Του Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμων
Tήν περασμένη Κυριακή ἡ Ἐκκλησία μας ἑόρτασε πάντας τούς Ἁγίους της. Ἑόρτασε τά ἀνά τούς αἰῶνες πιστά καί εὐσεβῆ τέκνα της, τά ὁποῖα ἔζησαν τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ἔλαβαν τόν στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι οἱ καρποί τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, τό ὁποῖο, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς πού κατῆλθε, παραμένει στήν Ἐκκλησία καί ἁγιάζει τούς πιστούς, γι᾽ αὐτό καί ἑορτάζονται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς.
Γιά νά μήν θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ὁ κύκλος τῶν Ἁγίων ἔχει κλείσει καί ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι μόνο ἱερές μορφές τοῦ παρελθόντος καί τῆς ἱστορίας, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἐπαναφέρει σήμερα στήν ἀρχή τῆς δημόσιας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός κάλεσε, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τούς πρώτους μαθητές του κοντά του.
Τό σημαντικό ὅμως γιά μᾶς στό εὐαγγελικό αὐτό ἀνάγνωσμα δέν εἶναι πῶς ὁ Χριστός καλεῖ τούς μαθητές του, ποιούς ἐπιλέγει νά καλέσει καί γιά ποιόν λόγο, ἀλλά εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή τους στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ ἀνταπόκριση αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ συνδέσμου τους μέ τόν Χριστό, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πορείας τους κοντά του.
Ὁ Χριστός ἦταν σχεδόν ἄγνωστος στούς πρώτους μαθητές του. Μόνο κάποιοι ἀπό αὐτούς, πού εἶχαν μαθητεύσει κοντά στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, εἶχαν ἀκούσει γι᾽αὐτόν, ἀλλά αὐτό δέν τούς ἐμπόδισε, ὅταν ὁ Χριστός τούς πλησίασε καί τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν, νά ἐγκαταλείψουν τά πάντα καί νά πορευθοῦν ὀπίσω του.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο ἡ ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά τόν ἀκολουθήσουν, ἐγκαταλείποντας πρόσωπα καί πράγματα ἀγαπητά, ἀπό τά ὁποῖα χιλιάδες ἄλλοι πολύ δύσκολα θά ἀποδεσμευόταν. Εἶναι καί ἡ ἀμεσότητα τῆς ἀνταποκρίσεως. Εἶναι αὐτό τό «εὐθέως», πού ἐπαναλαμβάνει δύο φορές ὁ ἱερός εὐαγγελιστής. Δέν σκέφτηκαν τήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ. Δέν ρώτησαν ποιός ἦταν, ποῦ θά πήγαιναν, τί θά ἔκαναν, πόσο καιρό θά διαρκοῦσε ἡ συμπόρευση μαζί του. Δέν ὑπολόγισαν τό κέρδος ἤ τή ζημία. Δέν μέτρησαν τίς συνέπειες πού θά εἶχε. Δέν τό συζήτησαν οὔτε κἄν μέ αὐτούς πού ἐγκατέλειπαν, μέ τήν οἰκογένειά τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἑτοιμότητά τους. Τόσο πολύ τούς εἶχε ἑλκύσει ἡ μορφή του, ὥστε δέν δίστασαν οὔτε γιά μιά στιγμή, ἀλλά «εὐθέως ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ», ἀποδεικνύοντας μέ τήν ἀπόφασή τους ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος τῆς ζωῆς τους, ὁ πιό πολύτιμος θησαυρός τους, τό πιό ἀγαπημένο τους πρόσωπο, αὐτός κοντά στόν ὁποῖο θά εὕρισκαν τά πάντα καί δέν θά τούς ἔλειπε τίποτε.
«Εὐθέως ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Αὐτή ἡ ἑτοιμότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μήνυμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος καί γιά μᾶς, ἀδελφοί μου. Γιατί αὐτή εἶναι πού μᾶς χρειάζεται στήν πνευματική μας ζωή. Αὐτή εἶναι πού περιμένει καί θέλει ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι γιά μᾶς ἕνας ἄγνωστος, ὅπως ἦταν γιά τούς μαθητές του, ὅταν τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἐμεῖς ξέρουμε ποιός εἶναι καί ποῦ θά μᾶς ὁδηγήσει, ἐάν τόν ἀκολουθήσουμε. Γι᾽αὐτό καί δέν ἔχουμε καμία δικαιολογία νά καθυστεροῦμε, ἀλλά θά πρέπει εὐθέως καί ἐμεῖς νά ἀνταποκρινόμεθα στήν κλήση του.
Καί ὡς κλήση τοῦ Χριστοῦ δέν λογίζεται μόνο ἡ πρόσκλησή του νά πιστεύσουμε καί νά γίνουμε μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέλη τῆς Ἐκκλησίας του· εἶναι ἡ καθημερινή κλήση του νά ἐφαρμόζουμε τό θέλημά του στή ζωή μας· νά τό ἐφαρμόζουμε στά μικρά καί τά ἁπλά γεγονότα καί ἐπιλογές τῆς ζωῆς· νά τό ἐφαρμόζουμε ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς πειρασμούς της καί ἀποφεύγοντας τίς παγίδες τοῦ πειρασμοῦ στίς ὁποῖες ἐκτιθέμεθα, ὅταν καθυστεροῦμε· νά τό ἐφαρμόζουμε χωρίς δεύτερες σκέψεις καί ὑπολογισμούς· νά τό ἐφαρμόζουμε «εὐθέως» καί ἐμεῖς, ὅπως οἱ μαθητές του, γιά νά εἴμαστε ὄχι μόνο στό ὄνομα μαθητές του ἀλλά πραγματικοί καί γνήσιοι μαθητές του, καί νά ἔχουμε τή χάρη του καί τήν εὐλογία του στή ζωή μας.