Πνευματικά ωφέλιμα

Η πεταλούδα των Χριστουγέννων

Θυμάμαι ακόμα ολοζώντανα εκείνα τα τελευταία Χριστούγεννα στο χωριό, πριν την μετάθεση των γονιών μου στη Θεσσαλονίκη. Κόντευε να πέσει το βράδυ της προπαραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν ξύπνησα κλαίγοντας σε κακά χάλια.  


Καθόμουν ανακούρκουδα στο κρεβάτι μου με τα μαλλιά ανάκατα να πέφτουν στα μάτια μου, το πρόσωπο κατακόκκινο και τα βλέφαρα ερεθισμένα απ' τον πυρετό που με έδερνε λόγω των πρησμένων αμυγδαλών μου.  


Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά και η δίψα μού είχε στεγνώσει το στόμα. Η μητέρα με βοήθησε να γείρω πάλι στο μαξιλάρι μου κι ύστερα με τα μαγικά της χέρια απόθεσε στο μέτωπό μου, τους κροτάφους και τις αρθρώσεις μου μικρές παγωμένες κομπρέσες με ξύδι και νερό απ' τη λεκανίτσα που είχε στο πλάι.  


Δίχως να το καταλάβω, βυθίστηκα αμέσως σε ύπνο απαλλαγμένη απ' τους πόνους και τις δονήσεις του σώματός μου, που τις προκαλούσε το ρίγος του πυρετού. Ήταν μια νυκτερινή έξοδος στην καρδιά του Χειμώνα, την ώρα που έλιωναν στον ουρανό οι χλωμές ακτίνες του ήλιου αφήνοντας να σέρνονται σαν τρόπαια πίσω τους τα μαβιά άμφια της δύσης, που σκόρπιζαν με ταχύτητα το γλυκό πένθος της βάφοντας το στερέωμα με μενεξελί αποχρώσεις.   


Γλιστρούσα απαλά μέσα στον χρόνο ακολουθώντας το μελιχρό φως του φεγγαριού, που πήρε τη θέση του στον κατάμαυρο φόντο και με τύλιγε ήδη στους αργυρούς ρόμβους του. Κατά περίεργο τρόπο ένιωθα ελεύθερη, απελευθερωμένη, παρασυρμένη σε μια μαγεία ηδονική, σχεδόν παραδεισιακή, που μου έδινε την εντύπωση ότι έπλεα μέσα στην μνήμη μου, ευάλωττη σε συγκινήσεις και πειρασμούς ασυμβίβαστους με την ηλικία μου, που μ' έκαναν όμως να νιώθω μεγάλη.  


Και ήμουν ''μεγάλη''! Μια πεταλούδα χειμωνιάτικη, μια πεταλούδα των Χριστουγέννων, που είχε μετασχηματιστεί μαγικά βγαίνοντας απ' το κουκούλι του σώματός της. Ήταν σαν ν' άνοιξα ξαφνικά μια πόρτα της ψυχής μου, απ' όπου ξεπετάχτηκαν να βγουν βιαστικά όλοι οι εφηβικοί πόθοι μου, οι σκέψεις και τα όνειρά μου, οι αναμνήσεις κι οι θεϊκοί ασπασμοί, που μ' έκαναν ν' αναγνωρίζω τους αρχαίους προγόνους, τους συγγενείς και τους φίλους μου.  


Μέσα σ' αυτούς τους τελευταίους αναγνώρισα την Φανή, τη φιλενάδα μου, που ήταν μεγαλύτερη από μένα, αναπτυγμένη, κομψή, μια τέλεια γοητευτική κοπέλα προς το τέλος της εφηβείας της. 

Η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά, αναγκασμένη καθώς ήταν να μένει άλαλη και τυφλή μέρες και νύχτες υπομένοντας τα μαρτύρια της αρρώστιας μου.  


‟Επιτέλους, ζω!,,”, είπα με χαρά από μέσα μου και γλίστρησα σα σύννεφο προς το μέρος της με ζωντανεμένο κορμί, για να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω μ' ένα σκαστό γελάκι, μεθυσμένο απ' τον πυρετό.  


Η Φανίτσα με κοίταξε ένα λεπτό σιωπηλή με τα ζουμπουλιά σπάνια μάτια της κι ύστερα μου χαμογέλασε γλυκά σχηματίζοντας δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλά της. Γρήγορα όμως σοβάρεψε πάλι και, υψώνοντας τα τόξα των καλογραμμένων φρυδιών της, με ρώτησε με ύφος ανήσυχο.  


- Κρινούλα, δε θα 'ρθεις μαζί μου να καλαντίσεις, όπως τότε που ήμασταν παιδιά; 
- Παα!.. Τι λες τώρα, Φανή; Και βέβαια θα 'ρθω... Μόνο που θα πάμε στα σπίτια της γειτονιάς, για να γυρίσω γρήγορα σπίτι, πριν να χειροτερέψω... 
- Δεν ήξερα πως είσαι άρρωστη... Τώρα που σε βλέπω, όμως, φοβάμαι πως δεν πρέπει να 'ρθεις..., μουρμούρισε στενάχωρα λοξοκοιτώντας προς την μεριά της μητέρας, που τη μάλωνε με τα μάτια της.  


- Έννοια σου και νιώθω καλύτερα τώρα με τα φάρμακα που μ' έδωσε ο γιατρός, την καθησύχασα. Έπεσε κιόλας ο πυρετός μου... Το νιώθω... Μην ανησυχείς. Μπορούμε να πάμε!.., συνέχισα και με ύφος ανέμελο, για να την ξεγελάσω, άρχισα να κάνω και σχέδια, που ήταν πανομοιότυπα με τα περσινά...  


- Θα πάρουμε και τον Λάμπη μαζί μας, για να κρατάει τα κεράσματα που θα μας δώσουν, τα δεματάκια με τις χορτόπιτες, τα μελομακάρονα, και τους κουραμπιέδες.
- Αν δεν τα φάει καθ' οδόν ο ίδιος, όπως έκανε πέρσι..., έκανε γελώντας πειραχτικά η φιλενάδα μου και μ' έστειλε γρήγορα να ντυθώ, για να πάμε μια βόλτα στο σχολικό πευκοδάσος και να να χαζέψουμε από κοντά τα χιονισμένα δέντρα και τα φυτά του. 
Βγήκαμε με πολλές προφυλάξεις από τον φόβο να μην γλιστρήσουμε. 

Κάπου κοντά στους σχολικούς κήπους είδαμε τον χιονάνθρωπο του πατέρα, με τον κόκκινο σκούφο του, τα καρβουνένια του μάτια και το μισάνοιχτο στόμα με το καρότο στην μέση, που στράβωνε αστεία προς τα δεξιά, σπρωγμένο απ' το φύσημα του ανέμου.  


Μέσα σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο μικρό πευκοδάσος, λίγα μέτρα μακριά απ' το ''σπίτι'' μας, το ''σπίτι του δασκάλου'', όπως λεγόταν. Σταθήκαμε άφωνες αποχαζεύοντας το λευκό μεγαλείο των πεύκων, που ήταν φορτωμένα με χιόνι!.. Τα λίγα πουλιά που υπήρχαν στα παγωμένα κλαδιά τους είχαν φουσκώσει σαν μπάλες χιονιού κι οι κρυσταλλένιες φωνούλες τους έφταναν λυπημένες στ' αυτιά μου.  


Το κρύο μπατσάκι στο μάγουλο από μια ριπή του ανέμου περόνιασε το κορμί μου, μα δεν είπα τίποτε στη Φανή, για να μην με τρέξει στο σπίτι. Στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του χιονιού ανακατεύτηκε περιέργως με εκείνην του ιωδίου και του ιδρώτα μου, που συνόδευε μέρες τώρα τον πόνο που με κεντούσε πότε στη γούβα του λαιμού και τις αμυγδαλές μου και πότε στο στήθος μου, απ' όπου έβγαιναν με δυσκολία οι μικρές αναπνοές μου.  


Ξαφνικά, η φίλη μου σταμάτησε και με τράβηξε να καθίσουμε στο παγκάκι που συνηθίζαμε να καθόμαστε παλιά στα διαλείμματα του σχολείου. Είχε αλλάξει ξαφνικά διάθεση και φαινόταν τώρα θλιμμένη και απελπισμένη. Κάποια στιγμή μάλιστα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της και τ' άφησε να ξεχειλίζουν στο ταραγμένο της πρόσωπο.  


- Τι έχεις, Φανή; Γιατί κλαις; τη ρώτησα ξαφνιασμένη νιώθοντας την καρδιά μου να σφίγγεται απ' την αγωνία. 
Γύρισε και με κοίταξε με απλανές βλέμμα, δίχως να πει τίποτε. Μόνο έκλαιγε με αναφιλητά. 
 

- Είμαι ερωτευμένη με τον Μάρκελλο, είπε κάποια στιγμή ψιθυριστά. Ήμουν από καιρό, δηλαδή..., αλλά δε στο είπα, γιατί είσαι μικρή ακόμα για να με καταλάβεις..., ξέσπασε και τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα.  


Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει στο στήθος μου. Μπροστά απ' τα μάτια μου πέρασε σα ζωγραφιά η εικόνα του γιου του γιατρού μας, που ετοιμαζόταν να πάει για σπουδές στην Ιταλία, όπως έκαναν τότε τα πλουσιόπαιδα.  


Είχε μαλλιά φωτεινά, που τόνιζαν τις ξανθές αποχρώσεις τους στο φως του ήλιου. Το όμορφο πρόσωπό του με τα αδρά και καλοφτιαγμένα χαρακτηριστικά κατέληγε σ' ένα δυνατό, υπογραμμισμένο σαγόνι, που ισοζύγιζε κάπως τα κοριτσίστικα βλέμματα, που έπεφταν βιαστικά στο πλούσιο στόμα με τα φιλήδονα χείλη.  


- Τα είχατε... φτιάξει, δηλαδή; Έγινες το κορίτσι του; τη ρώτησα ξεψυχισμένα και το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου δεν ήταν αυτήν τη φορά απ' τον πυρετό, που ένιωθα πως είχε υποχωρήσει.  


- Ναι..., είπε με λυγισμένη φωνή, μα τώρα τέλειωσαν όλα και φεύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Τον χάνω... Τον έχασα, Κρινιώ... Το καταλαβαίνεις; έκανε μ' έναν λυγμό σκύβοντας σαν κατάδικος το κεφάλι. 
 

Στο ημίφως του φεγγαριού και του φωτισμού του σχολείου είδα με απόγνωση τις γραμμές του προσώπου της να λυώνουν απ' τον σπαραγμό, τα μάτια της να περιτριγυρίζονται από κύκλους κοκκινωπούς, που έσβηναν κάθε ομορφιά απ' το σμαραγδένιο της βλέμμα, που πήρε τώρα μια άγρια λάμψη, απελπιστική και επικίνδυνη.  


Πετάχτηκα πάνω τρομαγμένη και την τράβηξα με το ζόρι, να τη σηκώσω απ' το παγωμένο παγκάκι μας. Τα ονειροπολήματά μου για την αγάπη, που έκαναν άλλοτε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, τώρα πέταξαν μακριά, λες και τρόμαξαν απ' τα λόγια της. 
 

Η φίλη μου σηκώθηκε με δυσκολία κι από εκεί, πιασμένες μπράτσο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. 
 

- Εσύ μου έλεγες, άλλοτε, πως ο έρωτας είναι υπέροχο πράγμα, μια ''βακχεία'' μεθυστική, που σε ζαλίζει, σε συνεπαίρνει και σε κάνει να πετάς στα ουράνια... Μα τώρα βλέπω πως είναι σκληρός και άκαρδος, γιατί σε έχει τσακίσει, Φανίτσα..., είπα με ραγισμένη φωνή και, μη μπορώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου, πρόσθεσα ψιθυρίζοντας, σαν έτοιμη για να κλάψω. Αν είναι να περάσω αυτά που περνάς για χατίρι του, καλύτερα να μην τον γνωρίσω ποτέ μου. 


- Σσσσ, είναι αμαρτία και μόνο που το λες, Κρινιώ... Δεν καταλαβαίνεις πως αυτό που περνάω εγώ τώρα είναι μέρος αυτής της μαγείας, που σου 'λεγα; έκανε με μικρό αναστεναγμό και συνέχισε με βραχνιασμένη φωνή, σαν να μονολογούσε. ''Γεννιέται απρόσμενα στις ψυχές μας σαν μαγικό αίσθημα, που κρύβει τη λαχτάρα της ένωσης, μαζί με μια μυστική προειδοποίηση για τα καλά και τα κακά που θα την ακολουθήσουν''... Ε, εγώ τώρα είμαι στα δεύτερα και πονάω... Είναι απλό και σύνθετο μαζί, που μόνο όταν θα μεγαλώσεις θα το καταλάβεις..., κατέληξε με ύφος μεγάλης, σαν να φιλοσοφούσε.    


Την λοξοκοίταξα με βλέμμα που έκρυβε αμφιβολία και διάθεση κριτική, αλλά δεν είπα τίποτα, για να μην τη στεναχωρήσω. Μόνο τάχυνα το βήμα μου, για να φτάσουμε γρήγορα σπίτι. Ήδη θαμπόφεγγε το γλαυκό φως του ορίζοντα κατά μήκος του Γαλλικού ποταμού, καλωσορίζοντας την καινούρια μέρα που ξημέρωνε, την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.  


Βγήκα απ' τον ύπνο μου μες στον ιδρώτα, που ξύπνησε το ''πνιγμένο'' στα φάρμακα σώμα μου. Οι συριγμοί στο πονεμένο μου στήθος είχαν εξαφανιστεί και τα σημάδια ανάκαμψης στον λαιμό ήταν προμήνυμα της ραγδαίας βελτίωσής μου. Μισάνοιξα τα βαριά μου βλέφαρα και κάρφωσα τα μάτια μου στους γονείς και τον αδελφό μου, που στέκονταν σαν άγρυπνοι φρουροί από πάνω μου.      


Συλλάβισα τα ονόματά τους και τους χαμογέλασα ενθαρρυντικά, για να τους βεβαιώσω πως ήμουν καλύτερα. Λίγες ώρες μετά, με τη δική τους βοήθεια, σηκώθηκα, ντύθηκα και ''πρόβαρα'' τη γιατρεμένη φωνή μου ανεβάζοντας τις χορδές της στα υψηλά ημιτόνια έκτασης, για να συνοδέψω τη φωνή της Φανίτσας, που ήρθε να μας καλαντίσει. 


- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος... 
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!.. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!..

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