Στόχος ἡ ἀποδόμηση τοῦ ψευτοδιλήμματος τῆς ἀντιπαλότητας τῶν δύο.
Ποτέ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου δέν ὠφέλησε εἴτε τήν ἐπιστήμη εἴτε τήν πίστη, νά ὑπηρετοῦν συγκεκριμένες ἰδεολογίες. Ὅταν ἔγινε αὐτό, στήν Εὐρώ- πη συνετελέσθη ἡ πνευματική διαφοροποίηση τῆς πίστης ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τότε γεννήθηκε ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ θρησκειοποίηση καί ἡ ἐκφιλοσό- φηση τῆς πίστης. Ὅπου ἡ ἐπιστήμη ὑπηρέτησε συγκεκριμένη ἰδεολογία, δημι- ούργησε τά ρεύματα τοῦ δυαλισμοῦ καί τοῦ ἀτομισμοῦ, στοιχεῖα πού ὁδήγη- σαν τόν δυτικό πολιτισμό σέ κοινωνικές ἐπαναστάσεις.
Τό πρόβλημα αὐτό, καταγράφει τό 1873, ὁ Ἀρθοῦρος Ρεμπώ. «Τό τέλμα τῆς Εὐρώπης εἶναι δύο συμπληγάδες. Ἀπό τήν μία ὁ δυτικός χριστιανισμός, δηλαδή ἡ ὑποκρισία καί ἡ ἀσφυξία τοῦ καθολικισμοῦ, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ὀρθολογι- σμός, ὁ θετικισμός καί ἡ ὑστερία τῆς ἐπιστήμης τῆς προόδου καί τῆς δράσης». Στήν Ἀνατολή ὑπῆρξε ἄλλη πνευματική ἐξέλιξη βασισμένη στήν ἀποστο- λική καί πατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ποτέ δέν φοβήθηκε τήν ἐπιστήμη γνωρίζοντας, πώς καί οἱ δύο ὑπηρετοῦν διαφορετικά τόν ἄνθρωπο.
Ἄς καταγράψουμε, γιά νά γίνει αὐτό κατανοητό, δύο ἁπλά παραδείγματα:
- Ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς ἔχει στόχο τό ἀνώδυνο τῆς ζωῆς καί τό ἀξιοπρεπές του θανάτου. Ἡ πίστη ὅμως, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο καί διά τοῦ θανάτου.
- Ἡ ἑλληνική φιλοσοφία προετοίμασε, μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τή διάδοση τῆς διδασκαλίας τῆς «νέας θρησκείας» ἀρχικά στίς χῶρες γύρω ἀπό τή Μεσόγειο. Ἐπίσης ὁ πλοῦτος τῆς φιλοσοφίας μας μέ τίς σαφεῖς ἔννοιες καθιέρωσε διά τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τά δόγματα τῆς πίστεώς μας.
Ἔτσι λοιπόν, πίστη καί ἐπιστήμη, ἀλληλοπεριχωροῦνται καί ἀλληλοσυμπλη- ρώνονται. Ζωντανό παράδειγμα ἡ ἁγία Αἰκατερίνη ἡ πάνσοφος καί ἡ ταύτισή της μέ τήν Ἀλεξανδρινή φιλόσοφο Ὑπατία. Δέν ἔχουμε ἱστορικό πρῖσμα, ὥστε νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἄν τά δύο πρόσωπα εἶναι τελικά ἕνα, καθώς ὑπάρχουν πολλές πηγές καί ἀναφορές πού καταγράφουν τό ἀντίθετο. Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅμως ὅτι τόν 4ο καί 5ο μ.Χ. αἰῶνα στήν Ἀλεξάνδρεια, στήν πόλη τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας, ζοῦν δύο σπουδαῖες γυναῖκες – ἄν δεχθοῦμε τίς πηγές ἱστορικῶν, ὅπως ὁ Εὐσέβιος – πού ἡ μία, ἡ Αἰκατερίνη, ὡς ἁγία φιλοσοφεῖ καί ἡ ἄλλη, ἡ Ὑπατία, ὡς φιλόσοφος θεολογεῖ.
Γιά τήν Ἁγία Αἰκατερίνη καί τή ζωή της ἔχουμε ἀρκετές πηγές ὅπως τόν Συμεών τόν μεταφραστή, τόν Ἀθανάσιο ταχογράφο
Σπούδασε φιλοσοφία καί ρητορική, ἔζησε παρθενικά καί ἀσκητικά καί μαρτύρησε τό 305 μ.Χ., ἐπειδή προκάλεσε σέ φιλοσοφικό διάλογο πενήντα εἰδωλολάτρες σοφούς καί τούς συνέτριψε, μέ ἀποτέλεσμα ὅλοι τους νά γίνουν Χριστιανοί. Τό ὄνομά της ἦταν Δωροθέα, ὅμως λόγω τῆς ἀμέμπτου ἠθικῆς της ὀνομάστηκε Ἀεικαθερινᾶ (ἀεί=πάντοτε, καθερινᾶ=καθαρή) καί ἐκ παραφθορᾶς ἔγινε Αἰκατερίνη.
Ἡ Ὑπατία, σύμφωνα μέ τόν μαθητή της, τόν Συνέσιο τόν Κυρηναῖο, μετέπειτα ἐπίσκοπο Πτολεμαϊδας ἔζησε 100 χρόνια ἀργότερα ἀπό τήν ἁγία, εἶχε ἀριστοκρατική καταγωγή καί σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά, γεωμετρία καί ἀστροφυσική. Ἔζησε ἐνάρετο καί ἄσπιλο βίο καί ἦταν χριστιανή. Ἴσως ὁ κοινός τρόπος ζωῆς, νά ἰσχυροποιεῖ τό σενάριο, ὅτι ἁγία Αἰκατερίνη καί Ὑπα- τία, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο.
Ἡ βασική ὅμως παράδοση, πού ταυτίζει τά πρόσωπα τῶν δύο γυναικῶν, εἶναι αὐτή πού διαμορφώθηκε στή Λαοδίκεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ λοιπόν ὑπῆρχε ναός πρός «τιμήν καί μνήμην τῆς Ὑπατίας τῆς φιλοσόφου καί μάρτυρος», ὁ ὁποῖος πανηγύριζε στίς 25 Νοεμβρίου, «τῆς παρθενομάρτυρος Αἰκα- τερίνης, ἀπό τό ὄνομα τῆς ὁποίας τά πλήθη τῶν πέριξ πιστῶν ἑορτάζαν τήν σοφήν ρήτορα κόρην Ὑπατία»5. Ὅλα τα ἀνωτέρω τά ἀναφέρουμε ὡς ζωντανό παράδειγμα τῆς δημιουργικῆς σχέσης καί τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ὀρθόδο- ξης πίστεως καί ἐπιστήμης, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στή ζωή δύο χρι- στιανῶν γυναικῶν ἤ στό πρόσωπο μίας γυναίκας φιλοσόφου καί ἁγίας, πού μαρτύρησε ἀπό ἀγάπη καί πίστη στόν Χριστό. Κάποιοι νομίζουν πώς μέ τόν θάνατο ἀνθρώπων μποροῦν νά σταματήσουν τήν ἀλήθεια, νά καταστρέψουν τήν πίστη, νά ἐξαφανίσουν τήν ἐπιστήμη. Ὅπως δέν ἐξαφάνισαν τόν χριστια- νισμό δολοφονώντας τούς χριστιανούς, ἔτσι καί μέ τήν Αἰκατερίνη – Ὑπατία, μετά τόν θάνατό της δέν ἔσβησε ἡ ἑλληνική φιλοσοφία καί τά μαθηματικά. Ἀντιθέτως, μᾶς ἐπιβεβαιώνουν τήν σχέση πίστης-ἐπιστήμης, ἀφοῦ οἱ πατέρες τῶν χρόνων μέχρι καί τήν βυζαντινή ἐποχή σπούδαζαν ρητορική, φιλοσοφία, θετικές ἐπιστῆμες, ἰατρική κτλ. Ἀλλά καί σπουδαῖοι ἐπιστήμονες γίνονται χρι- στιανοί καί ὑπηρετοῦν τήν ἐπιστήμη τους.
