"Δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση ἤ τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τήν τέλεια ἐλευθερία του, ἄν πρῶτα δέν μιλοῦμε γιά τόν θάνατο του", αναφέρει μεταξύ άλλων στο Πασχαλινό μήνυμά του ο Μητροπολίτης Πειραιώς, Φαλήρου, Δραπετσώνας και Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Σεραφείμ.
Ακολουθεί ολόκληρο το μήνυμα:
Ἀδελφοί, Συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Ὅλα ὁδηγοῦνται καί ὅλα ὁδηγοῦν πρός ἕνα ἔσχατο τέλος, πρός τήν ὁριστική τελείωση. Εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δυνάμει τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς νίκης πάνω στόν θάνατο, τό κορυφαῖο γεγονός τῆς πίστεως καί συνεπῶς ἡ κορυφαία βαθμίδα τῆς κλίμακας τῆς ἀνόδου μας πρός τό Ἅγιο Πάσχα, κορυφαία Ὠδή Ἀναβαθμῶν ἑνός θαύματος, πού βιώνεται ὡς «ἑορτή ἑορτῶν καί πανήγυρις πανηγύρεων». Ὁ Χριστιανός, αὐτός πού βαπτίστηκε στό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δέν θέτει κάποιους μεγάλους ἤ μικρούς σκοπούς, δέν βάζει κάποιους μακροχρόνιους ἤ μικροχρόνιους στόχους γιά τή ζωή του. Κανείς ἐγκόσμιος σκοπός ἤ στόχος δέν ἔχει μέσα του τό τέλος. Τό πλήρωμα, ἀπό τό ὁποῖο καί πρός τό ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Ὃ,τι στό παρόν ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πάντοτε σχετικό, μή δυνάμενο νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα περί τῆς ὁριστικῆς ἐλευθερίας, τῆς διαρκοῦς ὁδεύσεως του πρός τήν αἰώνια ζωή, τήν πατρίδα τῆς ὁριστικῆς ἐλευθερίας.
Εἶναι βασανιστικό γιά τόν ἄνθρωπο, νά ἐγκλείεται στούς κύκλους τῶν μικροτελειοτήτων του, ἤ νά καταπνίγεται στίς ἀτέλειες ἑνός βίου, στερουμένου τῶν μελλουσῶν ἐλπίδων. Εἶναι ἄθλιος καί ποταπός, ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά ἐξαντλήσει τό ἀνθρώπινο μυστήριο στίς προοπτικές τῆς παρούσης ζωῆς. Μόνο ὅποιος προσδοκᾶ ἐν γνώσει τήν Ἀνάσταση ὡς ὁριστική τελείωση, ὡς ὁλοκλήρωση τῶν πάντων, γνωρίζει τόν πραγματικό σκοπό, τό τέλος τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι κατά κάποιο τρόπο μιά ἐπίδειξη τῆς θείας Παντοδυναμίας καθ’ ἑαυτήν, πού καθηλώνει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ δυναμικός πυρήνας τῆς ἀναστάσεως τῶν πάντων, τό χάρισμα «μιᾶς δυνάμεως ζωῆς ἀκαταλύτου» (Ἑβρ. 7, 16), στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ βέβαιη προσδοκία καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
Ἄν δέν κατέχουμε τήν ἀπόλυτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός ζεῖ καί ἐμεῖς θά ζήσουμε, ἤ ὅτι «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο», τότε τό «χριστιανικό» Εὐαγγέλιο, τό ἐσχατολογικό πλήρωμα, μεταβάλλεται σέ ὑπόσχεση μιᾶς καλύτερης ἐγκοσμιοκρατικῆς, θνητῆς ζωῆς καί τό κορυφαῖο «χριστιανικό» γεγονός, ἡ Ἀνάσταση, ὡς ἡ καινή, ἡ ἀθάνατη ζωή, ἐκφυλίζεται σέ μεταφυσικό ἄνοιγμα ἤ παγανιστικό σύμβολο.
Ἡ Ἀνάσταση, ὅπως καί ὁ Σταυρός, δέν εἶναι ἰδεολογικά ἤ φιλοσοφικά ζητήματα, ἀλλά ἀποκαλύψεις τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ πρός τούς πάντες καί τά πάντα. Τό Πάσχα δέν εἶναι μόνο ἡ ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπίσης ἡ μαρτυρία καί ἡ ἐγγύηση, ὁ τύπος τῆς δικῆς μας παγκόσμιας ἀναστάσεως ἐν Χριστῷ, ἡ γιορτή τῆς δικῆς μας συμμετοχῆς στό Πάσχα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, τόν καθένα ἀπό μᾶς, τό Βάπτισμα μᾶς ἔχει μυήσει στό προσωπικό μας Μέγα Σάββατο: «ἀπεθάνετε καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ»(Κολ. 3,3), ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί παραμένει μαζί μας γιά πάντα, καί συνεπῶς τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη Του, ὅπως τή ζοῦμε στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό ἀπολύτως καθαρό καί φωτεινό μυστήριο, πού συνυφαίνεται μέ τήν ὁριστική σωτηρία τῆς δημιουργίας. Εἶναι συνεπῶς θεμελιῶδες γιά τήν πίστη καί τή σωτηρία τῆς δημιουργίας. Εἶναι συνεπῶς θεμελιῶδες γιά τήν πίστη καί τή σωτηρία μας νά μή θεωροῦμε τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὡς ἕνα μετέωρο ἤ αἰωρούμενο φαινόμενο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ἀλλά νά τή βιώνουμε καί νά τήν ἑορτάζουμε ὡς νίκη τῆς ἀγάπης ἐπί τοῦ θανάτου, ὡς χαρά πού ἦλθε στόν κόσμο διά τοῦ Σταυροῦ, τῆς καταδίκης τῆς καταδίκης μας, τοῦ δώρου τῆς συγγνώμης καί τῆς ἐλευθερίας, τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Ὁ Σταυρός σχίζει τήν ἱστορία, ὡς ποτέ ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως τή θάλασσα, στά δύο· σέ ἱστορία πρό τοῦ Σταυροῦ καί σέ ἱστορία μετά τόν Σταυρό.
