Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έδωσαν μεγάλους αγώνες για να διασωθεί η σώζουσα ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας μας. Μόνο που αυτός ο αγώνας τους είχε μεγάλο κόστος για τους ίδιους. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Φλαβιανός αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος προέταξε την ορθόδοξη πίστη και ήρθε σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία.
Έζησε τον 5ο αιώνα και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος διακρίνονταν για την πίστη του, την ευσέβειά του και τις αρετές του. Τον Ιούλιο του 448 κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως άγιος Πρόκλος (434-448). Για τη θέση του προτάθηκε ο Φλαβιανός, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του σκευοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (408-450), τη στιγμή της χειροτονίας του, υποκινούμενος από κάποιον άθλιο κόλακα, τον ευνούχο Χρυσάφιο, ζήτησε από τον Φλαβιανό μια ποσότητα χρυσού, ως αντάλλαγμα για την επιλογή του στο θρόνο της Βασιλεύουσας. Ο ακέραιος Φλαβιανός, προκειμένου να ντροπιάσει τον άθλιο Χρυσάφιο και να τον εκθέσει στα μάτια του αυτοκράτορα, έδωσε εντολή να σταλούν στον Θεοδόσιο τα λειτουργικά σκεύη της Μεγάλης Εκκλησίας! Με τη συμβολική αυτή πράξη του ο Φλαβιανός ήθελε επίσης να στηλιτεύσει την μάστιγα της σιμωνίας, δηλαδή την κατάληψη υψηλών εκκλησιαστικών θέσεων, με εξαγορά!
Η ενέργεια αυτή εξόργισε τον ευνούχο Χρυσάφιο. Γι’ αυτό έβαλε ως σκοπό της ζωής του την εξόντωση του Φλαβιανού. Άρχισε με ψεύτικες διαδώσεις, να διαταράξει τις καλές σχέσεις του Φλαβιανού με την ευσεβή Πουλχερία (αγία της Εκκλησίας μας), αδελφή του Θεοδοσίου, η οποία ουσιαστικά κυβερνούσε το κράτος. Διέδωσε ότι δήθεν είχε πεισθεί από τον Φλαβιανό να αφήσει την εξουσία και να αναλάβει εκκλησιαστικό αξίωμα, να χειροτονηθεί από αυτόν διακόνισσα. Ο Φλαβιανός ζήτησε από την Πουλχερία να παραμείνει στη θέση της και να αποφεύγει να εκδηλώνεται υπέρ του, δημόσια.
Αφού απέτυχε με αυτή τη ραδιουργία του ο Χρυσάφιος να πλήξει τον Φλαβιανό, έφτασε πιο ακραία ενέργεια. Εκμεταλλευόμενος την εξουσία του στήριξε έναν επιφανή κληρικό της Βασιλεύουσας, τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, ο οποίος έπεσε στην αίρεση του μονοφυσιτισμού, μετά την καταδίκη του αιρετικού Νεστορίου, από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431). Θέλοντας να καταπολεμήσει τον νεστοριανισμό, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μία φύση, ανθρώπινη, έφτασε στο σημείο να αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού, και να διδάσκει ότι είχε μία φύση, τη θεία, η οποία είχε απορροφήσει την ανθρώπινη (μονοφυσιτισμός). Αδιαφορώντας ο ευνούχος Χρυσάφιος για την αλήθεια της Εκκλησίας και τις φοβερές συνέπειες που θα έφερνε σ’ αυτή, και ωθούμενος από φοβερό μίσος κατά του Φλαβιανού, άρχισε να παρέχει στήριξη στον αιρετικό κληρικό. Μάλιστα σκόπευε να του δώσει τη θέση του εκθρονισμένου πατριάρχη!
Τον Νοέμβριο του 448 είχε συγκληθεί Ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτή ο Επίσκοπος Δορυλαίου Ευσέβιος κατάγγειλε τον Ευτυχή ως αιρετικό. Κλήθηκε να απολογηθεί, αλλά αρνούνταν επανειλημμένα, με διάφορες δικαιολογίες. Τελικά παρουσιάστηκε και ομολόγησε τις κακοδοξίες του. Η Σύνοδος τον αφόρισε, ορίζοντας την πίστη της Εκκλησίας στις δύο φύσεις του Χριστού. Ο Φλαβιανός γνωστοποίησε με γράμμα του στον πάπα Ρώμης άγιο Λέοντα το συμβάν. Ο Ευτυχής έστειλε παραπλανητική επιστολή στον Λέοντα, μη μπορώντας να τον πείσει για τις δήθεν ορθόδοξες θέσεις του. Ο Λέων έστειλε δύο επιστολές στον Φλαβιανό, συμφωνώντας για την καταδίκη του Ευτυχή. Η δεύτερη επιστολή του είναι
γνωστή ως «Τόμος του Λέοντος» και αποτέλεσε την βάση των αποφάσεων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Ευτυχής και ο σύμμαχός του Χρυσάφιος, δεν κατέθεσαν τα όπλα. Απευθύνθηκαν στον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Διόσκουρο, έναν απαίσιο, ραδιούργο και φιλόδοξο άνδρα, καταγγέλλοντας τον Φλαβιανό ως νεστοριανιστή! Με την υποστήριξη δε της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, η οποία μισούσε την Πουλχερία και ήθελε την εκδίωξή της από τα ανάκτορα, και υποστηρίζοντας τον Ευτυχή, συγκάλεσε, τον Αύγουστο του 449, ψευδοσύνοδο στην Έφεσο, με σκοπό να καταδικάσουν τον Φλαβιανό. Μάλιστα ο Διόσκουρος υιοθέτησε τις κακοδοξίες του Ευτυχή, τις οποίες υποστήριξε, ως δήθεν ορθόδοξη διδασκαλία, με ένα πλήθος φανατικών Επισκόπων και μοναχών από την Αίγυπτο. Έφερε μαζί του έναν διαβόητο αιρετικό μοναχό, τον Βαρσουμά από την Συρία, με χίλιους μοναχούς για να ασκήσουν τρομοκρατία στους ορθοδόξους Επισκόπους. Έπιασαν τις πόρτες του κτηρίου και ήταν έτοιμοι να επέμβουν όταν έπαιρναν εντολή.
Με βία και φωνασκίες, κατόρθωσαν να παρουσιάσουν ως «ορθόδοξο» τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του ως «ορθόδοξη». Ο Ευτυχής αποκαταστάθηκε και ο Φλαβιανός και ο Ευσέβιος Δορυλαίου καταδικάστηκαν, ως δήθεν νεστοριανοί αιρετικοί! Όταν άρχισαν να διαμαρτύρονται και να παρακαλούν γονατιστοί να αποφευχθεί τέτοια κατάπτωση, ο Διόσκουρος άνοιξε τις πόρτες και εισέβαλλε ο ανθύπατος της Ασίας, με τη συνοδεία στρατιωτών και συρφετό φανατισμένων αιρετικών μοναχών, ναυτών και ανθρώπων του υποκόσμου, όρμισαν κατά του Φλαβιανού, ο οποίος έτρεξε να πιαστεί από την Αγία Τράπεζα και να σώσει τη ζωή του. Οι στρατιώτες τον έσυραν έξω και τον πίεζαν, μαζί με τους άλλους ορθοδόξους Επισκόπους να υπογράψουν τις αιρετικές αποφάσεις και την καθαίρεσή του. Κατόπιν τον παρέδωσαν στον Βαρσουμά και τους κακοποιούς μοναχούς και λαϊκούς ακολούθους του, οι οποίοι άρχισαν να τον βασανίζουν, χωρίς οίκτο. Τον έβρισαν, τον έδειραν και τον έριξαν στη γη κλωτσώντας τον, ώσπου έχασε τις αισθήσεις του.
Η κακοποίησή του ήταν τέτοια, ώστε προξένησε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία, του. Τρεις ημέρες μετά κοιμήθηκε, υποκύπτοντας στα τραύματά του, καθ’ οδόν προς την εξορία, στην πόλη Ύπιδα της Λυδίας.
Το 450, μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, όταν ανέλαβε η Πουλχερία, την αντιβασιλεία, μετέφερε το λείψανο του αγίου Φλαβιανού στην Κωνσταντινούπολη και το ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Συγκάλεσε δε την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451), η οποία καταδίκασε τον Διόσκουρο και Ευτυχή, κήρυξε «ληστρική» την Σύνοδο της Εφέσου και κατέταξε τον Φλαβιανό στους αγίους και ομολογητές της πίστεως. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Φεβρουαρίου.