Θα έχετε δει φαντάζομαι αρκετές φορές, ότι αρκετοί μόλις αποκτήσουν σχέση με την εκκλησία, πάνε μερικές φορές σε κάποια αγρυπνία, πάρουν ένα κομποσκοίνι και αποκτήσουν γέροντα, αμέσως πλήττονται από το σύνδρομο του διαφωτιστή και σωτήρα των άλλων (το ίδιο εξίσου παθαίνουν κι αυτοί που πάνε ψυχοθεραπεία ή μετέχουν σε κάποια θεραπευτική ομάδα).
Καφέ δε μπορείς πλέον να πιείς μαζί τους ή να κάνεις μια ανθρώπινη κουβέντα. Πολλώ δε μάλλον να του πεις τα λάθη ή τα προβλήματα σου. Αμέσως αρχίζουν να διδάσκουν, περί του ορθού και σωστού, περί αμαρτίας, σωτηρίας, κολάσεως και παραδείσου με μία τέτοια απολυτότητα λες και μόλις κατέβηκαν από τον ουρανό με μαδημένες φτερούγες. Ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θα ήταν τόσο απόλυτος.
Ο αυτόκλητος απρόσκλητος «σωτήρας» ολημερίς διδάσκει, επιπλήττει, διορθώνει τις ζωές των άλλων, και γενικά ζητάει να τον προσέξουν πάντες μια κι εκείνος «ξέρει». Ξέρει βέβαια πάντα τα στραβά των άλλων και ποτέ τα δικά του.
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση ώστε να αντιληφθεί κάποιος ότι ένας τέτοιος άνθρωπος σαφέστατα δεν έχει προχωρήσει πνευματικά άλλα ούτε και θεραπευμένος είναι. Θα χρειαστεί ακόμη αρκετό δρόμο, ώστε να εισέλθει στην ωριμότητα της πνευματικής ζωής, που διακρίνεται από ταπείνωση, σιωπή, σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, στην μοναδικότητά και σε αυτό το ψυχικό timing, που είναι μυστήριο για την κάθε ψυχή.
Άλλωστε εάν ζει μέσα μας ο Θεός και έχουμε προχωρήσει θεραπευτικά, θα γνωρίζουμε ότι η μέγιστη αρετή είναι η διάκριση. Δηλαδή να ξέρεις πόσο, πώς και πότε θα μιλήσεις σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, γιατί ο Θεός δεν τσουβαλιάζει ούτε πετροβολά χριστιανικά…