Καὶ πάνω στὸ Σταυρὸ ἔρρευσε τὸ ἅγιο αἷμα Του, τὸ ὁποῖο ἔγινε τὸ «καινὸν πόμα», τὸ καινούριο πιοτό, στὸ ὁποῖο θὰ μᾶς καλέσει ὁ θεσπέσιος ἱερὸς Δαμασκηνὸς τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον», (ὄχι μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Μωϋσῆς στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, σ’ ἕνα ἄγονο βράχο, κι ἔδωσε νερὸ σύνηθες, φυσικὸ νερὸ νὰ πιοῦνε, ἀλλὰ εἶναι ἄλλου εἴδους πόμα αὐτό, εἶναι τὸ ποτὸ τῆς Ζωῆς, τὸ ὁποῖο ἔρρευσε ἀπὸ τὴν ἄχραντο πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἀπὸ τότε ἡ Εὐχαριστία συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, κάνουμε τὴν Λειτουργία. Καὶ ὅπως μαζεύτηκε τὸ σιτάρι σπυρὶ - σπυρὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ χωραφιοῦ καὶ ἀλέστηκε κι ἔγινε τὸ ψωμί, ἔτσι μαζευόμαστε καὶ μεῖς ἕνας - ἕνας ἀπὸ κάθε γωνιά, γύρω ἀπὸ τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας, καὶ ἀντιγράφοντας τὴν πρακτική τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἐντολή Του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (αὐτὸ νὰ κάνετε γιὰ νὰ μὲ θυμάστε), «καὶ ὅσες φορὲς θὰ τρῶτε αὐτὸν τὸν ἄρτο καὶ θὰ πίνετε αὐτὸ τὸ κρασί, θὰ καταγγέλλετε καὶ θὰ μαρτυρεῖτε τὴν Ἀνάστασή μου, τὴν ἀλήθεια τῆς Θεότητάς μου», κι ἐμεῖς συναζόμαστε καὶ κάνουμε τὴ Λειτουργία, καὶ ἔτσι συνιστοῦμε τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ εἴμαστε ὅλοι καλεσμένοι νὰ μετάσχουμε αὐτῆς τῆς ἀθανάτου τραπέζης, ἀλλὰ ὑπὸ προϋποθέσεις. Ὄχι ἀπαράσκευοι, ὄχι ἀκάθαρτοι, ὄχι ἀμετανόητοι ὅπως ὁ Ἰούδας. Λέει ἕνα πικρὸ λόγο, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀληθινό, ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀνάμεσά σας, λέει, ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ ἄρρωστοι καὶ πεθαίνει πολὺς κόσμος. Καὶ αὐτό, γιατί κοινωνεῖτε ἀναξίως», «ἐσθίετε καὶ πίνετε ἀναξίως». Εἶναι πῦρ καταναλίσκον ἡ θεία Κοινωνία. Καὶ ἢ θὰ καταναλώσει τὶς ἁμαρτίες μας, ἐὰν προσερχόμαστε ἐν μετάνοια καὶ τακτοποιημένοι, ἢ θὰ καταναλώσει καὶ θὰ ἀφανίσει ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Χρειάζονται λοιπὸν προϋποθέσεις, καὶ ὄχι νὰ τὴν περνᾶ κανεὶς ὅτι εἶναι ὁ πρωινὸς καφὲς ποὺ πρέπει νὰ πᾶμε νὰ τὸν πιοῦμε, ἐπειδὴ ἔτσι συνηθίζουμε καὶ ἔτσι λέει τὸ πρωτόκολλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἢ τὸ ἔθιμο τῆς ἡμέρας καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς.
Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν ἄξιο δὲν τὸν κάνει ἡ ἥμερα, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιος, ὁποιαδήποτε ἡμέρα ἔχει ἑορτή, ἔχει Πάσχα, ἔχει Χριστούγεννα». Ἐπειδὴ εἶναι ἕτοιμος καὶ κοινωνεῖ ἀξίως. Ὅσον ἄφορα τὴν προσευχή, τί νὰ πῶ ἐγὼ σὲ σᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶσθε οἱ βιοῦντες τὸ μέγα μυστήριο τῆς προσευχῆς; Εἶσθε οἱ καλλιεργητὲς τῆς νοερᾶς καὶ μονολογίστου προσευχῆς. Εἶσθε ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζεσθε νὰ τηρεῖτε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μόνο γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς προσκυνητὲς νὰ πῶ, ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ὑπόδειγμα προσευχῆς, καὶ μάλιστα μὲ αὐτὴ τὴν προσευχὴ τὴν ἐναγώνιο κατὰ τὴν ἀνθρωπινή Του φύση.
Ἡ ἀγωνία ἦταν στὴν ἀνθρωπινὴ φύση Του, γιὰ νὰ μὴν περάσει κανενὸς ἡ ἰδέα, ὅπως ἀργότερα στοὺς μονοφυσίτες, ὅτι ἦταν «κατὰ δόκησιν ἄνθρωπος» καὶ ὄχι τέλειος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ φάνηκε ἡ ἀγωνία κι ἔσταξε ὁ ἵδρωτας ὡς θρόμβοι αἵματος ἀπὸ τὸ μέτωπό Του. Ἦταν ἡ ἀνθρωπινὴ φύση, ἡ ὁποία βεβαίωνε τὴν ἀλήθεια της ἐκείνη τὴ στιγμή, καὶ ὄχι βεβαίως ἡ θεία φύση, ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε καμία ἀγωνία, διότι εἶναι ἀπαθὴς ὁ Θεός, καὶ οὐδέποτε εἶχε καμία ἐπιφύλαξη στὸ νὰ πιεῖ τὸ ποτήριο τὸ ὁποῖο ἔδωσε ὁ Πατέρας, τὸ νὰ δεχθεῖ δηλαδὴ τὸ Σταυρό, τὸ Πάθος, τὸ Θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν Του, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ὑπόδειγμα προσευχῆς.