Δεκαετίες το ασφαλιστικό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις και στην παρούσα χρονική περίοδο η κυβέρνηση προωθεί την μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης.
Ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου απαντά στα ερωτήματα του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» – κυρίως σε αυτά που θέτουν οι νέοι εργαζόμενοι και οι νέοι ασφαλισμένοι- για το μέλλον των συντάξεων και το μέλλον της αγοράς εργασίας.
Ελληνοτουρκικά: Τα 15+8 μέτρα που θα φέρουν πιο κοντά Αθήνα – Αγκυρα – Τα επόμενα βήματα και ο παίκτης-κλειδί
Σύμφωνα με τον κ. Τσακλόγλου «η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και αύξηση της εμπιστοσύνης των νέων στην αξία της κοινωνικής ασφάλισης».
Υπογραμμίζει ότι η βασική αλλαγή είναι η ενίσχυση της διαγενεακής αλληλεγγύης προς τους νέους και επισημαίνει ότι «με το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας – και, σε προαιρετική βάση, των ήδη εργαζομένων έως 35 ετών- αντί να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των επικουρικών συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται για την χρηματοδότηση των δικών τους μελλοντικών
συντάξεων».
Μιλώντας στον «ΟΤ», ο κ. Τσακλόγλου αναφέρει ότι για να διατηρηθούν οι συντάξεις σε ικανοποιητικό επίπεδο, το ασφαλιστικό σύστημα επιδοτείται γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το 2020, λόγω και των έκτακτων μέτρων της πανδημίας, οι μεταβιβάσεις αυτές έφτασαν τα 22 δισ. ευρώ. Αλλά και προ πανδημίας, το ποσό αυτό υπερέβαινε τα 19 δισ. ευρώ.
Εμφανίζεται αισιόδοξος για την επόμενη ημέρα της υγειονομικής κρίσης εκτιμώντας πως σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ καλές, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την αύξηση των επενδύσεων και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
«Σε αυτό το πλαίσιο εκτιμώ ότι θα επιτύχουμε αύξηση της απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας», δηλώνει ο κ. Τσακλόγλου.
Κύριε Τσακλόγλου θα ξεκινήσω τη συνέντευξη μας με αυτό που απασχολεί τη νέα γενιά. Με το ερώτημα που θέτουν για παράδειγμα οι εργαζόμενοι ηλικίας 25 – 30 ετών και αφορά στο εάν θα πάρουν σύνταξη και τι σύνταξη θα πάρουν. Και εστιάζω σε αυτή τη γενιά ασφαλισμένων που νιώθουν τη μεγαλύτερη ανασφάλεια για το μέλλον του ασφαλιστικού. Τι θα λέγατε σε αυτή τη γενιά.
Η κατάσταση είναι πράγματι όπως ακριβώς την περιγράφετε. Κατανοώ την αγωνία των νέων ανθρώπων οι οποίοι αντιμετωπίζουν συχνά την κοινωνική ασφάλιση με αδιαφορία ή και απαξίωση.
Το μείζον ζήτημα του εάν θα εργαστεί κάποιος με ένσημα, δηλαδή, με κοινωνική ασφάλιση, μετατρέπεται ορισμένες φορές σε πεδίο
διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο, οδηγώντας τελικά, δυστυχώς, πολλούς νέους στην επιλογή της ανασφάλιστης «μαύρης εργασίας», γεγονός που μακροχρονίως υπονομεύει το βιοτικό τους επίπεδο.
Αυτήν ακριβώς την στρέβλωση θέλουμε να διορθώσουμε με την μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης που ετοιμάζουμε. Οι «ατομικοί κουμπαράδες» που προβλέπονται για την επικουρική ασφάλιση δημιουργούν μια ευθέως ανταποδοτική σχέση σε ατομικό επίπεδο μεταξύ των εισφορών και των αποδόσεων των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν με αυτές και των συντάξεων που θα καταβληθούν στο μέλλον και θα βοηθήσουν στην άρση της δυσπιστίας των νέων εργαζόμενων.
Επιπλέον ο ασφαλισμένος θα μπορεί – για πρώτη φορά στην ασφαλιστική ιστορία της χώρας – ανά πάσα στιγμή να βλέπει τις εισφορές και τις αποδόσεις τους στον «ατομικό του κουμπαρά», είτε μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή είτε ακόμη και από το κινητό του τηλέφωνο, όπως, για παράδειγμα, μπορεί σήμερα να ελέγξει την κίνηση του τραπεζικού του λογαριασμού.
Επομένως, θεωρούμε ότι η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και αύξηση της εμπιστοσύνης των νέων στην αξία της κοινωνικής ασφάλισης. Επιπρόσθετα, η διαφάνεια στη διαχείριση των λογαριασμών και η επιλογή επενδυτικού προφίλ από τον ίδιο τον ασφαλισμένο αναμένεται να ενισχύσουν παραπέρα την εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα.
Όπως είναι αυτή τη στιγμή η εικόνα του ασφαλιστικού συστήματος, αν δεν γίνουν αλλαγές ποιοι είναι οι κίνδυνοι.
Κάθε ασφαλιστικό σύστημα, είτε διανεμητικό είτε κεφαλαιοποιητικό, διατρέχει κινδύνους, όποια κι αν είναι η δομή του και τα χαρακτηριστικά του. Η βασική επιδίωξη είναι να μπορείς να διαφοροποιήσεις το συνολικό κίνδυνο, δηλαδή να μην «βάζεις όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι». Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, το οποίο είναι αποκλειστικά διανεμητικό αντιμετωπίζει κυρίως το «δημογραφικό κίνδυνο» και, σε κάπως μικρότερο βαθμό, το «δημοσιονομικό κίνδυνο».
Στα διανεμητικά συστήματα, θεωρητικά, οι συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων καλύπτονται από τις εισφορές των τωρινών εργαζομένων. Επομένως, είναι προφανές ότι τα συστήματα αυτά δουλεύουν απρόσκοπτα όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι σχετικά λίγοι. Όμως, σε δημογραφικά γερασμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, τα συστήματα αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Οι εισφορές λίγων σχετικά εργαζόμενων πρέπει να καλύψουν τις συντάξεις μεγάλου αριθμού συνταξιούχων. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή στη χώρα μας αντιστοιχούν 1,7 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, ενώ πριν από μερικές δεκαετίες ο λόγος αυτός ήταν υψηλότερος από 4 προς 1.
Για να διατηρηθούν οι συντάξεις σε ικανοποιητικό επίπεδο, το ασφαλιστικό σύστημα επιδοτείται γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το 2020, λόγω και των έκτακτων μέτρων της πανδημίας, οι μεταβιβάσεις αυτές έφτασαν τα 22 δις ευρώ. Αλλά και προ πανδημίας , το ποσό αυτό υπερέβαινε τα 19 δις.
Ο κίνδυνος από αυτή την εξάρτηση – «δημοσιονομικός κίνδυνος» – έγινε φανερός την προηγούμενη δεκαετία. Επιπρόσθετα, με τη μεταφορά σημαντικών πόρων προς το ασφαλιστικό σύστημα, στερούμε πόρους από άλλους τομείς – είτε άσκησης κοινωνικής πολιτικής, είτε υλοποίησης επενδύσεων που θα βοηθούσαν στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, όπως αναφέρει το ot.gr (Στεργίου Ελένη).
Με τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης επιδιώκουμε αφενός μεν να δημιουργήσουμε πόρους σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, αφετέρου δε να δώσουμε υψηλότερες συντάξεις στους μελλοντικούς συνταξιούχους μέσω των υψηλότερων αποδόσεων που – όπως δείχνει η εμπειρία πολλών χωρών – έχουν τα δημόσια κεφαλαιοποιητικά συστήματα σε σχέση με τα διανεμητικά συστήματα.
Ποια είναι η εμπειρία από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες έχουν υιοθετήσει την εφαρμογή κεφαλαιοποιητικών συστημάτων στο ασφαλιστικό τους σύστημα;
Oι χώρες που έχουν τα μεγαλύτερα και πιο αποδοτικά κεφαλαιοποιητικά συστήματα στην Ευρώπη, είναι χώρες με ισχυρό κοινωνικό κράτος, όπως για παράδειγμα η Δανία και η Ολλανδία. Πάντως, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά και σε αρκετές αναπτυσσόμενες, η συμμετοχή των συστημάτων κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης στο ασφαλιστικό σύστημα ενισχύθηκε σημαντικά.
Ως προς τις αποδόσεις, πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων γνωρίζουν διακυμάνσεις κατά τη βραχυχρόνια περίοδο, σε βάθος χρόνου δίνουν ιδιαίτερα ικανοποιητικές αποδόσεις. Συχνά αναφέρω το παράδειγμα της Σουηδίας στην οποία η κύρια σύνταξη παρέχεται με βάση διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, ακριβώς όπως το υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης στη χώρα μας, ενώ πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού καλύπτεται από σύστημα κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης παρόμοιο με αυτό που σχεδιάζουμε.
Σε βάθος 24 ετών, η μέση πραγματική απόδοση του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης ήταν 1,7% ενώ του κεφαλαιοποιητικού 4,2%. Οι σωρευτικές διαφορές είναι ιδιαίτερα μεγάλες. 100 ευρώ επενδεδυμένα στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης σε 24 χρόνια δίνουν σωρευτική απόδοση 52 ευρώ ενώ επενδεδυμένα στο σύστημα πραγματικής κεφαλαιοποίησης δίνουν 180 ευρώ. Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου οι διαφορές είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Προωθεί η κυβέρνηση και το υπουργείο μια μεγάλη μεταρρύθμιση. Ποιες είναι οι βασικές αλλαγές και ποια ζητήματα έρχεται να λύσει.
Η βασική αλλαγή που φέρνει η μεταρρύθμιση είναι η ενίσχυση της διαγενεακής αλληλεγγύης προς τους νέους μας. Με το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας – και, σε προαιρετική βάση, των ήδη εργαζομένων έως 35 ετών- αντί να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των επικουρικών συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται για την χρηματοδότηση των δικών τους μελλοντικών συντάξεων. Δημιουργείται ένας «κουμπαράς» για τη νέα γενιά, όπου ο κάθε ασφαλισμένος θα έχει τον ατομικό του λογαριασμό στον οποίο θα μπορεί να παρακολουθεί το συσσωρευμένο ποσό και τις αποδόσεις των επενδύσεων που του αντιστοιχούν.
Όσον αφορά στις επενδύσεις, αυτές θα πραγματοποιούνται στη βάση ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων και περιορισμών, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των ασφαλισμένων, στο πλαίσιο καλών πρακτικών και αυστηρών κανόνων εποπτείας. Άλλωστε, όπως έχω πολλές φορές υπογραμμίσει, η επικουρική ασφάλιση παραμένει τμήμα της κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Η μεταρρύθμιση έρχεται να αντιμετωπίσει τέσσερα ζητήματα: (i) Την έκθεση του ασφαλιστικού μας συστήματος στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, του γεγονότος δηλαδή όπως εξήγησα παραπάνω, ότι ολοένα και λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώνουν για τις συντάξεις ολοένα και περισσότερων συνταξιούχων, (ii) την εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων για τη νέα γενιά σε σύγκριση με το σημερινό σύστημα, (iii) τη συνδρομή του ασφαλιστικού μας συστήματος στην αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας, καθώς σημαντικό μέρος των εισφορών θα επενδύονται στην ελληνική οικονομία, και, (iv) την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, καθώς με τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών και κουλτούρας διαφάνειας μειώνονται τα κίνητρα από πλευράς εργαζομένου για μαύρη-αδήλωτη εργασία.
Υπάρχει κριτική κυρίως από την αξιωματική αντιπολίτευση ως προς την προωθούμενη μεταρρύθμιση. Μεταξύ άλλων εκτιμά ότι θα μπορούσαν να γίνουν αλλαγές βελτιωτικές στο υπάρχον σύστημα και να είναι βιώσιμο. Πως απαντάτε;
Έχω πολλές φορές τονίσει ότι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος δεν αμφισβητείται. Όμως η κριτική της αντιπολίτευσης μαρτυρά μια νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία δεν θα πρέπει να προχωρά κανείς σε μεταρρυθμίσεις παρά μόνο όταν το πρόβλημα είναι ήδη εκεί, όταν δηλαδή είναι ήδη πολύ αργά. Μέχρι τότε, ας αγνοήσουμε «τον ελέφαντα στο δωμάτιο».
Ο φόβος και η αντίσταση μπροστά στην αλλαγή δεν επιλύουν κανένα απολύτως πρόβλημα, είτε αυτό λέγεται δημογραφική γήρανση, είτε επάρκεια των παροχών, είτε βιωσιμότητα εν γένει του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Προφανώς η αδράνεια ή η εκ των υστέρων παρέμβαση δεν είναι πλέον πειστικές επιλογές για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που αφορούν στην κοινωνική ασφάλιση, αν λάβει κανείς υπόψη και την εμπειρία της περασμένης δεκαετίας. Η μεταρρύθμιση που προτείνουμε έχει βαθιά προνοητικό χαρακτήρα, εφόσον τα πρώτα απτά αποτελέσματα σε όρους παροχής συντάξεων θα υλοποιηθούν μετά από 30-40 ετών.
Πόσο θεωρείται ότι θα επηρεαστεί η απασχόληση συνολικά από την υγειονομική κρίση;
Όταν ξεκίνησε η υγειονομική κρίση, είχαμε μόλις αρχίσει να ορθοποδούμε μετά από μια δεκαετία βαθιάς ύφεσης και αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών. Η αναγκαστική παύση της οικονομικής δραστηριότητας που επέβαλλε η αντιμετώπιση του κορωνοϊού, επηρέασε πολύ κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός και οι σχετιζόμενες υπηρεσίες με αυτόν όπως η εστίαση, οι μεταφορές αλλά και το λιανεμπόριο.
Σε όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση έλαβε και θα συνεχίσει να λαμβάνει, για όσο καιρό ακόμη χρειαστεί, μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Η πολιτική μας αυτή επιλογή φαίνεται ήδη να μας δικαιώνει μιας και η μεταβολή του ποσοστού ανεργίας στη χώρα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, είναι η δεύτερη καλύτερη στην ΕΕ μετά την Ιταλία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη και απρόβλεπτη. Σίγουρα θα υπάρξουν δομικές αλλαγές στην απασχόληση, με την ενίσχυση τάσεων που προϋπήρχαν της πανδημίας (ιδίως τηλε-εργασία και ηλεκτρονικό εμπόριο). Ενδεχομένως, κάποιες επιχειρήσεις να μην αντέξουν τις συνέπειες της πανδημίας με αποτέλεσμα πρόσκαιρη αύξηση της ανεργίας.
Προετοιμαζόμαστε όσο μπορούμε καλύτερα για την επόμενη μέρα. Σχεδιάζουμε από τώρα την βέλτιστη χρήση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων είτε μέσω της εφαρμογής πολιτικών κατάρτισης του εργατικού δυναμικού σε ψηφιακές και «πράσινες» δεξιότητες είτε μέσω της στήριξης επιλεγμένων επιχειρηματικών κλάδων με χρηματοδότηση ασφαλιστικών εισφορών.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, εκτιμώ ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ καλές, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την αύξηση των επενδύσεων και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο εκτιμώ ότι θα επιτύχουμε αύξηση της απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας.