“Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898
Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ.
Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Άγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα.
Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους και καταματωμένους από τις λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα και γονάτισαν όλοι. Σε μια στιγμή και ο παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.
Μπροστά, πρώτος γονάτισε ο καπετάνιος και μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα και χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας και κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθιές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τις πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα και διέκρινες από τις τρύπες των παντελονιών και πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.
Ό καπετάνιος, αφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος. Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο πού πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά και τ' απόθεσε στην εικόνα του Άγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι ασπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια.
Αφού ό παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης προσέλθετε πλησίασε ό καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στον παππά:
—Να μας κοινωνήσεις ούλους παππά μου, κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας
Ό Παπαγιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο και του είπε:
— Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου, και του πρότεινε την Αγίαν Κοινωνίαν.
— Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού...
— Καπταν-Γιάννης, λέει εκείνος.
—Ιωάννης, λέει ο παπάς και τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά έκανε το ίδιο και στους ναύτες, οι όποιοι ασπάσθησαν με ευλάβεια το "Άγιο δισκοπότηρο και το χέρι του παπά.
Μόλις ήρθε ή ώρα να δώσει ο παπάς το αντίδωρο και τον πλησίασε ο καπετάνιος, του λέει ο παπάς:
— Καπετάνιο, θα μού δινες μεγάλη χαρά να 'ρχόσουνα με τ' ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα ένα καφέ. Γιορτάζω σήμερα.
—Ευχαριστώ παπά μου. Θα ρθω μετά χαράς γιατ' έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.
Σε λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά πού γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν ή παπαδιά. Επάνω στη συζήτηση άρχισε ό καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί
. «Ξεκινήσαμε από τη Μάλτα φίλοι μου εδώ και 35 μέρες. Μας βρήκαν στο δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές βολές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τούτο πού μας συνέβηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε και τ' άλμπουρα ακόμη. Σε μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο ακόμη και το κατάπιε ή θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στη γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλες πότε δεξιά και πότε ζερβιά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε καί πότε να παρακαλάνε την Παναγία και τον "Αγιο-Νικόλα να μας σώσει.
Όταν πια το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι πού το ΄σκιζαν αστραπές και κεραυνοί κι ο μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας.
«Κουράγιο παλικάρια μου, τους φώναζα, κουράγιο ν' αντέξουμε. Μπόρα είναι και θα περάσει.
Κράταγα τη λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στη θάλασσα ήμασταν ή στο καράβι ήταν το ίδιο πράμα.
Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά.
Βοήθα "Αγιε-Νικόλα! φώναξα με απελπισία.
Σε μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ' άρπαξε και με σφήνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου και μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παππα-Γιώργη με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δεν θυμάμαι τίποτις άλλο παππά μου. 'Αλλά ο καλόγηρος κείνος ήταν ο ίδιος με τον Άγιαντρέα που σήμερις έχουμε τη χάρη του.
Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήλικας ναύτης.
«Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη τη φωνή του καπετάνιου να μας λέει:
—Φούντο. Φούντο παιδιάαα...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε:
Τρελάθηκε ο καπετάνιος! Και του φωνάξαμε μετά:
—Τρελάθηκες καπετάνιο; Πού να φουντάρουμε στο πέλαγο;
— Φούντο την μπροστινή δεξιά και τη ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε.
Υπακούσαμε και φουντάραμε. Μια σιγή απλώθηκε γύρω λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα θάμα θα ΄γινε συλλογιστήκαμε.
Καπετάνιο, καπετάνιο, φωνάζαμε και ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμμια. Πουθενά ό καπετάνιος. Και τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια.
Σαν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτις. Ό παπάς σταυροκοπιέται και τους λέει:
— Ό "Αγιος-Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου. Κι εσείς που ΄σαστε νύχτα μέρα στη θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει να ΄χετε μέσα σας το Χριστό.
Αναστέναξε βαθιά ο καπετάνιος, κι αφού ρούφηξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του και συνέχισε:
«Με πήρανε πού λες παππά μου και με ξάπλωσε στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι και περιμέναμε να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι.
"Όταν λοιπόν χάραξε και διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία και αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τούτο μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Άγιαντρέα. Γιατί 'τανε κείνος πού μ' άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου.
Εμείς φύγαμε από τη Μάλτα και πήγαμε στην Κρήτη και μετά στη πατρίδα τη Χίο.!Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ο καιρός, ο Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας.
Με τα φλουριά π' άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τις χήρες και τους φτωχούς.
Ήταν όλοι οι ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά τη ζωή μου και των ναυτών μου ποτέ. Θα ξανά ΄ρθω στο νησί σας και θα κρεμάσω στη χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου.
Αφού ο παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξείδια, κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο να συνεχίσουν εκεί πού ή μοίρα τους είχε τάξει.”