού, που επέτρεψε την υπεράσπιση των συνόρων στον Έβρο.
Ταυτόχρονα, επιδόθηκε στην περίθαλψη και στέγαση των προσφύγων και την απόδοση σε ακτήμονες χιλιάδων στρεμμάτων γης που ανήκαν σε τσιφλικάδες.
Επιπλέον, αναθέτοντας στον Βενιζέλο την ευθύνη των διαπραγματεύσεων στην Λωζάνη, οδηγηθήκαμε σε ένα στάτους κβο, που αν και προϋπέθετε το δράμα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών –πρώτη στην έως τότε παγκόσμια ιστορία-, θα καθόριζε το πλαίσιο της γειτονίας με την Τουρκία.
Αυτό το πλαίσιο που η σημερινή νεοοθωμανική ηγεσία της Άγκυρας θέλει να ανατρέψει, γιατί θεωρεί ότι της στέκεται εμπόδιο στα επεκτατικά της σχέδια.
Βεβαίως, την περίοδο αυτή είχαμε και την δίκη των εξ και τη θανατική τους καταδίκη, η οποία, με την απόσταση του χρόνου, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον υπό το πρίσμα της κατασίγασης της αγανάκτησης και της αποτροπής κοινωνικής έκρηξης.
Στο τεταμένο πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του 1930, ο Πλαστήρας θα πρωταγωνιστήσει σε δύο στρατιωτικά κινήματα –κάτι σύνηθες στην περίοδο του μεσοπολέμου- τα οποία εντέλει θα πολώσουν περαιτέρω το κλίμα και θα οδηγήσουν στην δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Μετά την μακρά παραμονή του στην Εσπερία θα επιστρέψει σε μια νέα κρίσιμη στιγμή για το έθνος, και θα αναλάβει την πρωθυπουργία μετά τον ματωμένο Δεκέμβρη του ‘44, που θα λήξει τυπικά με την συμφωνία της Βάρκιζας.
Ο Πλαστήρας θα βρεθεί και πάλι στο τιμόνι της χώρας ως πρωθυπουργός δύο φορές στο διάστημα 1950-52, όταν θα έχει ξεκινήσει ο ψυχρός πόλεμος, με κύρια έγνοια του να σβήσουν τα εμφυλιακά μίση.
Ασφαλώς, οι δεδομένες συνθήκες ήταν αντίξοες, και οι επιδιώξεις του δεν επιτεύχθηκαν όπως θα το επιθυμούσε. Ο ίδιος, πάντως, παρέμεινε μέχρι τέλους ταπεινός υπηρέτης του λαού, μένοντας στο νοίκι, κοιμώμενος σε ένα ράτζο εκστρατείας.
Πέθανε «στην ψάθα» όπως λέει ο λαός -καθώς τον μισθό του τον πρόσφερε σε ορφανά παιδιά και άπορους. Τα έδωσε «όλα για την πατρίδα!», κατά την προσφιλή του έκφραση.
Αυτήν την μνήμη οφείλουμε να διατηρήσουμε κι εμείς από τον Πλαστήρα. Αυτό το παράδειγμα να μιμηθούμε σε καιρούς όπως τους σημερινούς, που βασιλεύει ο ατομικισμός, και ο πατριωτισμός από κάποιους θεωρείται ξεπερασμένος.
Το παράδειγμα του Πλαστήρα μας οδηγεί στο να ξαναβρούμε τις θεμελιώδεις αρχές της ταυτότητάς μας, τις αρχές αυτές που θα μας επιτρέψουν να υπερνικήσουμε και τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το έθνος μας σήμερα.