Βέβαια στήν Εὐρώπη τά πράγματα ἐξελίσσονται τελείως διαφορετικά καί προβληματικά. Πίστη καί θετικές ἐπιστῆμες, ἀπό τόν 17ο αἰῶνα, ἀρχίζουν καί δημιουργοῦν ἀντιπαλότητα, πού κορυφώνεται, μέ τήν καταδίκη του Γαλιλαίου καί τοῦ Δαρβίνου. Στήν Ἀνατολή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τή Θεολογία της, μένει σχετικά ἀμέτοχη ἱστορικά σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα, κυρίως ἀπό τόν 17ο μέχρι τόν 20ο αἰῶνα, καί γιά τό λόγο αὐτό δέν διεκδικεῖ σημαντική συμμετοχή σέ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζουμε Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό. Στόν Ὀρθόδο- ξο χῶρο, ἀναπτύσσεται γενικότερα μιά διαλογική συνάντηση Θεολογίας καί Ἐπιστήμης. Ὅμως τόν 17ο αἰῶνα ἡ προβληματική σχέση Πίστης-Ἐπιστήμης ἀπό τή δυτική Εὐρώπη περνᾶ καί στήν ἀνατολική Εὐρώπη καί ἐκεῖ πρώτη φορά συναντᾶται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσω τῆς τεχνολογικῆς ἐπανά- στασης. Ἡ θεολογία ἀρχικά αἰφνιδιάζεται καί χρησιμοποιεῖ ἀπολογητικά δάνεια Ρωμαιοκαθολικῆς καί Προτεσταντικῆς προέλευσης. fíστόσο, καί σχε- τικά σύντομα, ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία βρῆκε τή σχέση της μέ τήν ἐπιστήμη, ἐπειδή ἡ πατερική της παράδοση, δέν ἀσχολεῖται μέ τήν κοσμολογία, ἀλλά μέ τήν ἀνθρωπολογία καί τήν ὀντολογία. Κοντολογίς, ἀσχολεῖται μέ τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό γεγονός ὅτι ὁ ἀνατολικός κόσμος καί ἡ Ἐκκλη- σία ἦταν ὑπό τήν κυριαρχία τῆς Ὀθωμανικῆς καί Τσαρικῆς Αὐτοκρατορίας, βοήθησε σημαντικά, ὥστε νά μήν συμμετέχει εὐρέως ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της, στή διαμόρφωση τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ διά τῆς Ἀναγεννήσεως. Ὁ πολιτισμός τῶν αἰώνων αὐτῶν διά τῆς Ἀναγέννησης σπαρ- γανώνεται ἱστορικά ἀπό πέντε πολιτικά κινήματα. Τόν σχολαστικισμό, τόν νομιναλισμό, τόν ἀνθρωπισμό, τόν προτεσταντισμό καί τόν διαφωτισμό6. Σέ ὅλα αὐτά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν πανταχοῦ ἀποῦσα, εὐτυχῶς. Γιά τό λόγο αὐτό, ἐπιμένουμε καί πάλι ὅτι στήν ἐμφάνιση τῆς Ἀναγέννησης, τῆς Μεταρρύθμισης, τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης καί τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἦταν ἀποῦσα. Γι’ αὐτό καί ποτέ μέχρι σήμερα, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ὑπῆρξε ἀντιπαλότητα Πίστης καί Ἐπιστήμης. Ἄλλωστε καί οἱ δύο στήν ἐφαρμογή τους χρησιμοποιοῦν κοινές μεθόδους.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ζωή Της, στηρίζονται, ὅπως καί ἡ Ἐπιστήμη, στήν παρατήρηση καί τό πείραμα. Κατ’ ἀρχήν, ἡ Πίστη μας στόν Χριστό, εἶναι ὑπέρβαση κάθε θρησκείας καί κάθε ἔννοιας θρησκευτικῆς καθηκοντολογίας. Δέν εἶναι ἀποδοχή κάποιων ἀληθειῶν ἤ ἀρχῶν, ἄνωθεν ἐπιβαλλομένων. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει ἀπόλυτες ἀρχές καί ἀλήθειες πού πρέπει νά τηρηθοῦν στό ἀκέραιο. Τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι κοράνι. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι φιλοσοφία γιά στοχασμούς καί δογματισμούς. Γι’ αὐτό καί εἴπαμε ὅτι ἡ Πίστη μας μοιάζει μέ τήν Ἐπιστήμη. Πίστη καί Ἐπιστήμη, ἔχουν ὡς προτεραιότητα ὄχι τά βιβλία καί τά κείμενα, ἀλλά τό πείραμα καί τήν παρατήρηση. Στήν περίπτωση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς, πείραμα εἶναι ἡ διαδικασία τῆς νήψης, ὁ ἀγώνας δηλαδή γιά τήν πνευματική ζωή καί καλλιέργεια, ἐνῶ παρατήρηση εἶναι ἡ κατανόηση διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ7. Μέ αὐτό τό ἁπλό παράδειγμα, κατανοοῦμε ὅτι ἡ Πίστη καί ἡ Ἐπιστήμη ἔχουν τήν ἴδια μεθοδο- λογία. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τούς μεγάλους ἀσκητές, ὅπως τόν Μ. Ἀντώνιο, ἡ Ἐκκλησία τούς ὀνόμασε καθηγητές τῆς Ἐρήμου.
Ἔργο λοιπόν, τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας σήμερα, σέ διάλογο μέ τήν μοντέρ- να Ἐπιστήμη, εἶναι νά ἀξιοποιήσει, νά διδάξει καί νά μεταλαμπαδεύσει στούς ἐπιστήμονες, τήν πατερική θεολογία, πού ἐξυμνεῖ τήν ἀξία τοῦ προσώπου καί τή μοναδικότητά του, καθώς καί τόν ἡσυχαστικό της πλοῦτο. Μέ τήν ἔννοια «ἡσυχασμός», ἐννοοῦμε ἕνα κίνημα κατ’ ἐξοχήν προσωποκρατικό8.
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά προβάλει καί νά προτείνει στήν ἐπιστή- μη τήν ἀξία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τῆς ἱερότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προ- σώπου καί τῆς μοναδικότητας καί αἰωνιότητος τῆς ψυχῆς του. Μία τέτοια συμβολή θά εἶναι θετική καί οὐσιαστική, τόσο στήν Ἀνατολή, ὅσο καί τή Δύση, στόν βαθμό πού ὁ καθένας βιώνει καί υἱοθετεῖ στή ζωή του τόν τεχνο- λογικό πολιτισμό τοῦ καιροῦ μας. Ἔργο τόσο τῆς Πίστης, ὅσο καί τῆς Ἐπι- στήμης, εἶναι ἡ ἀνακαίνιση καί ἡ μεταμόρφωση τοῦ τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἐξέλιξής του, σέ μία στροφή πού στόχο θά ἔχει νά ὑπηρετοῦν τίς πνευματικές καί ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καί τόν σεβασμό τῆς φύσης. Τά πρότυπα τῶν δύο γυναικῶν, Ἁγίας Αἰκατερίνης καί Ὑπατίας, δείχνουν τή δημιουργική συμπόρευση Πίστης καί Ἐπιστήμης, πού ὁδηγεῖ τόσο στήν καλ- λιέργεια τῆς ψυχῆς, ὅσο καί στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλη- σία καί ἡ Θεολογία της, ποτέ δέ φοβήθηκε τήν Ἐπιστήμη, ἀκόμη καί στήν περίπτωση τοῦ Δαρβίνου, περί τῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Θεολογία ἀπάντησε, διά τοῦ διακεκριμένου βιολόγου καί Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ Θεο- δοσίου Ντομπζάνσκυ. «Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, διά μέσου τῆς ἐξελικτικῆς διαδικασίας». Ὅ,τι καί νά ἀνακαλύψει ἡ Ἐπιστήμη, καί ὅσο ψηλά καί ἄν φτάσει ἡ ἔρευνα, πάντα θά συναντᾶ ψηλότερα τόν Θεό.