«Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6.14).
Ἐπανειλημμένα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν τό κάνει χωρίς λόγο, γιατί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία πρόκληση γιά τήν ἐποχή του. Ἦταν μία πρόκληση ὄχι μόνο γιά τούς Ἰουδαίους ἀλλά γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Διότι ὁ σταυρός ἦταν τό πιό ἐπονείδιστο μέσο τιμωρίας καί ὁ ἐσταυρωμένος ἦταν ὁ πιό ἀπαξιωτικός χαρακτηρισμός τόν ὁποῖο μποροῦσε νά δώσει κανείς σέ ἕναν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι χλεύαζαν τούς χριστιανούς ὡς μαθητές καί πιστούς τοῦ Ἐσταυρωμένου, μή μπορώντας νά καταλάβουν πῶς μπορεῖ ἕνας Θεός νά σταυρώνεται καί πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά πιστεύει σέ ἕναν Ἐσταυρωμένο Θεό.
Ποιός ὅμως λέγει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη λογική συμβαδίζει μέ τή θεία πραγματικότητα; Ποιός ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ γνώμη τῶν ἀνθρώπων συμπορεύεται μέ τή θεία ἀγάπη; Ποιός νομίζει ὅτι αὐτό πού μπορεῖ στά μάτια τῶν ἀνθρώπων νά φαντάζει ὡς ἀδυναμία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ;
Καί αὐτό εἶναι ὄντως ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. Εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο, «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρία». Εἶναι ὅμως καί ἀπόδειξη τῆς ἀπέραντης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἐπέλεξε νά σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τόν ἀποκαταστήσει κοντά του ὡς τέκνο του καί κληρονόμο τῆς βασιλείας του, θυσιάζοντας τόν μονογενῆ καί ἀγαπητό Υἱό του, θυσιάζοντάς τον μέ τόν πιό ἐξευτελιστικό τρόπο ἀκόμη καί γιά τόν πιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θυσία τοῦ Κυρίου μας ἐπί τοῦ Σταυροῦ δέν ἀλλάζει μόνο τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, δέν τοῦ χαρίζει μόνο τήν ἀπολύτρωση καί τή σωτηρία. Μεταποιεῖ συγχρόνως καί τόν ἴδιο τόν Σταυρό καί τόν κάνει ἀπό ξύλο τιμωρίας καί θανάτου, ξύλο ζωῆς καί ἀφθαρσίας. Τόν κάνει ἀπό ὄργανο αἰσχύνης καί ἐξευτελισμοῦ, πηγή δυνάμεως καί ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου. Τόν κάνει ἀπό μέσο ταπεινώσεως, ἀντικείμενο καυχήσεως.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει πανηγυρικά: «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο γιά τό ὁποῖο μπορεῖ νά καυχᾶται ὁ μέγας ἀπόστολος παρά μόνο γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας. Μπορεῖ νά καυχᾶται, γιατί διά τοῦ Σταυροῦ δέν νικήθηκε μόνο ὁ διάβολος καί ὅ,τι εἶχε κάνει μέχρι τή στιγμή ἐκείνη στούς ἀνθρώπους, ἀλλά διότι δι᾽ αὐτοῦ μπορεῖ ὁ κάθε πιστός, μπορεῖ ὁ καθένας πού πιστεύει στόν Χριστό νά θριαμβεύει κατά τῶν ἀοράτων καί ὁρατῶν ἐχθρῶν, νά νικᾶ κάθε ἀντικείμενο πονηρό πνεῦμα, νά ὑπερβαίνει κάθε ἐμπόδιο καί κάθε πειρασμό, νά τόν ἔχει ὡς φυλακτήριο καί ὡς μέσο σωτηρίας.
Γιατί ἄλλο, λοιπόν, μπορεῖ νά καυχᾶται ὁ ταπεινόφρων ἀπόστολος, παρά γιά τό σύμβολο τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου τοῦ Κυρίου του, μέ τό ὁποῖο μπορεῖ καί ὁ ἴδιος νά ἀντιμετωπίζει ὅλες τίς δυσκολίες, τά ἐμπόδια καί τούς πειρασμούς πού συναντᾶ στό ἀποστολικό του ἔργο;
Γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο εἶναι δικαιολογημένη ἡ καύχησή του, ἀλλά δικαιολογεῖται καί γιατί τόσο συχνά ἐπανέρχεται στό κήρυγμά του καί στίς ἐπιστολές του στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας.
Γνωρίζει, ἄλλωστε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στόν Χριστό θά συναντήσουν προβλήματα, θά ἀκούσουν σχόλια, θά δεχθοῦν χλευασμούς, θά γίνουν στόχος ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν καί ἀμφισβητοῦν τήν εἰς Χριστόν πίστη. Γνωρίζει ὅτι θά βρεθοῦν ἀντιμέτωποι μέ τήν κακία καί τήν πονηρία τῶν ἀνθρώπων καί θά χρειασθοῦν ὅπλο ἰσχυρό καί ἀκατανίκητο, γιά νά μπορέσουν νά τίς ξεπεράσουν.
Καί γιά τόν λόγο αὐτό προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί μᾶς καλεῖ νά γίνει καί γιά μᾶς καύχηση καί δύναμη, φυλακτήριο καί ἀμυντήριο, αὐτός πού θά προηγεῖται στή ζωή μας καί θά εἶναι ἡ ἀφετηρία καί ἡ σφραγίδα ὅλων τῶν ἔργων μας, γιά νά μᾶς ἐνισχύει ἡ δύναμή του καί νά μᾶς συνοδεύει ἡ χάρη του σέ ὅλη μας τή ζωή.