Εισήγηση στην Ι.Μ. Αγίου Θεοδοσίου Αγ. Στεφάνου Αττικής 28-1-2024
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω κατ’ αρχήν την «Εστία Πατερικών Μελετών» για την τιμή που μου έκανε να είμαι εισηγητής στην αποψινή εκδήλωση. Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, αλλά και δέος, να μιλήσω για τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, για έναν μεγάλο άγιο, έναν εν ζωή θεούμενο άνθρωπο, μια κορυφαία εκκλησιαστική μορφή, μια ασυνήθιστα χαρισματική προσωπικότητα, η οποία σπάνια αναφύεται στην ανθρώπινη ιστορία. Για μια από τις ευγενέστερες προσωπικότητες όλων των εποχών. Αισθάνομαι ακόμα τιμή και χαρά, διότι μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω και για τον προστάτη μου άγιο!
Σας είναι γνωστό το θέμα της ομιλίας μου, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ως διαχρονικό πρότυπο αληθινού ποιμένα, γνησίου Επισκόπου και απαράμιλλου οικουμενικού διδασκάλου. Στον περιορισμένο χρόνο, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού άνδρα.
Η Θεία Πρόνοια τον ανέδειξε σε μια πολύ κρίσιμη εποχή για την Εκκλησία μας, και σε μια εποχή καμπής για την παγκόσμια ιστορία. Ένας πεπαλαιωμένος και σεσαθρωμένος κόσμος έδυε οριστικά, φορτωμένος με τα πτωτικά βάρη της προχριστιανικής αρχαιότητας, με τις φρικαλεότητες της εχθρότητας των ανθρώπων, με την σκοτοδίνη των ειδωλολατρικών πίστεων και των φοβερών πρακτικών των δεισιδαιμονιών και ένας νέος, εύρωστος, ελπιδοφόρος, ανθρώπινος κόσμος ανέτειλε. Ο φωτοφόρος κόσμος της χριστιανικής κοινωνίας, έρχεται να καλύψει το αβυσσαλέο κενό, που άφηνε πίσω του ο θνήσκων εθνισμός να ανοικοδομήσει τα πνευματικά και κοινωνικά συντρίμμια, που άφηνε πίσω του η οριστική δύση εκείνου. Θεμελιωτές αυτού του νέου κόσμου υπήρξαν οι θεοφόροι και θεοφώτιστοι Πατέρες της Εκκλησίας και ειδικά οι Έλληνες Πατέρες, οι οποίοι είχαν το θείο χάρισμα και την ικανότητα να χαράξουν τη νέα πορεία του κόσμου, να δημιουργήσουν τον νέο πολιτισμό, τον ελληνοχριστιανικό, την βάση του κατοπινού παγκόσμιου πολιτισμού, ο οποίος επιβιώνει ως τα σήμερα. Αυτοί οι θεούμενοι άνδρες κατόρθωσαν να αντλήσουν ό, τι καλό είχε δημιουργήσει ο αρχαίος προχριστιανικός κόσμος και να το εξαγιάσουν στα νάματα της θείας διδασκαλίας του Χριστού.
Πρωτοπόροι σε αυτή την μοναδική, στην ανθρώπινη ιστορία, παλιγγενεσία οι Καππαδόκες Πατέρες οι οποίοι έβαλαν τη δική τους σφραγίδα πρωτίστως στην ανάπτυξη της Θεολογίας κατά τον 4ο μ. Χ. αιώνα στην Εκκλησία. Είναι στην ουσία οι θεμελιωτές του ορθόδοξου δόγματος και της αποκρυστάλλωσης της αυθεντικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, της μόνης σώζουσας αλήθειας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο αποκαλούμενος και Θεολόγος.
Γεννήθηκε το 329 μ. Χ. στην Αριανζό της Καππαδοκίας, κοντά στην κωμόπολη Ναζιανζό, γι’ αυτό και πήρε την ονομασία Ναζιανζηνός. Οι γονείς του, Γρηγόριος και Νόννα ήταν ευγενείς γαιοκτήμονες. Ο πατέρας του ήταν πρώην ειδωλολάτρης ο οποίος είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και κατόπιν είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Ναζιανζού. Ο νεαρός Γρηγόριος μεγάλωσε σε χριστιανικό περιβάλλον και από νωρίς φάνηκαν τα σπάνια χαρίσματά του.
Η οικονομική ευχέρεια των γονέων του επέτρεψε να λάβει μεγάλη μόρφωση. Άλλωστε και ο ίδιος αγαπούσε με πάθος τα γράμματα και την γνώση. Σπούδασε στα καλλίτερα σχολεία της Καισάρειας και αργότερα, το 351, πήγε στην Αλεξάνδρεια και μετά στην Αθήνα να συμπληρώσει τις σπουδές του στη ρητορική και τη φιλοσοφία στις εκεί ονομαστές σχολές, έχοντας ως καθηγητές του τους ονομαστούς καθηγητές Ιμέριο και Προαιρέσιο και ως συμμαθητές του τον Μ. Βασίλειο και τον
Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Η επίδοση των σπουδών του στην Αθήνα ήταν τέτοια, όπως και οι σπάνιες ικανότητές του, ώστε αναγορεύτηκε καθηγητής και δίδαξε εκεί ρητορική και φιλοσοφία για ένα χρόνο, κάτι ασυνήθιστο για έναν επαρχιώτη ασήμαντο φοιτητή, να σπάσει το εκπαιδευτικό κατεστημένο των Αθηνών.
Κατόπιν επέστρεψε στην Ναζιανζό, όπου βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο πατέρα του κι άρχισε να γράφει το πρώτο θεολογικό του έργο για το Άγιο Βάπτισμα. Το 360 μεταβαίνει, ύστερα από πρόσκληση του παλιού του φίλου Βασιλείου, στον Πόντο, να ασκητέψει μαζί του κοντά στον Ίρι ποταμό. Ήταν μια μοναδική πνευματική εμπειρία γι’ αυτόν, καθότι οι δύο επιστήθιοι φίλοι εκεί είχαν εισδύσει στα βαθύτερα μυστήρια της σχέσης με το Θεό, φτάνοντας ακόμη και σε εμπειρίες θεοπτίας.
Το 361, ύστερα από παράκληση του πατέρα του, γυρίζει στην πατρίδα του, πιο ώριμος πνευματικά, όπου τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, χωρίς τη θέλησή του, διότι ο Γρηγόριος ήθελε να ακολουθήσει τον απλό μοναχικό βίο. Κατόπιν έφυγε για την Αννεσόη, όπου ασκήτεψε για λίγο καιρό με τον Βασίλειο, ο οποίος τον ανάγκασε να γυρίσει και πάλι στην Ναζιανζό, διότι είχε πληροφορηθεί ότι η εκεί Εκκλησία ήταν διηρημένη, εξαιτίας των αρειανών και τον πατέρα του κατηγορούμενο για αίρεση. Μέσα σε λίγο χρόνο κατόρθωσε να ενώσει και πάλι την Εκκλησία.
Τον ίδιο χρόνο είχε ανεβεί στο αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός (361-363), ο μοιραίος και τραγικός εκείνος αυτοκράτορας, ο οποίος αποφάσισε να νεκραναστήσει την οριστικά νεκρή αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία. Παράλληλα, με την αλλοπρόσαλλη πολιτική του προξένησε μεγάλη αναστάτωση στην Εκκλησία και κήρυξε απηνή διωγμό εναντίον της, στοχεύοντας κυρίως στους αγωνιστές επισκόπους. Ο Γρηγόριος άνοιξε αλληλογραφία με τον παλιό του φίλο αυτοκράτορα, αποδεικνύοντάς του πως οι πρακτικές του αυτές δεν είχαν καμιά σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, το οποίο δήθεν υπεράσπιζε ο θρησκομανής και θρησκόληπτος Ιουλιανός. Ο αιφνίδιος θάνατός του Αποστάτη αυτοκράτορα το 363 έκλεισε το θλιβερό αυτό κεφάλαιο της ιστορίας.
Αλλά, ο σάλος στην Εκκλησία δεν εξέλειπε, διότι μια νέα περιπέτεια αντιμετώπιζε η Εκκλησία, το αρειανισμό, τον οποίο υποστήριζε ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-378), φανατικός αρειανός και σφοδρός πολέμιος της Ορθοδοξίας. Ο Γρηγόριος δίνει μεγάλους αγώνες να διαφυλαχτεί η Ορθοδοξία στη Μ. Ασία, εν μέσω μυρίων δυσκολιών και διώξεων από τους κρατικούς παράγοντες.
Το 370 ο Μ. Βασίλειος εκλέγεται επίσκοπος Καισαρείας και το 372 χειροτονεί τον Γρηγόριο επίσκοπο Σασίμων, μιας ασήμαντης περιοχής, και πάλι χωρίς τη θέλησή του. Το 374 μεταβαίνει στη Ναζιανζό, για να αναλάβει την επισκοπή, μετά το θάνατο του πατέρα του. Το 375 αποσύρθηκε σε Μονή της Σελεύκειας ως το θάνατο του Βασιλείου το 379.
Ο άγιος Γρηγόριος αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα γνησίου Επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού. Είχε βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του την πεποίθηση ότι η διακονία της ιεροσύνης είναι χάρισμα, δώρο του Θεού και όχι προσωπική κατάκτηση, ούτε μέσον κοινωνικής ανελίξεως και άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας. Την θεωρούσε ως φορτίο δυσβάστακτο και γι’ αυτό ουδέποτε επιδίωξε ο ίδιος να αναλάβει υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα. Παρά ταύτα όμως έβαζε το συμφέρον της Εκκλησίας και την διακονία του λαού του Θεού, πάνω από τις δικές του επιλογές. Τις προσωπικές του αδυναμίες τις ανέθετε στη δύναμη του Θεού.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της χειροτονίας του ως πρεσβύτερος, από τον πατέρα του επίσκοπο Γρηγόριο το 361. Ο άγιος πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση στην απόφαση του πατέρα του, διότι διακαής πόθος του ήταν να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Προτιμούσε την μακάρια ησυχία της ερήμου, από τις πολύβουες
πόλεις. Προτιμούσε μια σπηλιά, ή μια φτωχή καλύβα σε κάποιο ερημικό μέρος, από τις πολυτελείς επισκοπικές επαύλεις και τις αηδείς φλυαρίες των κολάκων, που παρασιτούν σε αυτές. Σύγχρονος καθηγητής έγραψε χαρακτηριστικά για το γεγονός της χειροτονίας του τα εξής: «Σέ ἡλικία 36 ἐτῶν πείθεται νά γίνει Πρεσβύτερος. Συγκινητική ἡ στιγμή, ὅταν ὁ γέροντας Ἐπίσκοπος Γρηγόριος θέτει τό χέρι του ἐπάνω στό κεφάλι τοῦ γονατιστοῦ υἱοῦ του Γρηγορίου καί προφέρει τήν εὐχή τῆς χειροτονίας, στήν Ναζιανζό. Ὁ λαός μέ μιά φωνή ξεσπάει : Ἄξιος!....Ὅλοι χαίρονται. Ἕνας τρέμει: ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ὅπως τρέμει ὁ ἀκροβάτης ἐπάνω στό σχοινί, ἔτσι ἔτρεμαν οἱ Ἅγιοι, βαδίζοντας ἐπάνω στήν ἀκροβασία, πού λέγεται Ἱεροσύνη. Μετά τήν χειροτονία καί ἐνῶ ὅλοι περιμένουν νά τόν δοῦν σέ δράση, ἐκεῖνος φεύγει γιά τόν Πόντο. Τόν κυνηγάει τό δέος γιά τό ὕψος τῆς Ἱεροσύνης. Τόν ἀναγκάζουν νά γυρίσει πίσω. Καί τότε ἐκφωνεῖ τόν λόγο του: “Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς”».
Το 370, όπως προείπαμε, ο Μ. Βασίλειος εκλέγεται επίσκοπος Καισαρείας και το 372 χειροτονεί τον Γρηγόριο επίσκοπο Σασίμων και πάλι χωρίς τη θέλησή του, διαβλέποντας ο φωστήρας της Καισαρείας ότι μια τέτοια προσωπικότητα ήταν απαραίτητη για την κυμαινόμενη Εκκλησία. Και δικαιώθηκε. Ο λόγος του Γρηγορίου ήταν συναρπαστικός. Τα κείμενά του ανυπέρβλητα. Ως επίσκοπος Σασίμων και αργότερα Ναζιανζού αναδεικνύεται μοναδικός πηδαλιούχος του εκκλησιαστικού σκάφους. Η φήμη του απλώνεται σε όλη την Ανατολή.
Παρά ταύτα δεν κρύβει και την ανθρώπινη πλευρά του χαρακτήρα του. Αυτός ο γίγαντας του πνεύματος έκρυβε στα στήθη του μια ασυνήθιστα ευαίσθητη ψυχή. Ο θάνατος του αδελφού του Καισάρειου, της αδελφής του Γοργονίας, του πατρός και της μητρός του, πληγώνουν την εγγενή ψυχή του. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν έκαμψαν τον θείο ζήλο του για την διακονία της Εκκλησίας. Το αντίθετο συνέβη, αισθάνθηκε πλέον ελεύθερος από οικογενειακά βάρη, να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην Εκκλησία.
Ο Γρηγόριος έλαχε να ζήσει σε μια πολύ ταραγμένη εποχή, όπου ο διάβολος είχε σπείρει φοβερές αιρέσεις, όπως τον αρειανισμό και τους πνευματομάχους, οι οποίες απειλούσαν την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και αυτή ακόμα την ίδια την ύπαρξή της. Όπως προαναφέραμε, οι αρειανοί, με την κρατική στήριξη, είχαν καταλάβει την πλειονότητα των επισκοπικών θρόνων. Ειδικά στην Κωνσταντινούπολη, στα 378, τόσο ο αρχιεπισκοπικός θρόνος, όπως και όλοι οι ναοί είχαν καταληφτεί από αυτούς. Η κατάσταση κρίθηκε κρίσιμη και ο Γρηγόριος κλήθηκε να σηκώσει το βάρος αυτής της τραγικής συγκυρίας στην Βασιλεύουσα. Να θέσει τα σπάνια χαρίσματά του στον αγώνα για την διάσωση της σώζουσας ορθοδόξου πίστεως, έχοντας ο ίδιος απόλυτη πεποίθηση ότι η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, η οποία ενυπάρχει μόνο μέσα στην Εκκλησία, ενώ η αίρεση και κάθε πλάνη είναι συνώνυμη με την απώλεια της σωτηρίας και την καταστροφή.
Το 379, η Σύνοδος της Αντιοχείας και προσωπικά ο τοπικός Αρχιεπίσκοπος, Μελέτιος, ζήτησαν από τον Γρηγόριο, του οποίου η φήμη είχε φτάσει και ως εκεί, να πάει στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας την βεβαιότητα ότι μόνον εκείνος θα μπορούσε να αντιστρέψει την κατάσταση.
Παρά τους δισταγμούς του, ο Γρηγόριος δέχθηκε την κλήση της Εκκλησίας να σηκώσει τέτοιο δυσβάστακτο φορτίο ευθύνης στους ασθενικούς του σωματικούς ώμους. Να αντιπαρατεθεί με την κραταιά αυτοκρατορική εξουσία, η οποία στήριζε την δαιμονική και εκθεμελιωτική της Εκκλησίας πλάνη. Βασίστηκε στην ακράδαντη πίστη του στο Θεό και στο απορρέον από αυτή ισχυρό ψυχικό του σθένος. Άφησε την ήσυχη και ήρεμη επαρχία του και έφτασε στην πολύβουη Κωνσταντινούπολη. Οι λίγοι ορθόδοξοι τον δέχτηκαν με τιμές, όχι όμως και οι πολλοί αρειανοί, οι οποίοι
εκδήλωσαν άγριες διαθέσεις. Φανατισμένος όχλος αιρετικών άρχισε έναν ανελέητο λιθοβολισμό εναντίον του. Ανεβασμένοι στις σκεπές των σπιτιών του πετούσαν πέτρες, τον χλεύαζαν και τον λοιδορούσαν, βλέποντας έναν ισχνό ασκητή, με ωχρό πρόσωπο και ντυμένο με φτωχά και τριμμένα ενδύματα, να έρχεται να αντιπαρατεθεί μαζί τους, στηριγμένοι στην παντοδύναμη κρατική εξουσία. Οι ορθόδοξοι κατόρθωσαν να τον διασώσουν, να τον φυγαδέψουν και να τον κρύψουν σε κάποιο απόμερο σπίτι κάποιας συγγενούς του Γρηγορίου, ονόματι Θεοδοσίας. Ο άγιος το μετέβαλε σε ναό, αφιερωμένον προς τιμήν της Αγίας Αναστασίας, όχι τυχαία, ήθελε να σηματοδοτήσει στον αγωνιζόμενο ορθόδοξο λαό την ανάσταση της ορθοδόξου πίστεως. Εκεί εγκαταστάθηκε και άρχισε τα φλογερά ομολογητικά του κηρύγματα, εκεί είχε εκφωνήσει τις 5 θαυμάσιες ομιλίες του στην Αγία Τριάδα, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς και μεταστρέφοντας πλήθος από αυτούς στην Ορθοδοξία.
Αλλά, τον Αύγουστο του 378 ο δυσσεβής αιρετικός αυτοκράτορας Ουάλης ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη της Αδριανούπολης. Το 380 ανεβαίνει στον αυτοκρατορικό θρόνο ο ορθόδοξος Θεοδόσιος ο Μέγας (380-395), ο οποίος τίθεται υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει τον αρειανισμό, διώχνοντας τον αρειανό αρχιεπίσκοπο Δημόφιλο, και ανεβάζοντας τη θέση του τον Γρηγόριο. Ακολούθως συγκάλεσε την άνοιξη του 381, τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχαν 150 Επίσκοποι της Ανατολής, με πρόεδρο τον Μελέτιο Αντιοχείας και μετά το θάνατό του, τον Γρηγόριο. Ο μεγάλος αυτός θεούμενος θεολόγος, με την σοφία, τη σωφροσύνη και την βαθειά θεολογική του κατάρτιση, διεύθυνε τις εργασίες της Συνόδου, η οποία απέδειξε τις αιρέσεις και οριστικοποίησε το χριστολογικό δόγμα, συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Νικαίας.
Όμως ο Γρηγόριος δεν μπόρεσε να χαρεί την συμβολή του στον θρίαμβο της Εκκλησίας. Αιγύπτιοι και οι Μακεδόνες επίσκοποι τον κατηγόρησαν ότι ανέβηκε στο θρόνο της Βασιλεύουσας αντικανονικά, με νοθεία. Εκείνος χωρίς να υπερασπίσει τον εαυτό του κατέθεσε αμέσως την παραίτησή του στον αυτοκράτορα, λέγοντας: «Αφήστε να είμαι σαν τον Προφήτη Ιωνά! Ήμουν υπεύθυνος για την καταιγίδα, αλλά θα θυσιαστώ για να σώσω το πλοίο. Δεν ήθελα να αναλάβω τον Θρόνο και με χαρά θα τον αφήσω»! Η ανακοίνωση της παραίτησής του σόκαρε τους Επισκόπους της Συνόδου, ζητώντας απεγνωσμένα από τον αυτοκράτορα να μη δεχθεί την παραίτηση του. Όμως μπροστά στην αμετάκλητη απόφασή του ο Θεοδόσιος, συγκινημένος από την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Γρηγορίου, τον χειροκρότησε και δέχθηκε την παραίτησή του.
Έτσι λοιπόν, στο μεσουράνημα της «ισχύος» του, το 381 μ.Χ., με ανακούφιση και χαρά παραιτήθηκε από τον περίλαμπρο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλεύουσας και επέστρεψε στην αγαπημένη του Καππαδοκία, αναλαμβάνοντας ξανά τον άσημο επισκοπικό θρόνο της Ναζιανζού και αποφασισμένος να ζήσει πια τον ησυχαστικό βίο, που ήταν το όνειρό του. Πέρασε τα επόμενα χρόνια παλεύοντας με τους αιρετικούς του αρειανισμού και με την αρρώστια του. Άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του σε θαυμάσια ποιητική σύνθεση. Στα τέλη του 383, η υγεία του Γρηγορίου χειροτέρευσε, παραιτήθηκε από τον επισκοπικό του θρόνο, παραδίδοντας στον Ευλάλιο. Αποσύρθηκε στο οικογενειακό του κτήμα, όπου έζησε ειρηνικά με προσευχή, άσκηση, και νηστεία. Εκεί συνέγραψε τα περίφημα θεολογικά του συγγράμματα και συνέθεσε τα, άφθαστου ποιητικής αξίας, ποιήματά του. Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 25 Ιανουαρίου 391.
H ηρωική απόφαση του Γρηγορίου, θυσιάζοντας τον παντοδύναμο και υπέρλαμπρο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλεύουσας, για το συμφέρον της Εκκλησίας, προτιμώντας την αφανή ιδιωτεία, αποτελεί σπάνιο, αν όχι μοναδικό γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία, δεικνύοντάς τον ως πρότυπο αληθινού
επισκόπου, ποιμένα στην Εκκλησία. Έγραψε σύγχρονος καθηγητής: «Δεν τον εκδίωξε η πολιτική εξουσία. Δεν τον ανάγκασε η αδυναμία του γήρατος. Δεν τον υποχρέωσε κάποια σοβαρή ασθένεια. Ήταν συνειδητή επιλογή προς διδαχή. Ράπισμα κατά της ακόρεστης μανίας προς τις «πρωτοκαθεδρίες», που στηλιτεύει έντονα και ο ίδιος ο Χριστός. Λάμπει στο στερέωμα της Ορθοδοξίας το φωτεινό αυτό παράδειγμα του Αγίου Γρηγορίου, που απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που μετέρχονται πλάγια, αντικανονικά, ανορθόδοξα μέσα για να αναρριχηθούν στα ανώτερα και ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα ή και να διατηρηθούν σε αυτά με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα, με κάθε μέσο»!
Αλλά και ως διδάσκαλος ο Γρηγόριος υπήρξε απαράμιλλο πρότυπο. Ο Θεός τον προίκισε με ασυνήθιστα χαρίσματα ευφυΐας, ρητορικής δεινότητας, συγγραφικής ικανότητας, ποιητικής εκφράσεως. Είναι αποδεδειγμένο ότι υπήρξε ένας από τους κορυφαίους χειριστές του λόγου της ανθρώπινης ιστορίας. Χειρίζονταν με καταπληκτική ακρίβεια όλα τα είδη του λόγου. Γνώριζε και χειριζόταν με αριστοτεχνικό τρόπο την ομηρική γλώσσα, όσο ελάχιστοι άνδρες της ιστορίας, αναδείχτηκε ακόμα ανώτερος και από πολλούς εθνικούς ποιητές και συγγραφείς. Χειριζόταν άριστα την αρχαία κλασσική, την ελληνιστική κοινή και την γλώσσα της εποχής του. Κατείχε το χάρισμα να μεταδίδει με ακρίβεια τις σκέψεις του στους αποδέκτες του λόγου του. Στους λόγιους και ποιητές έγραφε και μιλούσε ως κάτοχος υψηλών νοημάτων και ποιητής. Στους φιλοσόφους ως φιλόσοφος. Στους θεολόγους και στο εκκλησίασμα ως βαθυστόχαστος θεολόγος. Στους αντιπάλους του ως μειλίχιος συνομιλητής. Στους ολιγογράμματους και αγράμματους με απλότητα, αλλά και πειστικότητα.
Όλα αυτά τα χαρίσματά του τα αφιέρωσε στην Εκκλησία, τα έκανε πολύτιμα εργαλεία για την άσκηση της πολύπλευρης ποιμαντικής και εκκλησιαστικής του διακονίας. Υπήρξε μεγάλος θεολόγος και δίκαια η Εκκλησία του προσέδωσε τον σπάνιο τίτλο του θεολόγου. Με αυτό το χάρισμα του λόγου ο θείος Γρηγόριος, με τους περίφημους θεολογικούς του λόγους στην Βασιλεύουσα, κατόρθωσε να κατατροπώσει τους αιρετικούς αρειανούς, οι οποίοι ειρήσθω κατείχαν αξιόλογη φιλοσοφική ικανότητα, έπεισε τους πιστούς να απομακρυνθούν από την φοβερή αίρεση και να ειρηνεύσει η Εκκλησία.
Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Το έργο του αγίου Γρηγορίου είναι τεράστιο και δεν μπορεί να περιοριστεί στα χρονικά περιθώρια μιας εισήγησης. Ο άγιος Γρηγόριος ανήκει στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας και ταυτόχρονα στις μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας. Θαυμασμό προξενεί στους ιστορικούς η ευγένεια και το ψυχικό του μεγαλείο. Η μόρφωσή του, η πνευματική του καλλιέργεια, η ρητορική του δεινότητα σε συνδυασμό με την βαθιά πίστη του στο Θεό τον ανέδειξαν ως έναν από τους κορυφαίους θεολόγους και συγγραφείς της Εκκλησία μας. Είναι ο θεολόγος του Θεού Λόγου, ο οποίος διατύπωσε με τον πλέον σαφή τρόπο την περί Θεού σώζουσα πίστη της Εκκλησίας μας, με την βαθυστόχαστη τριαδολογία και την περί της θεότητας του Θεού Λόγου δογματική του θεολογία. Χάρις σ’ αυτόν κατατροπώθηκε η φρικτή και επικίνδυνη αίρεση του Αρείου, η οποία απειλούσε τη σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας. Αλλά και ως ποιητής ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε απαράμιλλος. Ακόμα και ο πεζός λόγος του είναι ποίημα και γι’ αυτό κατοπινοί υμνογράφοι, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χρησιμοποίησαν αυτούσιους λόγους του στους ύμνους τους, όπως στους θεσπέσιους κανόνες των Χριστουγέννων και του Πάσχα!
Μαζί με τους άλλους Καππαδόκες Πατέρες, κατόρθωσε να συνενώσει το γνήσιο ελληνικό πνεύμα με την χριστιανική πίστη σε ένα καταπληκτικό σύνολο. Η σωζόμενη αλληλογραφία του με τον ανεδαφικό αποστάτη Ιουλιανό φανερώνει την
ποιοτική διαφορά των δύο ανδρών. Ο μεν Γρηγόριος εκφράζει το γνήσιο και πραγματικό ελληνικό πνεύμα της προόδου, του σεβασμού της ετερότητας και της αέναης αναζήτησης της αλήθειας, ο δε θρησκομανής αυτοκράτορας εκφράζει τον παλιό χρεωκοπημένο ειδωλολατρικό κόσμο του φανατισμού, των εμμονών, της δεισιδαιμονίας και της μισαλλοδοξίας, η οποία εκφράστηκε με σκληρούς διωγμούς εναντίων της Εκκλησίας! Χαρακτηριστική είναι η φράση του προς τον Ιουλιανό «το ελληνίζειν εστί πολυσήμαντον», ελληνισμός και μονισμός είναι δυο έννοιες απόλυτα ασυμβίβαστες, αποδεικνύοντας στον άλλοτε συμμαθητή και φίλο του, ότι η αλλοπρόσαλλη πολιτική του απέχει παρασάγγας από τον Ελληνισμό, τον οποίο νόμιζε ότι υπηρετούσε και η οποία τον όρισε ως διαχρονικό σύμβολο αιθεροβάμονα, ανεδαφικού και αποτυχημένου ηγεμόνα! Ο γνήσιος Ελληνισμός δεν είναι ένα στατικό μέγεθος, ένας δογματικός μονισμός, αλλά η διαρκής αναζήτηση του αληθούς και όχι η ταύτισή του με τον χρεωκοπημένο παγανισμό και η επιβολή του δια της βίας. Η ιστορία αποφάνθηκε: τον μεν ονειροπαρμένο παγανιστή αυτοκράτορα τον καταδίκασε εσαεί ως αποστάτη και αποτυχημένο, τον δε Γρηγόριο τον ανέδειξε ως ύψιστη πνευματική προσωπικότητα, τον οποίο σεμνύνονται οι αιώνες!
Ανακηρύχτηκε άγιος, πατέρας και οικουμενικός διδάσκαλος της Εκκλησίας μας. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του και στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες, το Μ. Βασίλειο και τον Ι. Χρυσόστομο, ομού ως προστάτες της Παιδείας, των γραμμάτων και του πολιτισμού.
Εν κατακλείδι, ο άγιος Γρηγόριος αποτελεί, πρέπει να αποτελεί, πρότυπο και για μας τους σύγχρονους ποιμένες και διδασκάλους. Ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, ότι επιτελούμε με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα την εκκλησιαστική μας διακονία, σε καιρούς όπου αυτή περνά πολύπλευρη και πολύμορφη κρίση.
Είθε, αυτός ο απαράμιλλος «ποιμενικός αυλός της θεολογίας», το γλυκόλαλο στόμα του Αγίου Πνεύματος, ο σοφός, ο έχων «νουν Χριστού», ο διαπρύσιος κήρυκας της μόνης σώζουσας εν Χριστώ αλήθειας, ο αληθινός ποιμένας και ο αξεπέραστος διδάσκαλος της Εκκλησίας, να είναι ο άοκνος αρωγός μας, στην προσωπική και συλλογική πορεία μας. Να είναι ο εμπνευστής μας και οδηγός μας στην δύστηνη εποχή που έλαχε να ζούμε, των κακόηχων πλανών, του πρωτοφανούς πνευματικού αποπροσανατολισμού και της κατάρρευσης των προαιώνιων και πανανθρώπινων ηθικών αξιών.
Εύχομαι καλή, ευλογημένη και δημιουργική νέα χρονιά σε όλους μας και κάθε επιτυχία στο σημαντικότατο πνευματικό, κοινωνικό και εθνικό έργο της «Εστίας Πατερικών Μελετών».
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε