Η υμνογραφία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θείας λατρείας στην Εκκλησία μας, η οποία μας βοηθά να μεταρσιωθούμε και να αναχθούμε σε ανώτερες πνευματικές εμπειρίες. Η αξία του ορθοδόξου υμνογραφικού πλούτου είναι ανυπολόγιστη. Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας το ποιητικό χάρισμα, στο διάβα των αιώνων, διακρίθηκαν και ως υμνογράφοι και ποιητές της Εκκλησίας μας, κληροδοτώντας μας μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.
Καταγόταν από την Ιταλία. Γεννήθηκε στη Σικελία περί το 810, από ευσεβείς γονείς, τον Πλωτίνο και την Αγάθη, οι οποίοι του ενέπνευσαν από μικρό παιδί την πίστη στο Θεό και τον μύησαν στην αρετή. Είχε συνηθίσει να μελετά τις άγιες Γραφές και να ασκείται.
Όμως το έτος 827 είχαν εισβάλει στη Σικελία οι Άραβες μουσουλμάνοι, οποίοι καταδίωκαν με μανία τους Χριστιανούς που δεν ήθελαν να ασπαστούν το Ισλάμ. Τότε η μητέρα του παρέλαβε τον δεκαπεντάχρονο Ιωσήφ και τον αδελφό του και ήρθαν στην Πελοπόννησο για να αποφύγουν τις σφαγές των Αγαρηνών. Από εκεί κατέληξαν στην Θεσσαλονίκη. Επισκέφτηκε μάλιστα την περίφημη Μονή Λατόμου, όπου λειτουργούσε σχολή, στην οποία συνέχισε και τελειοποίησε τις σπουδές του. Αργότερα ο Ιωσήφ έγινε μοναχός και άρχισε τους ασκητικούς και πνευματικούς του αγώνες. Με την καθοδήγηση του αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου μυήθηκε στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Προσευχόταν νυχθημερόν, νήστευε, αγρυπνούσε και μελετούσε τις άγιες Γραφές. Ως εργόχειρο είχε την καλλιτεχνία. Είχαν εκτιμηθεί οι αρετές του και οι ικανότητές του και γι’ αυτό παρακινήθηκε και πείστηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος.
Έμεινε στη Θεσσαλονίκη εννέα χρόνια. Το 840 έφυγε για την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον δάσκαλό του Γρηγόριο το Δεκαπολίτη, όπου εγκαταστάθηκαν στην φημισμένη Ιερά Μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντύπα. Εκεί έμειναν ως έγκλειστοι για ένα χρόνο. Όμως βρισκόμαστε στην κορύφωση της εικονομαχικής έριδας, κατά την οποία διώκονταν με μανία οι ορθόδοξοι. Ο τελευταίος εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) είχε εκδώσει διάταγμα για την καταστροφή όλων των εναπομεινάντων Ιερών Εικόνων και την παραδειγματική τιμωρία όσων τις τιμούσαν. Γι’ αυτό αποφάσισαν να μεταβούν και να εγκατασταθούν στη Ρώμη, όπου δεν είχε επηρεαστεί από την έριδα αυτή. Όμως κατά την διάρκεια τον πλου του προς την Ιταλία το πλοίο έπεσε σε ενέδρα Αράβων πειρατών, οι οποίοι αφού άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε σ’ αυτό αιχμαλώτισαν τους επιβάτες, και μαζί τους τον Ιωσήφ, οδηγώντας τους στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, τους οποίους έριξαν στη φυλακή. Ο Ιωσήφ προσεύχονταν νυχθημερόν για την ελευθερία τη δική του και των άλλων αιχμαλώτων. Ταυτόχρονα δίδασκε την ορθόδοξη πίστη, μεταστρέφοντας πολλούς στην Ορθοδοξία. Με θαύμα του Αγίου Νικολάου και τις ενέργειες των πιστών Κρητών απελευθερώθηκαν.
Το έτος 850 επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, αφού είχε λήξει η εικονομαχία, το 842 από την Αυγούστα αγία Θεοδώρα. Εκεί ίδρυσε δική του Μονή, αφιερωμένη στον άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο, τον οποίο τιμούσε ιδιαιτέρως. Φρόντισε μάλιστα να εναποθέσει σε αυτή τα ιερά λείψανα του αγίου Αποστόλου, τα οποία μετέφερε από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισε μια νέα περίοδος πνευματικού αγώνα του Ιωσήφ, ο οποίος διήγε με αδιάκοπη προσευχή, αγρυπνία, νηστεία και φιλανθρωπία.
Εκεί διαπίστωσε ότι είχε προικιστεί από το Θεό με το χάρισμα του ποιητή και υμνογράφου. Παρακαλούσε με δάκρυα νύχτα και ημέρα τον άγιο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει να αξιοποιήσει το ποιητικό του τάλαντο για την Εκκλησία. Να τον
εμπνεύσει να συνθέσει εκκλησιαστικούς ύμνους. Πράγματι ο ευσεβής πόθος του δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Κάποια μέρα ενώ προσευχόταν με θέρμη στον άγιο, είδε ένα όραμα. Ένας εντυπωσιακός άνδρας, με την μορφή του Αποστόλου Βαρθολομαίου, πήρε από την Αγία Τράπεζα το Ιερό Ευαγγέλιο, το τοποθέτησε πάνω στο στήθος του και τον ευλόγησε. Όταν συνήρθε, συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν ένα σαφές σημάδι ότι ήταν έτοιμος να αξιοποιήσει το χάρισμά του στην υμνολογία της Εκκλησίας μας.
Άρχισε να γράφει ακατάπαυστα ύμνους. Βρισκόμαστε στην εποχή που εμφανίζεται το νέο και αξεπέραστο υμνογραφικό είδος στην Εκκλησία μας, οι Κανόνες, οι οποίοι εκτόπισαν τα Κοντάκια. Ο Ιωσήφ υπήρξε ιδιοφυία στη σύνθεση των Κανόνων. Έγραψε πάμπολλους, αλλά μας διασώθηκαν 165, οι οποίοι φέρουν το όνομά του. Λίγο νωρίτερα είχαν συνθέσει τους ύμνους της Οκτωήχου ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός. Ο Ιωσήφ συμπλήρωσε την Οκτώηχο, συνθέτοντας τους ύμνους της εβδομάδος, εκτός της Κυριακής, που είχαν συνθέσει οι δύο προειρημένοι ποιητές. Συνέθεσε επίσης Κανόνες και ύμνους στους Αγίους, συμπληρώνοντας τα Μηναία της Εκκλησίας μας. Έγραψε θαυμάσιους Κανόνες και άλλους ύμνους, στη Θεοτόκο, τον άγιο Νικόλαο, στον άγιο Βαρθολομαίο, στους Αρχαγγέλους κλπ.
Ξεχωριστό υμνογραφικό αριστούργημα του αγίου Ιωσήφ είναι ο περίφημος και δημοφιλής Κανόνας, ο οποίος ψάλλεται κατά την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου. Συνέθεσε τα τροπάρια, που ακολουθούν τους ειρμούς, που είχε συνθέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Σημειώνουμε πως τα άφθαστα καλολογικά στοιχεία του ύμνου αυτού, τον καθιστούν ως ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ορισμένους από τους σωζόμενους ύμνους του, κάποιοι τους αποδίδουν σε κάποιο άλλο Ιωσήφ Υμνογράφο, τον Στουδίτη.
Υπήρξε φίλος του ομολογητή πατριάρχη αγίου Ιγνατίου (846-858 και 867 – 877). Αυτό είχε ως συνέπεια να διωχθεί μαζί του, από τον ακόλαστο και θηριώδη παρακοιμώμενο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ , Βάρδα, τον οποίο ακολούθησε στην εξορία. Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Ιγνατίου έγινε σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας. Το αξίωμα αυτό διατήρησε και επί τη δευτέρας πατριαρχίας του αγίου Φωτίου, τον οποίο εκτιμούσε και αγαπούσε ο μεγάλος Πατριάρχης.
Κοιμήθηκε ειρηνικά το 886 και το τίμιο λείψανό του θάφτηκε στη Μονή του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 3 Απριλίου.