Αὐτό, πού γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει τίς ρίζες του στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παρά μόνο διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καί δέν ὑπάρχει Σταυρός τοῦ Χριστοῦ παρά μόνο διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν Ἀνάσταση, ὁ Σταυρός εἶναι μάταιη ὀδύνη (ἐπιβεβαίωση τοῦ θανάτου) ἤ ἁπλή πολιτική, καί χωρίς τόν Σταυρό ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνας δοκητισμός ἤ ρομαντισμός. Ἡ ὁδός τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας δέν τελευτᾶ τή Μεγάλη Παρασκευή, σέ κάποιο μυστικισμό τοῦ πάθους, ἀλλά κορυφώνεται τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, στό φῶς τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως. Τό Μέγα Πάσχα εἶναι τό μέγα θαῦμα, πού πληρώνει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνοντας κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Χωρίς τήν κατάργηση τοῦ θανάτου ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, χωρίς δηλαδή τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός θά παρέμενε ἕνας κοινός ἐπαναστάτης, ἕνας ἥρωας ξεπερασμένος καί ἀπογοητευτικός, πού ἀγωνίστηκε διά τῶν θαυμαστῶν του, νά ἀλλάξει κάποιες κοινωνικές δομές, ἐνῶ ὁ θάνατος θά παρέμενε ἀνέγγιχτος καί ὁ Ἅδης ἀσύλητος. Στή Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως καί σέ κάθε Λειτουργία, ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως, ὑμνοῦμε τόν Σταυρό ὅταν δοξάζουμε τήν Ἀνάσταση, καί δοξάζουμε τήν Ἀνάσταση ὅταν ὑμνοῦμε τόν Σταυρό.
Κατ’ ἀνάλογο τρόπο, δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση ἤ τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τήν τέλεια ἐλευθερία του, ἄν πρῶτα δέν μιλοῦμε γιά τόν θάνατο του, τήν τέλεια δουλεία του. Καί αὐτά βέβαια μέσα στήν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως, τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Χριστό καί τῆς ζωῆς μας κατά Χριστόν στό ἐκκλησιαστικό σῶμα Του. Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως δέν εἶναι γεγονότα ἑνός ἀναμενομένου ἱστορικοῦ τέλους, ἀλλά γεγονότα ἐσχατολογικά, συντελούμενα ἐντός τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος, γεγονότα δηλαδή κατακλυζόμενα ἀπό τήν τελειότητα καί πληρότητα τῶν Ἐσχάτων. Πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν σ’ αὐτή τή ζωή δέν ξέρει τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση, νά περιμένει νά τήν ἀνακαλύψει καί νά τήν ἀπολαύσει μετά τόν θάνατό του; Εἶναι σημαντικό ὅτι ἡ ἀπιστία ταυτίζεται μέ τήν ἄγνοια τῆς Ἀναστάσεως, καί ἡ μόνη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀναισθησία ἐνώπιον τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα ἀπόκοσμο ἤ ἄσαρκο γεγονός, ἀλλά ἡ δυναμική ζωή τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως, ἡ πηγή ἀπό τοῦδε καί τῆς δικῆς μας Ἀναστάσεως.
Τά πάντα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀναστάσιμα, πασχάλια, κλήσεις διαβάσεων καί ὑπερβάσεων, γιά νά προαισθανθοῦμε καί νά προεορτάσουμε τό τέλος ἐκεῖνο, μετά τό τέλος τοῦ θανάτου, ὅπου ὅταν φτάσει ὁ ἄνθρωπος, θά εἶναι ὄντως ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς θά ἔχει νικηθεῖ ἡ παραμόρφωση καί ἡ ἀσχήμια τοῦ θανάτου, θά ἔχει τελειωθεῖ ἡ ἀνάκτιση καί ἀνακαίνιση τῆς δημιουργίας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Ἀνάσταση μᾶς ὑπενθυμίζει τήν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, τόν θρίαμβο τοῦ φωτός πάνω στό σκότος (Γεν. 1, 3-5), ὅταν ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀστραπή τῆς ζωῆς στή νύκτα τοῦ θανάτου, εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ θανάτου καί ἡ καθαίρεση τοῦ Ἅδη, καί ἀπαρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, αἰώνιας καί ἀκατάλυτης· ὅταν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἐνσαρκώνεται «ἡ ζωή καί ἡ ζωή εἶναι τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωαν. 1, 4. 5 .9), θαυματουργεῖ ἡ ἀγἀπη καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ παράδεισος τῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τῆς χαρᾶς καί τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς. Καί εἶναι αὐτό τό ἀληθινό φῶς καί ἡ ἀθάνατη ζωή καί ἡ ἀκατάλυτη ἀγάπη καί ἡ ἀνεξάντλητη χαρά, τά μεγάλα δῶρα τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, πού ἑορτάζεται καί πανηγυρίζεται ὡς ἡ πρώτη ἀλλά καί ἡ ἔσχατη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, ὡς ἡ εἴσοδος τοῦ μόνου καινοῦ στήν Ἱστορία, ὥστε ἡ Ἀνάσταση νά ὀνομάζεται καί ὀγδόη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, πού σημαίνεται μέ τήν Κυριακή, ἡμέρα, ἐπέκεινα τοῦ χρόνου, ἐγκαινισμός τῆς αἰωνίου βασιλείας.
Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Μέ θερμές Πατρικές εὐχές
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