Του Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου*
᾿Αφ᾿ ἧς στιγμῆς ἔγινε γνωστὴ ἡ κατ᾿ οἰκονομίαν ἀπόφασις τῆς ῾Ι. Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος γιὰ ἐφέτος, ὅτι ἡ τελετὴ τῆς ᾿Αναστάσεως θὰ πραγματοποιηθῇ ἐνωρίτερον τοῦ κανονικοῦ στὶς 9 τὸ βράδυ (ἀντὶ γιὰ τὰ μεσάνυχτα), ἀρκετοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἐπικοινώνησαν μαζί μου καταθέτοντας τὸν προβληματισμό τους καὶ τὶς ἀπορίες τους σχετικὰ μὲ τὸ θέμα. Συμμερίζομαι τὴν ἀγωνία τους, καθὼς καὶ ἐμένα προσωπικῶς αὐτὴ ἡ κατ᾿ οἰκονομίαν ἀπόφασις δὲν μὲ ἀναπαύει. ῞Ομως οὔτε ἐδῶ εἶναι ἡ κατάλληλη θέσι γιὰ μία τέτοια συζήτησι οὔτε εἶμαι ἐγὼ αὐτὸς ποὺ θὰ κρίνῃ τὰς ἀποφάσεις τῆς ῾Ι. Συνόδου, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐκκλησιαστικῶς ὀφείλω τὴν ἐν Χριστῷ ὑπακοή.
Διατυπώνεται ἔντονα ἡ ἄποψις ὅτι μὲ τὴν παραπάνω ἀπόφασι ἀνακύπτει ἕνα θέμα περὶ τελέσεως δύο λειτουργιῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργὸ μέσα στὴν ἴδια ἡμέρα, κάτι ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι ἀπαγορεύεται. Σκοπὸς λοιπὸν τοῦ παρόντος κειμένου εἶναι νὰ ἐξεταστῇ καὶ νὰ διευκρινισθῇ μόνον αὐτὸ τὸ εἰδικὸ θέμα, ἀνεξαρτήτως ἂν κάποιος συμφωνεῖ ἢ διαφωνεῖ μὲ τὴν κατ᾿ οἰκονομίαν συνοδικὴ ἀπόφασι γιὰ μετάθεσι τῆς ὥρας τῆς ἀναστάσεως, τὸ ὁποῖο εἶναι διαφορετικὸ ζήτημα.
Τὸ 613 ἐπὶ αὐτοκράτορος ῾Ηρακλείου ἡ σύνοδος τῆς πόλεως ᾿Αντισιοδώρου ἀποφάσισε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Οὐκ ἔξεστιν ἐν μιᾷ τραπέζῃ κατὰ τὴν αὐτὴν [ἡμέραν] δύο λειτουργίας εἰπεῖν, οὐδὲ ἐν τῇ αὐτῇ τραπέζῃ, ἐν ᾗ ὁ ἐπίσκοπος ἐλειτούργησε, τὸν πρεσβύτερον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ λειτουργῆσαι». Δὲν ἐπιτρέπεται δηλαδὴ στὴν ἴδια ἁγία τράπεζα κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ τελεσθοῦν δύο λειτουργίες.
Καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνῃ αὐτὸ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διαφορετικοὺς λειτουργούς· δὲν ἐπιτρέπεται δηλαδὴ στὴν ἴδια ἁγία τράπεζα τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ λειτουργήσῃ πρῶτα ἕνας λειτουργὸς (π.χ. ἐπίσκοπος) καὶ μετὰ νὰ τελέσῃ δεύτερη λειτουργία ἄλλος λειτουργός (π.χ. πρεσβύτερος). ᾿Απαιτοῦνται ὄχι μόνον διαφορετικοὶ λειτουργοί, ἀλλὰ καὶ διαφορετικὲς ἅγιες τράπεζες, ἂν πρόκειται γιὰ λειτουργίες ἐντὸς τῆς ἴδιας ἡμέρας.
Τὴν ἀπόφασι αὐτὴ ἀναφέρει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ᾿Αθωνίτης σὲ ὑποσημείωσι στὸ περίφημο ἔργο του «Πηδάλιον» συλλογή, ἑρμηνεία καὶ σχολιασμὸς τῶν ἐπίσημων ἱερῶν κανόνων τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας), ὅταν σχολιάζῃ τὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα. Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸ γίνεται, γιὰ νὰ μὴ διπλασιάζεται ὁ μοναδικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ἴδια ἡμέρα. Σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο ὅσιο τὸν κανόνα αὐτὸν παραβαίνουν οἱ παπισταί. Καὶ συνεχίζει· «᾿Αλλὰ καὶ οἱ ἡμέτεροι ἱερεῖς οἱ δύο φορὲς λειτουργοῦντες, τάχα διὰ παρρησίαν, βαρέως ἁμαρτάνουν, καὶ ἂς παύσουν εἰς τὸ ἑξῆς τὸ ἄτοπον τοῦτο» («Πηδάλιον», ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, σ. 90, ὑποσημ. 1).
Τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ παράδοσι ἔχοντας ὑπόψει τους πολλοὶ ἱερεῖς προβληματίζονται πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τελέσουν δύο θεῖες λειτουργίες μέσα στὸ μέγα Σάββατο, μία τὸ πρωὶ καὶ μία τὸ βράδυ, ἀφοῦ αὐτὸ ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς. Πρόκειται ὅμως περὶ ἐσφαλμένης ἑρμηνείας τῆς συγκεκριμένης ἀπαγορεύσεως.
Συγκεκριμένα ἐδῶ γίνεται τὸ σφάλμα ἡ «ἡμέρα» νὰ προσδιορίζεται κοσμικῶς καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικῶς. Κατὰ τὴν πολιτεία τὸ 24ωρο ὑπολογίζεται ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα μιᾶς νύχτας μέχρι τὰ ἑπόμενα μεσάνυχτα. ῾Η χρονικὴ διαδοχὴ εἶναι ὄρθρος (ξημέρωμα), ἡμέρα, ἑσπέρας (βράδυ), νύχτα = ἡμερονύκτιο. Στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ὅμως ἀκολουθοῦμε τὸ ἀρχαῖο ἰσραηλιτικὸ ὡρολόγιο τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων, κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ 24ωρο ὑπολογίζεται ἀπὸ βράδυ σὲ βράδυ, ὁπότε ἡ χρονικὴ διαδοχὴ εἶναι ἑσπέρας (βράδυ), νύχτα, ὄρθρος (ξημέρωμα), ἡμέρα = νυχθήμερον!
῾Επομένως γιὰ τὶς ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῆς προηγούμενης καὶ σταματᾷ τὸ ἑπόμενο ἀπόγευμα. ᾿Απὸ τὸ ἀπόγευμα ἔχουμε ἐκκλησιαστικῶς ἄλλη ἡμέρα! Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυριακὴ ἐκκλησιαστικῶς ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Σάββατο ἑσπέρας, ὁπότε ὁ ἑσπερινὸς ποὺ τελεῖται τότε ἑορτολογικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀνήκει στὴν Κυριακή, καὶ γι᾿ αὐτὸ περιέχει ἀναστάσιμους ὕμνους. ᾿Ενῷ ὁ ἑσπερινὸς ποὺ τελεῖται τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα δὲν περιέχει ἀναστάσιμους ὕμνους οὔτε τὴν ἀπόλυσι «῾Ο ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν», ἀλλὰ τροπάρια κατανυκτικὰ καὶ ἄλλα τροπάρια τῶν ἀσωμάτων, διότι πλέον ἔχουμε μπεῖ λειτουργικῶς στὴν Δευτέρα, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἀγγέλους τοῦ Κυρίου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐδῶ καὶ χρόνια, ὅπως μποροῦν νὰ βεβαιώσουν δεκάδες ἀκροατές, φωνάζω συνεχῶς καὶ ἐπιμένω στὰ μαθήματα καὶ στὶς διαλέξεις τυπικοῦ ὅτι εἶναι λάθος τὸν ἑσπερινὸ ποὺ γίνεται τὸ Σάββατο ἑσπέρας νὰ τὸν ὀνομάζουμε «ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου». ῾Ο ἑσπερινὸς τοῦ Σαββάτου (μὲ τὰ νεκρώσιμα καὶ τὰ μαρτυρικὰ) γίνεται τὴν Παρασκευὴ ἑσπέρας! Τὸ Σάββατο ἑσπέρας γίνεται ὁ ἀναστάσιμος ἑσπερινὸς τῆς Κυριακῆς! Καὶ ἦρθε τώρα ἡ ὥρα νὰ πέσουμε θύματα τῆς ἴδιας τῆς ἀπροσεξίας μας καὶ τῆς ἀδιαφορίας μας γιὰ τὴν λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας μας!
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μηναῖα. ῾Η μνήμη τοῦ ἀποστόλου ᾿Ανδρέου γιὰ παράδειγμα ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν ἑσπερινό. ᾿Αλλὰ τὸ μηναῖο ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ ἐκεῖνον σημειώνει ἡμερομηνία 30 Νοεμβρίου, ὄχι 29! Μπορεῖ γιὰ τὴν πολιτεία νὰ εἴμαστε ἀκόμη τὸ βράδυ στὶς 29 Νοεμβρίου, ἐκκλησιαστικῶς ὅμως καὶ λειτουργικῶς εἴμαστε πλέον στὶς 30! Τὸ ἴδιο γίνεται σὲ κάθε ἡμέρα ὅλων τῶν μηνῶν τοῦ ἔτους, εἴτε εἶναι γιορτὴ εἴτε μὴ ἑορτάσιμος ἡμέρα.
Η ᾿Εκκλησία ἔχει δική της θεώρησι τοῦ χρόνου, δικούς της προσδιορισμοὺς ἔτους, δικό της ἑορτολόγιο καὶ δικό της λειτουργικὸ ὡρολόγιο. ῞Οπως ἀκριβῶς τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος δὲν συμπίπτει μὲ τὸ πολιτικό. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος (τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν) δὲν διαρκεῖ ἀπὸ 1η ᾿Ιανουαρίου ἕως 31 Δεκεμβρίου, ἀλλὰ ἀπὸ 1η Σεπτεμβρίου ἕως 31 Αὐγούστου! ᾿Ακολουθεῖ τὸ ἀρχαῖο ἡλιακὸ ῥωμαϊκὸ ἡμερολόγιο.
Μάλιστα ὑπάρχει καὶ δεύτερο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, αὐτὸ τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ποὺ περιλαμβάνει τὸ Τριῴδιο, τὸ Πεντηκοστάριο, καὶ ὅλες τὶς Κυριακὲς τοῦ ἔτους. Αὐτὸ τὸ δεύτερο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα καὶ τελειώνει τὸ ἑπόμενο Μέγα Σάββατο! Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ λειτουργικὰ βιβλία ἔχουν τὰ ἀναγνώσματά τους ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ Πάσχα καὶ τελειώνοντας στὸ Μ. Σάββατο.
Αὐτὸ τὸ δεύτερο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος δὲν ἔχει σταθερὴ διάρκεια· ἄλλοτε μπορεῖ νὰ ἔχῃ μόνον 320 ἡμέρες καὶ ἄλλοτε 400! ᾿Ακολουθεῖ τὸ ἀρχαῖο σεληνιακὸ ἑβραϊκὸ ἡμερολόγιο! Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Πάσχα δὲν ἔχει σταθερὴ ἡμερομηνία· ἄλλοτε μπορεῖ νὰ τύχῃ 6 ᾿Απριλίου καὶ ἄλλοτε 8 Μαΐου. ᾿Εφέτος ἔχουμε Πάσχα 2 Μαΐου, ἀλλὰ τοῦ χρόνου τὸ Πάσχα εἶναι 24 ᾿Απριλίου. ῾Η χρονικὴ ἀπόστασι δηλαδὴ τῶν δύο Πάσχα εἶναι 357 ἡμέρες, λίγο λιγώτερο ἀπὸ ἕνα κανονικὸ ἔτος. ᾿Εὰν ἡ πολιτεία εἶχε καθιερώσει ὡς πρωτοχρονιά της τὴν 1η Μαΐου, θὰ φαινόταν ὅτι μέσα σὲ ἕνα (κοσμικὸ) ἔτος γιορτάζουμε δύο φορὲς τὸ Πάσχα! Αὐτὸ ὅμως θὰ ἦταν κάτι φαινομενικὸ καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀδιάφορο, διότι τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ πολιτικὸ καὶ ἔχει ἄλλες προδιαγραφές.
᾿Ακριβῶς τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωσι τοῦ παλαιοῦ κανόνος περὶ ἀπαγορεύσεως τελέσεως λειτουργίας δὶς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργὸ στὴν ἴδια ἁγία τράπεζα. ᾿Εφόσον ὁ λόγος εἶναι περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας, ἰσχύει τὸ λειτουργικὸ-ἐκκλησιαστικὸ 24ωρο νυχθήμερο καὶ ὄχι τὸ πολιτικὸ ἡμερονύκτιο! ῾Η ἡμέρα τῆς μοναδικῆς τελέσεως τῆς λειτουργίας ἐκτείνεται ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς προηγούμενης ἡμέρας μέχρι τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπόμενης. ᾿Ενῷ ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο βράδυ εἶναι λειτουργικῶς ἄλλη ἡμέρα.
Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ἔχουν καὶ τοῦτο τὸ ξεχωριστό· οἱ ἑσπερινοὶ κατ᾿ ἐξαίρεσιν δὲν ἀναφέρονται στὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀλλὰ στὴν ἡμέρα τὴν ὁποία τελοῦνται, σὰν ἕνα εἶδος ἀποδόσεως τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς ληγούσης ἡμέρας. Ἔτσι ὁ ἑσπερινὸς τῆς προηγιασμένης ποὺ τελεῖται τὴν Μεγ. Δευτέρα ἀναφέρεται ὑμνογραφικῶς καὶ ἑορτολογικῶς στὴν Μ. Δευτέρα καὶ ὄχι στὴν Μ. Τρίτη, γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε στὸν ἑσπερινὸ ἐπαναλαμβάνονται τὰ ἰδιόμελα τοῦ προηγηθέντος ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας.
Αντιστοίχως ὁ ἑσπερινὸς μὲ τὴν λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ τελεῖται τὸ Μ. Σάββατο ἀναφέρεται στὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τοῦ Μ. Σαββάτου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνεται τὸ δοξαστικὸν τοῦ ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου «Τὴν σήμερον μυστικῶς... τοῦτο γὰρ ἐστὶ τὸ εὐλογημένον Σάββατον...» ᾿Ενῷ ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου εἴτε στὶς 8 εἴτε στὶς 9 εἴτε στὶς 11 ἔχουμε εἰσέλθει ἐκκλησιαστικῶς καὶ λειτουργικῶς στὴν Λαμπρὰ Κυριακή!
Εἶναι ἐντελῶς λάθος καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀδόκιμον αὐτὸ ποὺ λέγεται κάθε χρόνο καὶ μὲ ἐπιπολαιότητα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, ὅτι τὴν ᾿Ανάστασι τὴν γιορτάζουμε τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου. Τὴν ᾿Ανάστασι τὴν γιορτάζουμε πάντοτε Κυριακή, ἀσχέτως πῶς ὑπολογίζει ἡ πολιτεία τὸ 24ωρό της.
Καὶ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία θεολογικὴ βάσι τὸ συχνάκις λεγόμενο καθ᾿ ὅλον τὸ ἔτος ὅτι σὲ περίπτωσι τελέσεως μικρᾶς ἀγρυπνίας (ἢ βραδινῆς λειτουργίας) πρέπει ἡ μεταβολὴ τῶν τ. δώρων νὰ γίνῃ τοὐλάχιστον στὶς 12.01, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀλλάξει ἡ ἡμέρα... ῾Η ἡμέρα ἔχει ἤδη ἀλλάξει ἀπὸ τὸν προηγηθέντα ἑσπερινό, καὶ δὲν ἔχει καμμία σημασία λειτουργικῶς, ἂν ἡ εὐλόγησις τῶν τ. δώρων συμβῇ στὶς 23.30 ἢ στὶς 00.30. Καμμία ἀπὸ τὶς δύο περιπτώσεις δὲν ἐμπίπτει στὴν παλαιὰ ἀπαγόρευσι τῆς συνόδου τοῦ ἔτους 613.
Δὲν εἶναι ἄγνωστο στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας κάποιες τυπικὲς διατάξεις νὰ ἔχουν τὶς ἐξαιρέσεις τους. Στὴν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ἡ ἀπαγόρευσι τοῦ νὰ τελῆται δύο φορὲς ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργὸ τὴν ἴδια ἡμέρα εἶχε μία καὶ μοναδικὴ ἐξαίρεσι. Ποιά ἦταν αὐτή; Μὰ ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα φυσικά! Ἦταν ἡ μοναδικὴ ἡμέρα ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρεπόταν, ἀλλὰ ἐπιβαλλόταν ὁ ἐπίσκοπος νὰ τελέσῃ δύο λειτουργίες, σχεδὸν συναπτῶς.
῞Οπως περιγράφεται σὲ ἕνα περίφημο κείμενο τοῦ 5ου αἰῶνος, τὸ λεγόμενο ῾Οδοιπορικόν, στὰ ᾿Ιεροσόλυμα τὸ μέγα Σάββατο γινόταν ἀπὸ νωρὶς ἡ βάπτισι τῶν φωτιζομένων στὸ βαπτιστήριο. Κατόπιν καὶ περὶ τὴν ἐνάτη ὥρα (περίπου 3 μ.μ.) μετέβαιναν οἱ νεοφώτιστοι μὲ λευκὴ στολὴ στὸν ναό, ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους πιστοὺς συμμετεῖχαν στὴν θ. λειτουργία (αὐτὴ ποὺ σήμερα τελοῦμε συνήθως τὸ πρωὶ τοῦ μεγ. Σαββάτου), ἡ ὁποία εἶχε ἀναστάσιμο περιεχόμενο καὶ ἐτελεῖτο ἀπόγευμα πρὸς βράδυ. ῞Οταν τελείωνε αὐτὴ ἡ λειτουργία, ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ καὶ οἱ νεοφώτιστοι καὶ οἱ κληρικοὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο μετέβαιναν μὲ πομπὴ στὸν ναὸ τῆς ᾿Αναστάσεως, ὅπου ἀνεγίνωσκαν τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου καὶ προσφερόταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ δεύτερη θ. εὐχαριστία κατὰ τὴν ἴδια νύκτα. (Βλ. ῾Οδοιπορικόν, κεφ. 38. – Κωνσταντίνου Καλοκύρη, «Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς ᾿Αρχαιολογίας», κείμενα καὶ μνημεῖα, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 461, ὑποσημ. 1. – Π. Τρεμπέλα, «Λειτουργικοὶ τύποι Αἰγύπτου καὶ ᾿Ανατολῆς», σ. 313. – Εὐ. Θεοδώρου, Τὸ ῾Οδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως λειτουργικῆς, «Θεολογία», 61, ἔτους 1990, σ. 137).
῾Επομένως σύμφωνα μὲ τὴν λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τὸ μόνον θέμα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀπασχολῇ τοὺς κληρικούς μας εἶναι τὸ ψευδοδίλημμα περὶ ἀπαγορευμένης τελέσεως δύο λειτουργιῶν μέσα στὴν ἴδια ἡμέρα. Καὶ τοῦτο γιὰ δύο λόγους· 1ον) διότι σήμερα ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου τελεῖται τὸ πρωὶ καὶ ἀνήκει στὸ Μ. Σάββατον, ἐνῷ ἀπὸ τὸ βράδυ ἔχουμε ἐκκλησιαστικῶς καὶ λειτουργικῶς εἰσέλθει στὴν Κυριακή, ἄρα δὲν ἔχουμε τέλεσι δύο λειτουργιῶν ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργό. 2ον) διότι καὶ ἂν ἀκόμη τελούσαμε δύο λειτουργίες μέσα στὴν ἴδια λειτουργικὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα εἶναι ἐξ ἀρχαιοτάτων ἐκκλησιαστικῶν χρόνων ἡ μοναδικὴ ἐξαίρεσι τοῦ κανόνος, στὴν ὁποία ἐπιτρέπεται νὰ συμβῇ αὐτό!
Τὸ μόνον ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι θὰ ἦταν πιὸ σύμφωνο μὲ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ τὴν λειτουργικὴ παράδοσι, ἂν ἡ ἀπόφασι γιὰ τὴν χρονικὴ προσέγγισι τῶν δύο λειτουργιῶν γινόταν μὲ ἀντίστροφη πορεία· δηλαδὴ ἂν μεταθέταμε τὸν ἑσπερινὸ καὶ τὴν λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου γιὰ ἀργότερα, μετὰ τὸ μεσημέρι, ὁπότε ὁ ὄρθρος καὶ ἡ λειτουργία τῆς ᾿Αναστάσεως θὰ μποροῦσαν νὰ ψαλοῦν νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ἐὰν γιὰ λόγους ἀνωτέρας βίας δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τελεσθοῦν στὴν καθιερωμένη τους ὥρα περὶ τὸ μεσονύκτιον.
Σὲ κάθε περίπτωσι ἂς εὐχηθοῦμε στὸν πανοικτίρμονα Κύριο νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ σύντομα νὰ μᾶς ἐπιτρέψῃ, παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας, νὰ τελοῦμε τὸ Πάσχα του ἐλεύθερα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κανονικότητα, τὴν ὁποία πάλι ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ᾿Αθωνίτης περιγράφει στὸ «Πηδάλιον» (σ. 297, ὑποσ. 2)· «Οἱ χριστιανοὶ μετὰ τὸ μεσονύκτιον πρέπει πρῶτον νὰ ἀκούουσιν ὅλον τὸν ὄρθρον τῆς ᾿Αναστάσεως, νὰ προσμένουσιν ἕως οὗ νὰ τελειώσῃ ἡ θεία λειτουργία, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ παύουσι τὴν νηστείαν καὶ νὰ ἐσθίουσι πασχαλινὸν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ».
* ῾Ο Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης εἶναι διδάκτωρ τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν (μουσικολόγος-τυπικολόγος), διπλωματοῦχος βυζαντινῆς μουσικῆς, φιλόλογος ἐπιμελητὴς ἐκδόσεων, πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας, ἀπόφοιτος τῆς 4ης τάξεως τοῦ ἐκκλησ. λυκείου Πατρῶν, συντάκτης τοῦ Κανοναρίου ἐτησίου τυπικοῦ) τῶν Διπτύχων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, συντονιστὴς στὸ Σεμινάριον ᾿Εκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ «Γεώργιος Βιολάκης», καὶ συγγραφεύς· ἀρθρογραφεῖ ἀπὸ τὸ 1985 σὲ ἔντυπα καὶ ἀπὸ τὸ 2001 στὸ διαδίκτυο, ἐνῷ διδάσκει τὸ μάθημα «Ζητήματα Τυπικοῦ» στὸ Εὐρωπαϊκὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου.