Ο Άγιος Πορφύριος μετέδιδε τη δική του εσωτερική συγκλονιστική συγκίνηση στις ψυχές όλων! Το ζούσαμε κάθε Μεγάλη Εβδομάδα!».
Κάθε φορά που διάβαζε το Ευαγγέλιο ή κάτι άλλο για τον Χριστό, συγκινιόταν. Είχε «προσήλωση»! Έβλεπε την ιστορία, έβλεπε τον Χριστό που περνούσε και Τον υποδέχονταν όλοι με λαχτάρα. Έβλεπε την εικόνα του Χριστού και του κοβότανε η φωνή μέσα στην εκκλησία, χωρίς να το θέλει, όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Γεώργιος Ν. Φουκαδάκης, Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Η ζωή του και το έργο του"
Μεγάλη Δευτέρα
«Μια Μεγάλη Δευτέρα βράδυ, στο εκκλησάκι της Πολυκλινικής Αθηνών, άκουσα μια ωραία φωνή από κάτω, γιατί τον πρώτο καιρό εμείς ψέλναμε από τον γυναικωνίτη. Ήταν ο μακαριστός Νίκος ο Σέρβος, με εξήντα έξι χρόνια στο αναλόγιο.
Τον κάλεσα στο ψαλτήρι και του παραχώρησα τη θέση μου, αν και στην αρχή δεν το ήθελε. Όταν έψαλε: ¨Τοῦ κρύψαντος (το έλεγε σαν να άνοιγε έναν λάκκο και έκρυβε στη γη το τάλαντο) τόν τάλαντον (σαν να το άφηνε κάτω και να έτρεχε όπως το άλογο να φύγει!)¨. Ο Γέροντας Πορφύριος βγήκε και αυτή τη φορά συγκινημένος στην ωραία πύλη και μας κοίταζε κατάματα! Μόλις τέλειωσε η ακολουθία, είπε: ¨Άκου, παιδί μου, Φωτεινέ. Όταν λες τα λόγια της Μεγάλης Εβδομάδας και όλα τα λόγια της Εκκλησίας και δε νιώθεις τη συγκίνηση που ένιωσες όταν το πρωτοάκουσες και το είπες, θα πεις: Φωτεινέ δεν είναι η μέρα σου σήμερα! Και θα φωνάξεις έναν από κάτω και θα του πεις: Διάβασε τούτα τα λόγιᨻ!
Μεγάλη Πέμπτη
Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, κατά την Ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής, εκκλησιάστηκαν στον ναό της Πολυκλινικής Αθηνών ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αμίλκας Αλιβιζάτος, ο καθηγητής πανεπιστημίου Γεράσιμος Κονιδάρης και άλλοι δύο καθηγητές. Την ώρα που έβγαινε ο Γέροντας έξω με τον Σταυρό και έλεγε το ¨Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου¨, ήταν πάντα πολύ συγκινημένος. Ο κόσμος έκλαιγε! Λίγο μετά διάβασε το Ζ΄ Ευαγγέλιο και έφτασε στο σημείο που ο Κύριος έβγαλε την κραυγή: «Ἠλί ἠλί, λαμά σαβαχθανί; Τοῦτ’ ἒστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46). Είδε μπροστά του «ολοζώντανη» τη φοβερή σκηνή της Σταύρωσης του Κυρίου. Ο Κύριος με το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια, την πλευρά ματωμένη από τη λόγχη του στρατιώτη. Κόπηκε η φωνή του Γέροντα και δεν μπορούσε να συνεχίσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Αμέσως, γύρισε στην Αγία Τράπεζα, προχώρησε και ασπάστηκε το Ευαγγέλιο που βρισκόταν εκεί και έβαλε μια άλλη εικόνα μέσα του. Είδε την Ανάσταση. Επέστρεψε στο εκκλησίασμα με «άλλο πρόσωπο». Ζήτησε συγγνώμη γιατί «παρασύρθηκε» και συνέχισε την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Το είπε καλά, δυνατά και ωραία, χωρίς να συγκινηθεί έντονα αυτή τη φορά.
Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί στην Πολυκλινική ο Γέροντας Πορφύριος διάβασε την ευχή της Θ΄ Ώρας: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο μακροθυμήσας», και τη ζούσε έντονα. Ήταν εκεί ο καθηγητής της Ιατρικής Κωνσταντίνος Αλιβιζάτος, ανιψιός του Αμίλκα. Την επόμενη μέρα ο καθηγητής, μέσα στο χειρουργείο, έλεγε στους φοιτητές του για το πόσο ωραία ήταν η ανάγνωση της ευχής από τον Γέροντα και ότι πρέπει να είναι άγιος. Ο Γέροντας εξήγησε στον καθηγητή πως διαβάζοντας αυτή την ευχή ζητούσε το έλεος του Θεού και πράγματι η ψυχή του συγκινήθηκε. Γιατί ήταν μια «νεύση του Θεού». Τη συγκεκριμένη ευχή τη θεωρούσε «καλλιτέχνημα» και ζητούσε να τη διαβάζουν «πάλι και πάλι».
«Η Αναστάσιμη Λειτουργία», μας έλεγε ακόμα ο ψάλτης του στην Πολυκλινική, «άλλαζε το πρόσωπο του Αγίου Πορφυρίου. Δεν έβλεπες πρόσωπο. Έβλεπες λάμπα. Γύρω γύρω ένα φως. Στο ψαλτήρι, με τον αγκώνα ο ένας σκούνταγε τον άλλο, γιατί εκεί δε μίλαγαν. Και όσοι βρίσκονταν κάτω, σκούνταγαν ο ένας τον άλλο γι’ αυτό που έβλεπαν. Έκανα αυτό που μου έλεγε ο Σπύρος Χίος, ο άλλος ψάλτης: Κράταγε για τον εαυτό σου». Την ώρα που διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, δημιουργούνταν πρωτοφανής συγκίνηση σε όλο το εκκλησίασμα. Τον λόγο αυτό τον υπεραγαπούσε. Τον απάγγελλε από στήθους, αργά, επιβλητικά, επίσημα, ωραιότατα, χωρίς να κρατά το βιβλίο, αλλά κρατώντας μόνο την πασχαλινή λαμπάδα του. Το αποκορύφωμα ήταν η στιγμή που έλεγε τις φράσεις: «Ὁ «ἃδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη καί γάρ κατηργήθη» και το εκκλησίασμα επαναλάμβανε το «ἐπικράνθη».
Ο Γέροντας ποτέ δεν έκανε παρατηρήσεις στους ψάλτες κατά τη Θεία Λειτουργία, ακόμα και αν οι ψάλτες έκαναν κάποιο λάθος στο τυπικό και έλεγαν άλλο τροπάριο. Ποτέ δε διέκοπτε το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. «Μια αφωνία ήταν ως προς όλα που γίνονταν εκεί μέσα. Ο μυσταγωγικός χαρακτήρας της Θείας Λειτουργίας δεν ηλλοιούτο με καμία έξωθεν παρέμβαση. Με καμία. Γι’ αυτό και ζούσαν όλοι αυτό το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. Όλοι»!
Ο Άγιος Πορφύριος είχε «απεραντοσύνη» στην αγάπη του, ένα πνεύμα ενότητας του ανθρώπινου γένους. Όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από τον Θεό και εμείς δεν είμαστε οι κριτές τους. «Οὖ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις» (Ρωμ. 5, 20). Είχε έντονο το αίσθημα της χαράς. Του έλεγες: «Εὐλογεῖτε Γέροντα», και σου απαντούσε σαν σε αποχαιρετισμό: «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε»!