Τὸ κρύο εὐνοεῖ τὶς ἰώσεις. Μὲ τὴν ζέστη αὐτὲς περιορίζονται. Τὸ κρύο νεκρώνει τὴν φύση, ποὺ ἀναμένει τὶς ζεστὲς ζωογόνες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, γιὰ νὰ
ξαναζωντανέψει. Τὸ κρύο ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, τοὺς ἀγρότες, σὲ χειμερία νάρκη, μὲ τὴν προσμονὴ τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἀνοίξεως, μὲ τὴν ὁποία ξεκινοῦν πάλι τὶς πολύμοχθες ἐργασίες τους. Τὸ κρύο συγκεντρώνει τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἑστίες τους, ὅπου παιδαγωγοῦνται μὲ τὴν ἐνθύμηση τοῦ παρελθόντος καὶ προγραμματίζονται γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ κρύο συντηρεῖ τὰ τρόφιμα, ἀλλὰ παγώνει τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες.
Τὸ κρύο, τέλος, μὲ τὶς σημερινὲς συνθῆκες καὶ ἐμπειρίες, εὐνοεῖ τὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἡ ὁποία ἀναμένει τὴν ζεστασιὰ τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ καλοκαιριοῦ, γιὰ νὰ ξεπερασθεῖ.
Ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα «ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» (Ψαλμ. 103, 24), στὸν ἐνιαύσιο κύκλο μᾶς φέρνει καὶ κρύο καὶ ζέστη. Ἂν δὲν μαζευόμαστε ἀπὸ τὸ κρύο στὰ σπίτια μας, δὲν θὰ ἀπολαμβάναμε τὴν ζέστη στὴν ἐξοχή, στὶς θάλασσές μας. Ἔχουμε, ἔτσι, ἀνθρώπινα, συσχετίσει τὸ κρύο μὲ κάτι περιοριστικό, ἴσως καὶ ἀποκρουστικό, ἐνῶ τὴν ζέστη μὲ κάτι ἐπιθυμητό, κάτι ὡραῖο. Λέμε γιὰ ἀντιπαθεῖς τύπους ἀνθρώπων: «Αὐτὸς εἶναι κρύος», «τὰ ἀστεῖα του εἶναι κρύα», «εἶναι ψυχρὸς ἄνθρωπος». Γιὰ συμπαθεῖς τουναντίον λέμε: «Ἔχει θερμὴ ἀγάπη», «ζεστὴ συμπεριφορά», «στέλνει ὁλόθερμες εὐχές», «ἡ καρδιά του εἶναι ζεστή».
Τὸ πρόβλημα τῶν ἡμερῶν ποὺ ζοῦμε εἶναι ὄχι τόσο ἡ ἐπίδραση τῶν καιρικῶν συνθηκῶν ζέστης καὶ κρύου στὴν καθημερινότητά μας, ποὺ πάντοτε ἀνικανοποίητοι δυσανασχετοῦμε γι’ αὐτές, ἀλλὰ καὶ λίγο ὡς πολὺ μποροῦμε νὰ τὶς βελτιώσουμε, ὅσο τῶν ψυχικῶν μας συνθηκῶν κρύου καὶ ζέστης σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς μας. Στὸν κοινωνικό μας περίγυρο, ἀκόμη καὶ στὸν χριστιανικό, βλέπουμε ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ ́ 12).
Γίναμε «κατεψυγμένοι» συναισθηματικά
Δυστυχία εἶναι νὰ βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν στὸ ἄμεσο κοινωνικό μας περιβάλλον ἄνθρωποι πού, ἂν καὶ διαμένουν σὲ πολυκατοικίες, ζοῦν σὰν σὲ ἀπομόνωση καὶ πεθαίνουν, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα, τοὺς ὁποίους κανεὶςμ δὲν ἐπισκέπτεται, κι ἂς πηγαινοέρχονται γύρω τους καθημερινὰ ἑκατοντάδες ἄνθρωποι· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη γέροντες ἀνήμποροι, παιδιὰ ἐγκαταλελειμμένα, μητέρες ἀβοήθητες, πρόσωπα ἐμπερίστατα ποὺ ἐπαναλαμβάνουν μὲ πόνο τὸ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε ́ 7) ὑπογραμμίζοντας, ἔτσι, τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ μοναξιὰ ἀποτελεῖ τραγικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας.
Καὶ εἶναι πράγματι τραγικό, σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ τὰ τελειότερα μέσα ἐπικοινωνίας, νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ μοναξιά, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση, ἀλλὰ ἡ ἐγκατάλειψη λόγῳ ἀπουσίας ἀγάπης. Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, τότε μπορεῖ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους κι ὅμως νὰ νοιώθεις μόνος· νὰ μὴν ἔχεις κάποιον νὰ ἐμπιστευθεῖς, νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου, νὰ ἐκφράσεις τὸν πόνο σου ἀλλὰ καὶ τὴν χαρά σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό μας, ἡ ἐπιδημία τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ τῆς σκληροκαρδίας καὶ τῆς περιφρονήσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἀρχῶν τῆς ἀγάπης, τῆς συμπόνιας, τῆς ἀλληλεγγύης.
