Τα πάθη είναι αμαρτωλές συνήθειες της ψυχής, που έγιναν σαν φυσικές ιδιότητές της από τη μακροχρόνια και συχνή διάπραξη της αμαρτίας.
Τέτοιες είναι η γαστριμαργία, η μέθη, η πορνεία, η απρόσεκτη ζωή, που συνδέεται με τη λήθη του Θεού, η μνησικακία, η σκληρότητα, η φιλαργυρία, η λύπη, η ακηδία, η οκνηρία, η υποκρισία, το ψεύδος, η κλοπή, η οργή, η κενοδοξία, η υπερηφάνεια και άλλα.
Καθένα από τα πάθη, όταν εγκατασταθεί στην ψυχή του ανθρώπου, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα του και ρυθμίζοντας τη διαγωγή του, τον κάνει ανίκανο για πνευματική τέρψη στη γη και στον ουρανό. «Μην έχετε αυταπάτες», λέει ο απόστολος Παύλος· «στη βασιλεία του Θεού δεν θα έχουν θέση ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτρες ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ούτε αρσενοκοίτες ούτε πλεονέκτες ούτε κλέφτες ούτε μέθυσοι ούτε υβριστές ούτε άρπαγες» (Α’ Κορ. 6:9-10). «Είναι ολοφάνερο ποια είναι τα αμαρτωλά έργα: είναι η μοιχεία, η πορνεία, η ηθική ακαθαρσία, η αισχρότητα, η ειδωλολατρία, η μαγεία, οι έχθρες, οι φιλονικίες, οι ζήλιες, οι θυμοί, οι διαπληκτισμοί, οι διχόνοιες, τα σχίσματα, οι φθόνοι, οι φόνοι, οι μέθες, οι ασωτίες και τα παρόμοια. Σας προειδοποιώ, όπως σας προειδοποίησα και άλλοτε: όσοι κάνουν τέτοια πράγματα, δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού… Όσοι είναι του Χριστού, έχουν σταυρώσει τον αμαρτωλό εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες του» (Γαλ. 5:19-21, 24).
Το πάθος απαιτεί επιμελημένη θεραπεία με τη μετάνοια και με την αντικατάστασή του, στον κατάλληλο καιρό, από την αντίθετή του αρετή. Το πάθος δεν εκδηλώνεται πάντοτε με ενέργειες και πράξεις. Μπορεί να ζει μυστικά στην καρδιά του ανθρώπου, εξουσιάζοντάς τον με τις αισθήσεις και τους λογισμούς. Η ύπαρξη του πάθους διαπιστώνεται, όταν ο άνθρωπος φαντάζεται την αμαρτία και ικανοποιείται με τις φαντασιώσεις της. Διαπιστώνεται πολύ περισσότερο, όταν, αιχμαλωτισμένος ο άνθρωπος από τις αμαρτωλές φαντασιώσεις, παρασύρεται χωρίς αντίσταση από τις κακές σκέψεις και παραστάσεις, που με την άτοπη ηδονή καταβροχθίζουν όλη του τη σύνεση και όλη του τη δύναμη.
Ο εμπαθής άνθρωπος, και όταν δεν διαπράττει την αμαρτία με το σώμα, τη διαπράττει με τον νού και την καρδιά. Τότε, μέσω της φαντασίας και των αμαρτωλών αισθημάτων, παραμένει σε κοινωνία με τα πονηρά πνεύματα, διατηρεί την υποταγή του σ’ αυτά και, επομένως, γίνεται αίτιος της αιώνιας καταστροφής του.
Τότε μόνο αποκτά ο άνθρωπος την ελπίδα της σωτηρίας, όταν θα δεί τον εαυτό του να νικά σε κάθε μάχη του αοράτου πολέμου. Αυτή τη σκέψη εκφράζοντας ο άγιος προφήτης Δαβίδ, όταν προσευχόταν, έλεγε στον Θεό: «Έτσι θα πειστώ ότι με θέλεις: Όταν ο εχθρός μου δεν θα χαρεί για μένα» (Ψαλμ. 40:12).
Και ζητώντας από τον Κύριο αυτή τη μακάρια κατάσταση, έλεγε: «Από τα κρυφά μου (πάθη) καθάρισέ με και από καθετί ξένο προφύλαξέ με, τον δούλο Σου. Αν αυτά δεν με κυριέψουν, τότε θα είμαι άμεμπτος και θα διατηρηθώ καθαρός από κάθε μεγάλη αμαρτία» (Ψαλμ. 18:13-14). «Ξαναδώσε μου τη χαρά της σωτηρίας, που προέρχεται από Σένα, και στήριξέ με (στον νόμο Σου) με ισχυρή θέληση» (Ψαλμ. 50:14). «Τότε θα δέχεσαι με ευχαρίστηση τα (προσευχητικά) λόγια του στόματός μου, και οι (ευλαβικές) σκέψεις της καρδιάς μου θα βρίσκονται παντοτινά μπροστά Σου, Κύριε, βοηθέ μου και Λυτρωτή μου!» (Ψαλμ. 18:15).
Ο προφήτης αποκαλεί «ξένο» κάθε πάθος, επειδή αυτό δημιουργείται με την αποδοχή και την οικείωση από την ψυχή των δαιμονικών λογισμών, λογισμών ξένων προς τον Θεό και τον πλασμένο σύμφωνα με την εικόνα Του άνθρωπο. Απ’ αυτούς τους λογισμούς η ψυχή ταλαιπωρείται και υποφέρει, καθώς τη φέρνουν σε κατάσταση αφύσικη.
Η αγνότητα, που είναι άξια του παραδείσου, εμφανίζεται μετά την εξαφάνιση των παθών από την καρδιά. Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει πλήρως τον άνθρωπο από τα πάθη και να του ξαναδώσει την εξουσία πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, εξουσία που του την έχει αρπάξει ο διάβολος. Ο απαθής άνθρωπος φτάνει στην καθαρή αγάπη κι έχει τον νού του διαρκώς στον Θεό.
Η ψυχή που δέχτηκε την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, μετά τη νίκη της επί των αμαρτωλών λογισμών και φαντασιών, αρχίζει να αισθάνεται την άφατη χαρά της σωτηρίας. Αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την ανθρώπινη χαρά, που γεννιέται από την κενοδοξία και είναι γεμάτη από αυταρέσκεια, όταν ο άνθρωπος απατάται είτε από τον ίδιο του τον εαυτό είτε από τους άλλους είτε από επίγειες επιτυχίες.
Η πνευματική χαρά, που προαναγγέλλει τη σωτηρία, είναι γεμάτη από ταπείνωση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, συνοδεύεται από πολλά δάκρυα κατανύξεως, παρακινεί σε αδιάλειπτη προσευχή, εμπνέει την αυτομεμψία, ξεχειλίζει από τη δοξολόγηση του Κυρίου, σημαδεύεται από τη νέκρωση ως προς τον κόσμο. Πρόκειται για την πρόγευση της αιώνιας ζωής. Πρόκειται για τη ζωντανή γνώση του Θεού. Πρόκειται για «φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας μέσα στις σκηνές των δικαίων: “Το δεξί χέρι του Κυρίου νίκησε! Το δεξί χέρι του Κυρίου με ανέβασε ψηλά! Το δεξί χέρι του Κυρίου νίκησε!”. Δεν θα πεθάνω, αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος. Με παίδεψε πολύ ο Κύριος, αλλά δεν με παρέδωσε στον θάνατο. Ανοίξτε μου τις πύλες της δικαιοσύνης, να μπω και να δοξολογήσω τον Κύριο! Αυτή είναι του Κυρίου η πύλη· μόνο οι δίκαιοι μπορούν να τη διαβούν. Θα Σε δοξολογήσω, Κύριε, γιατί άκουσες την προσευχή μου και μ’ έσωσες» (Ψαλμ. 117:15-21).
Οι πύλες του Κυρίου είναι η ευλογημένη ταπείνωση. Ο νούς, όταν ανοίγονται μπροστά του οι πύλες της θείας δικαιοσύνης, παύει να κατακρίνει τον πλησίον, παύει να μνησικακεί, παύει να ενοχοποιεί τους άλλους και τις περιστάσεις, παύει να δικαιολογεί τον εαυτό του. Αναγνωρίζει σ’ όλα, όσα γίνονται, την ασύλληπτη δικαιοσύνη του Θεού, απορρίπτοντας τη δική του δικαιοσύνη σαν βδέλυγμα. Απ’ αυτές τις πύλες, ομολογώντας τις αναρίθμητες θείες ευεργεσίες και τις αναρίθμητες αμαρτίες του, από τις οποίες έχει καθαριστεί με τα κατανυκτικά δάκρυα της μετάνοιας, μπαίνει ο άνθρωπος, προκειμένου να συναντήσει τον Θεό με την καθαρή προσευχή και την πνευματική θεωρία.