Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἀκένωτης ἀγαθότητός Του καὶ τῆς ἀέναης Πρόνοιάς Του γιὰ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία Του καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ μόνη ἀνταπόδοση γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη δωρεὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ διαρκὴς αἶνος καὶ ἡ ἀδιάκοπη δοξολογία μας πρὸς τὸ ὑπέρτατο καὶ ἅγιο ὄνομά Του. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν εἶναι κάποιο ἀφηρημένο θεωρητικὸ σχῆμα, οὔτε κάποια μυθοπλασία κάποιου εὐφάνταστου μυθογράφου, ἀλλὰ πραγματικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἔλαβε χώρα σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο (Γάλ.4,4). Ἡ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀλήθεια καὶ τονίζει ἰδιαίτερα τὴν πραγματικὴ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία ἐκῶν ἐνδύθηκε, γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας.
Ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, συνέτεινε ἀναμφίβολα ἡ δράση κάποιων αἱρετικῶν κύκλων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ δίδασκαν τὴν μὴ πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τέτοιοι ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοὶ δοκῆτες, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν τὴν κακοδοξία ὅτι δῆθεν ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε φαινομενικά, «κατὰ δόκησιν», ὅπως τόνιζαν. Αὐτοὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μαρκιωνίτες, τοὺς Μανιχαίους καὶ ἄλλους αἱρετικούς, ὅλοι τους...
πρόδρομοι τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν τοῦ 5ου αἰώνα, ἐπιχείρησαν νὰ νοθεύσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς μεταχειρίστηκε κάθε μέσον νὰ προασπίσει τὴν ἅπαξ ἀποκαλυφθεῖσα καὶ παραδοθεῖσα ἀλήθεια (Ἰουδ.3). Ἀκόμα καὶ ἑορτὲς καθιέρωσε γιὰ νὰ περιχαρακώσει τὶς ὕψιστες καὶ σωτήριες ἀλήθειές Της. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο πὼς οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τῆς Περιτομῆς καὶ τῶν Θεοφανείων καθιερώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ κατόπιν ἔλαβαν ἑορταστικὸ χαρακτήρα, ὅπως ἐμεῖς τὶς βιώνουμε σήμερα.
Ἡ περιτομὴ ἦταν μία πρακτικὴ συνηθισμένη σὲ πολλοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητας. Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει πὼς πρῶτοι ποὺ ἔκαναν περιτομὴ στὰ ἄρρενα τέκνα τοὺς ἦταν οἱ Αἰθίοπες καὶ οἱ Αἰγύπτιοι, κυρίως γιὰ λόγους ὑγιεινῆς (Ἠροδ.Ἰστ.Β΄,104). Ἱστορικὰ ἴσως οἱ Ἑβραῖοι πῆραν τὴν συνήθεια αὐτὴ ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Σύμφωνα μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅμως τὴν περιτομὴ θέσπισε ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς κατὰ παραγγελία Του στὸν πιστὸ Ἀβραάμ, ὡς μία πράξη διαφοροποιήσεως τῶν ἀπογόνων του ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, ὥστε μέσω αὐτῶν νὰ ὑλοποιηθεῖ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. «Αὔτη ἡ διαθήκη, ἢν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον του σπέρματός σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεᾶς αὐτῶν΄ περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καὶ περιτμηθήσεθε τὴν σάρκαν τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν. Καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμὶν» (Γέν.17,12).
Ἡ περιτομὴ ὅλων τῶν ἀρένων νηπίων γινόταν ἀπὸ τὸν πατέρες τους ἢ ἀπὸ εἰδικοὺς στὴν περιτομὴ ποὺ ὀνομάζονταν mohel, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησή τους, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ Θεός. Γινόταν στὰ σπίτια τῶν νηπίων ἢ συχνότερα στὶς συναγωγὲς ἐνώπιον συγγενῶν καὶ φίλων. Ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς ἦταν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Τὸ παιδὶ ποὺ περιτέμνονταν θεωροῦνταν πιὰ μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τηρητὴς τῆς διαθήκης, ἡ ὁποία συνήφθη μεταξύ του Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀβραὰμ (Γέν,17,12). Ὁ περιτετμημένος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τηρεῖ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ εἶχε τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα νὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἀπερίτμητους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν αὐτὸ τὸ δικαίωμα.
Μαζὶ μὲ τὴν περιτομὴ γινόταν καὶ ἡ ὀνοματοδοσία. Ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς ἦταν κάτι σὰν τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τύπος. Ὅπως ὁ περιτετμημένος γινόταν μέλος τοῦ λαοῦ τῆς Διαθήκης, ξεχωριστὸς ἀπὸ τοὺς μὴ ὑπερτιμημένους, ἔτσι καὶ ὁ βαπτισμένος ἀναγεννιέται καὶ γίνεται ἅγιος, ξεχωριστός, μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, προορισμένος νὰ κληρονομήσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ρώμ.6,4).
Σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία τήρησαν τὴ μωσαϊκὴ ἐντολὴ τῆς περιτομῆς. Μὲ λακωνικὸ τρόπο ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει πὼς «ὄτε ἐπλήσθησαν αἳ ἡμέραι τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τὴ κοιλία» (Λούκ.2,21). Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι τὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἔκαμε ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ἀναφέρει πὼς ἡ περιτομὴ ἔγινε στὸ Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως. Βεβαίως ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς ἀποσιωπᾶ κάθε λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν τελετὴ αὐτή, διότι προφανῶς δὲν ἔχουν νὰ μᾶς προσφέρει, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, ὄφελος γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Τὴν Ἐκκλησία μας δὲν ἐνδιέφερε αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς νομικῆς διάταξης τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἀπὸ τὸν Κύριο. Τὴν ἐνδιέφερε κυρίως νὰ τονισθεῖ, διὰ τῆς περιτομῆς Του, καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ, ἡ πραγματικὴ ἀνθρώπινη φύση Του, τὴν ὁποία ἀρνοῦνταν οἱ αἱρετικοί. Ὁ θεόπνευστος εὐαγγελιστὴς συμπεριέλαβε στὸ εὐαγγέλιό του καὶ τὸ γεγονὸς τῆς περιτομῆς γιὰ νὰ μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστικὴ καὶ μονοφυσιτικὴ κακοδοξία.
Ἡ μὴ παραδοχὴ τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, περὶ τῆς ἀληθινοὺς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐκθεμελιώνει κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἂν δὲν ἔγινε πραγματικὰ ἡ σάρκωση τοῦ Λυτρωτῆ δὲν ἔχουμε πραγματικὴ σωτηρία, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πραγματικὸς σωτήρας, ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἱδρυτὲς θρησκειῶν τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀπασχόλησε ἔντονα τὴν Ἐκκλησία τὸν 5ο αἰώνα, ὅταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχὴς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀρνοῦνταν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συγκλήθηκε ἡ Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὸ 451.
Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ φυσικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπόρροια τῆς δικῆς Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων τῶν αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ξεκάθαρα ἡ ἁγία Γραφή. «Υἱός μου εἰ σὺ ἐγὼ σήμερον γεγέννηκα σὲ» (Ἑβρ.1,5) εἶπε, διὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ ὁ Θεὸς Πατέρας, στὸ Θεὸ Υἱό. Ἡ προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἀποφάσισε νὰ ἀποστείλει τὸν Λόγο στὸν κόσμο ὡς σωτήρα του ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἔτσι, «ὄτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γάλ.4,4), ὁ Λόγος, διὰ τῆς Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀφοῦ τὴν καθάρισε ἀπὸ τοὺς ρίπους τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀναδημιούργησε καὶ τὴν ἐπανέφερε στὴν προπτωτική της κατάσταση, τὴν ἔκαμε δική Του φύση, χωρὶς νὰ ἀφήσει οὔτε στιγμὴ τὴ θεία φύση Του. Ἕνωσε ἀσύγχυτα καὶ ἁρμονικὰ τὶς δύο φύσεις στὸ θεανδρικὸ Τοῦ πρόσωπο. Ἔγινε ὁ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ σημαίνει ἀντικειμενικὴ πραγμάτωση τῆς σωτηρίας μας.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὅμως εἶναι γεγονὸς ἀσύλληπτης αὐτοταπείνωσής Του. «Ἐν μορφὴ Θεοῦ ὑπάρχων … ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεῖς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑποκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2:7). Ἐὰν δὲν δοῦμε τὸ μυστήριο τῆς θείας συγκαταβάσεως ὑπὸ τὸ πρίσμα της ἄμετρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ πλάσμα Τοῦ τὸν ἄνθρωπο, ἀποτελεῖ αὐτὸ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἀξίωμα «Θεός, ἀνθρώποις οὐ μείγνηται», πολλῶ δὲ μᾶλλον ἡ ἀνθρωποποίηση Θεοῦ ἀποτελεῖ ὀρθολογικὰ τὴ χειρότερη μωρία τῆς ἱστορίας. Ὅμως ἡ ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ὑπερέβη ὅλα τὰ διαχωριστικὰ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔκαμε τὴ μεγάλη κίνηση καὶ ταπείνωσε τὸν Υἱό Του καὶ τὸν ἔκαμε ἄνθρωπο, προκείμενου νὰ σωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αὐτὸς στὰ ἀνθρώπινα πλαίσια, μέχρι καὶ τῆς κατάστασης τοῦ θανάτου γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὰ οὐράνια του θρόνου Του.
Ὅσο καιρὸ ὁ σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στὴ γῆ, ταυτόχρονα ὡς Θεὸς βρισκόταν καὶ στὸν οὐρανό. Βρισκόταν παντοῦ, ὡς πανταχοῦ παρών, διότι μὲ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δὲν ἀποποιήθηκε τὴ θεία φύση Του. Σὲ αὐτὴν Τοῦ τὴν διπλὴ ἰδιότητα, ὡς ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ ἀληθινοῦ σωτήρα. Σώζει ὡς ἀληθινὸς Θεὸς μὲ τὸ ὅτι ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καθ’ ὅτι προσέλαβε πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἔσωσε στὸ πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀποτελεῖ αἵρεση γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ὁ Νεστοριανισμὸς εἶχε ἀρνηθεῖ τὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Μονοφυσιτισμὸς εἶχε ἀρνηθεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς δογματικὲς παρεκτροπὲς καταδικάστηκαν ἀπὸ τὶς Γ΄ καὶ Δ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὡς ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ὡς ἔχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικὲς συνέπειες. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τόνισε ἰδιαίτερα πὼς «οἱ μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκὶ΄ οὗτος ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος» (Β΄Ἰωάν.7).
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς δογματικοὺς ὅρους τῶν ἀναφερόμενων ἁγίων Συνόδων, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ θεολογικὴ σαφήνεια τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὸ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια: «… ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦμεν Υἱὸν τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεοτητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἠμὶν τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα … ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, υἱόν, κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωρίζομεν, οὐδαμοῦ της τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνηρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σωζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἐν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν υἱόν, μονογενῆ, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν…» (Ὅρος Δ΄Οἴκ. Συνόδου, παρὰ Ι. Καρμίρη, τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα, Ἀθῆναι 1952, σέλ.165).
Τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως πρέπει νὰ ἀποτελεῖ γιὰ κάθε πιστὸ χριστιανὸ τὴ βάση τῆς πίστεώς του. Νὰ μὴν ἔχει τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι «ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἠμῶν», γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Σύμφωνα μὲ τὴν θεσπέσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτὴρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολὴν΄ οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομὴν ὁ ὀκταήμερος κατὰ τὴν Μητέρα καὶ ἄναρχος κατὰ τὸν Πατέρα» γιὰ τὴν ἠμῶν σωτηρία. Αὐτὸς ἔκαμε τὴ μεγάλη κίνηση, περιμένοντας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει τὴ δική του μικρὴ κίνηση, νὰ Τοῦ δώσει τὸ χέρι του, γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν δοξάσει καὶ νὰ τὸν κάνει υἱὸ καὶ κληρονόμο τῆς ἀτέρμονης βασιλείας Του. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ νοητὰ δεσμὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀνεβάσουμε τὸ νοῦ μας στὰ οὐράνια. Μόνο ἔτσι θὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ τὶς δωρεὲς τῆς θείας συγκαταβάσεως.
Ἕνας νέος χρόνος ἐκτείνεται μπροστά μας. Εἶναι στὸ χέρι μας νὰ τὸν ἀξιοποιήσουμε δημιουργικὰ γιὰ τὴν πνευματική μας πρόοδο. Ἄλλωστε γιὰ τὸν συνειδητὸ χριστιανὸ δὲν ὑπάρχει χρόνος χαμένος, διότι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ προκαθορίζει τὴν θέση του στὴν αἰωνιότητα. Κατὰ συνέπεια καλούμαστε στὴ νέα χρονιὰ νὰ ἀξιοποιήσουμε τὶς πλούσιες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀξιολογική μας πρόοδο καὶ τὴ σωτηρία μας. Νὰ ἔχουμε πάντοτε ὑπόψη μᾶς ὅτι δὲν ἤμαστε μόνοι στὸν ἀγώνα μας, ἀλλὰ ὑπάρχει κοντά μας ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Ὁποῖος εὐλογεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴν προσπάθειά μας. Καλό, εὐλογημένο καὶ δημιουργικὸ νέο ἔτος!