Ο Προφήτης Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο γύρω στο 1569 π.Χ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σκοτώνουν τα νεογέννητα αγόρια των Ισραηλιτών, η μητέρα του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου, εγκαταλείποντάς τον στην πρόνοια του Θεού. Τον βρήκε όμως η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν, η οποία τον υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας, και έμαθε όλη τη σοφία και τη γνώση των Αιγυπτίων, χωρίς να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το εβραϊκό έθνος.
Όταν ο Μωυσής ήταν σαράντα χρονών, σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη. Για να σωθεί, κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε τη Σεπφώρα και απέκτησε δύο γιους.
Ο Θεός τού φανερώθηκε υπό μορφήν πυρός, το οποίο έβγαινε μέσα από μία βάτο, που φλεγόταν, αλλά δεν καιγόταν. Με τη θεοφάνεια αυτή, η οποία προεικόνιζε το Μέγα Μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Χριστού, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθερώσει το λαό του από τη δουλεία. Επειδή όμως ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο αυτό, ο Θεός του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών.
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την απελευθέρωση και έξοδό τους από την Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τότε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη. Ο θεόπτης Μωυσής μιλούσε στο Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς το φίλο του. Κατά την αποκάλυψη της δόξης του, ο Κύριος τού παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, ο Μωυσής διδάχθηκε από το Θεό ό,τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός τη θεογνωσία.
Κατά τη μακροχρόνια περιπλάνηση των Ισραηλιτών έξω από τη γη Χαναάν, ο Μωυσής, με θαυμαστή πραότητα και σύνεση, αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στο τέλος, έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή (του οποίου τη μνήμη εορτάσαμε την 1η Σεπτεμβρίου) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε ανεβεί για να του δείξει ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Όπως επισημαίνει ο Συναξαριστής: «Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ούδ᾿ ὀπισθίων μέρει, Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις». Αυτή είναι η καταξίωση των Αγίων.