Γι’ αὐτὸν τὸν ἰὸ δὲν μδημοσιεύθηκε τίποτα. Δὲν ἀναφέρεται ὡς πανδημία, παρ’ ὅτι εἶναι θανατηφόρος. Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ κλείνουν σχολεῖα, κλείνουν ἐπιχειρήσεις, ἐπιβάλλονται περιορισμοί, ἡ κοινὴ γνώμη γίνεται ἀνάστατη. Φοβούμεθα τὴν πανδημία, φοβούμεθα τὴν ἐξάπλωση τῆς ἰώσεως, φοβούμεθα καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο. Γιὰ τὸν πνευματικό, στὸν ὁποῖο ὁδηγούμαστε μὲ τὴν σκληροκαρδία μας, καμία συζήτηση.
Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐμβολίου καὶ τῆς ἀναμενόμενης ζέστης, ἡ ὁποία θὰ τὸν περιορίσει. Γιὰ τὸν ἰὸ τῆς σκληροκαρδίας ἡ ἐλπίδα εἶναι ἡ ζέση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐμβόλιο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἂν θερμάνουμε τὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ ἂν ζητήσουμε τὴν Θεία Χάρη, τότε θὰ νεκρώσουμε κάθε ἰὸ θανατηφόρο καὶ ὑγιεῖς θὰ πορευθοῦμε στὸν σταυρικὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, ποὺ σίγουρα μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση. Ὁ πνευματικὸς κορωνοϊὸς θὰ ἔχει ἐξαφανισθεῖ. Δὲν ζεῖ σὲ θερμὲς ἀπὸ ἀγάπη καρδιές.
Εὐχὴ διὰ τὴν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν
Πανάγαθε Πάτερ καὶ Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, ὁ ἀπαύστως τὸ γένος ἡμῶν «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι ́ 38), ὁ σπεύδων παρασχεῖν φάρμακα κουφισμοῦ τοῦ ἄλγους ὡς καὶ ὁλοσχεροῦς θεραπείας καὶ σωτηρίας τοῖς ἀλγεινῶς καὶ δυσιάτως νοσοῦσιν, ὁ μόνος δυνάμενος θεραπεύειν πᾶσαν νόσον ψυχικήν τε καὶ σωματικήν, ὁ καὶ διὰ τῶν ἀσθενειῶν παιδαγωγῶν ἡμᾶς, τοὺς ἐν τρίβοις ἁμαρτίας πορευομένους, ὁ θλιβόμενος ὁρῶν, ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ ́ 12), τῶν ἀσυμπαθῶς, οἴμοι, πολιτευομένων, ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, ὁ ἀεὶ καὶ διὰ παντὸς κηδόμενος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸς τὸ συμφέρον πάντα λυσιτελῶς οἰκονομῶν καὶ προνοούμενος καὶ αὐτὸ πᾶσιν ἀπονέμων κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιόν Σου ἔλεος, ὁ ἐπιτρέψας καὶ τὴν παροῦσαν διὰ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν, ἐν ᾗ τὸ εὐλογημένον γένος ἡμῶν κακῶς ὀδυνᾶται, ὁ τῇ ἀφάτῳ Σου ἀγαθότητι σχίσας τὸ χειρόγραφον τῶν ἡμῶν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὑπερτίμου Σου αἵματος, ὁ ἐκ τοῦ φλέγοντος πυρὸς τῶν ἀσθενειῶν καὶ περιστάσεων ὁδηγῶν ἡμᾶς εἰς δροσισμὸν καὶ ἀναψυχήν, Αὐτός, Πανοικτίρμον καὶ πανευΐλατε Θεάνθρωπε, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀπέλασον ἀφ’ ἡμῶν τῇ πανσθενεῖ Δεξιᾷ Σου τὸν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ κίνδυνον καὶ ἐν ὑγιείᾳ συντήρησον τοὺς εἰς Σὲ πιστεύοντας καὶ τῇ δυνάμει Σου καταφεύγοντας, ὅτι Σὺ εἶ ὁ ταχὺς ἀρωγὸς τῶν ἐν κινδύνοις, ἡ παραμυθία τῶν ἐν θλίψεσιν, ἡ ἐπίσκεψις καὶ ἴασις τῶν ἀσθενούντων, ὁμ σωφρονισμὸς τῶν δαιμονώντων, ἡ ἀντίληψις τῶν καμνόντων, ἡ ἔγερσις τῶν παραλύτων, ἡ τῶν τυφλῶν ἀνάβλεψις, ἡ τῶν χωλῶν εὐδρομία, ἡ ῥῶσις τῶν νοσούντων. Πρόσδέξαι οὖν, φιλάνθρωπε Σῶτερ καὶ Κύριε, τὴν δέησιν ἡμῶν καὶ δὸς ἡμῖν τὴν ταχεῖάν σου ἀντίληψιν· ἴδε ἐν ὄμματι συμπαθείας τοὺς πάσχοντας οἰκέτας Σου καὶ ἀπάλλαξους ἡμᾶς τε καὶ αὐτοὺς τῆς συνεχούσης τοῦ κορωνοϊοῦ μάστιγος. Δὸς τοῖς ἐξ αὐτοῦ νοσοῦσι τὴν τελείαν ἴασιν καὶ ποθεινὴν ὑγίειαν καὶ πᾶσιν ἡμῖν, θερμῶς δεομένοις Σου, τὴν δαψιλῆ χάριν Σου, ὅτι Σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας