Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Ως γνωστόν η χριστιανική πίστη δεν είναι θεωρητική, καρπός της διάνοιας ή φιλοσοφική σύλληψη, αλλά πραγματοποιεί υπέρβαση της λογικής, την ξεπερνά χωρίς να την απορρίπτει. Όταν μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εννοούμε ακόμη ούτε κάποια θρησκεία, ούτε κάποια ιδεολογία, ούτε μια αφηρημένη και συγκεχυμένη διδασκαλία, αλλά την αποκαλυφθείσα αλήθεια του Τριαδικού Θεού, ένα καινούργιο τρόπο ζωής, την ορθή δοξολογία, λατρεία και εκκλησιαστική εμπειρία του Θεού, όπως παραδόθηκε στους αποστόλους, και συνεχίστηκε στους αγίους, από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Η ορθή αυτή χριστιανική πίστη «μια για πάντα παραδόθηκε στους αγίους» (Ιούδα 3) και δεν επιδέχεται μετατροπές, βελτιώσεις ή αφαιρέσεις. Στην Εκκλησία διαφυλάσσεται ως τρόπος ζωής και διδαχή δια των γενεών, η ανόθευτη αποστολική Παράδοση, δηλαδή «ό,τι πάντοτε, παντού και από όλους πιστεύτηκε» (Βικέντιος Λειρίνου). Ο απ. Παύλος μιλάει εξάλλου για «Έναν Κύριο, μια πίστη, ένα βάπτισμα, ένα Θεό και Πατέρα όλων» (Εφεσ. 4,5), και πως η Εκκλησία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Η Εκκλησία λοιπόν είναι ζωντανή, είναι το σώμα του Χριστού, με εμάς να αποτελούμε τα μέλη και ο Θεάνθρωπος την κεφαλή (βλ. Α΄ Κορ. 12,27). Δεχόμαστε τις αλή-θειες του Θεού γιατί λειτουργούν άριστα στην καθημερινή ζωή μας. Ζούμε το Θεό ανά πάσα στιγμή, μέσω της Θείας Λειτουργίας, της αγάπης και της προσευχής, «μέσα σ’ αυτόν αναπνέουμε και υπάρχουμε», όπως ακριβώς το φαγητό και το πότο μετασχηματίζονται σε ψυχοσωματική ζωή, χωρίς διανοητική από εμάς προσπάθεια και μέριμνα.
Από τον ως άνω φυσικό και υγιή, και δια της Θείας Λατρείας πνευματικώς ανακαινισμένο τρόπο ζωής, αποκόπηκαν ένεκεν εγωισμού και επειδή αρκέστηκαν σε μια ορθολογική και διανοητική κυρίως επεξεργασία των αληθειών της πίστεως, οι ανά την ιστορία αιρεσιάρχες. Αίρεση σημαίνει απομόνωση μέρους μόνο της αληθείας και επιλογής του προς αντικατάσταση του Όλου. Σημαίνει προσπάθεια ένταξης ιουδαϊκών αρχικά και ειδωλολατρικών στη συνέχεια αντιλήψεων στη θεολογία, παραχάραξη της αλήθειας, αποκλειστική χρήση της φιλοσοφίας ή και ανατολικών θρησκειών προς ερμηνεία της πίστεως, ιδεολογικό κατασκεύασμα που λει-τουργεί εις βάρος της αυθεντικής ζωής. Ο απόστολος Ιωάννης, στην Α΄ και Β΄ επιστολή του, γράφει για πολλούς ψευτοπροφήτες και πλάνους που ξεχύθηκαν στον κόσμο (4,1 & 1,7 αντίστοιχα), ο απ. Πέτρος μιλάει «για αιρέσεις απωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1) και ο απόστολος Παύλος εφιστά την προσοχή μπροστά στον κίνδυνο των ψευτοδιδασκάλων που λαλούν «διεστραμμένα» με σκοπό να παρασύρουν χριστιανούς (Πράξ. 20,30). Η αίρεση, από τη φύση της, προκαλεί μια εσωτερική πληγή στο σώμα της Εκκλησίας που απαιτεί θεραπεία. Οι αιρετικοί αλλοιώνουν και παραχαράσσουν το νόημα του Ευαγγελίου, διότι είναι παιδιά της υπερηφανείας και απατεώνες του πνεύματος, ενώ εξελίσσονται σε ψευτομάρτυρες της πίστεως για το ευρύ κοινό. Οι αιρέσεις είναι χειρότερες μάλιστα από τους διωγμούς που υπέστησαν (αλλά και υφίστανται, λ.χ. στην Αίγυπτο) οι χριστιανοί, διότι στους μεν διωγμούς δημιουργείται συσπείρωση των πιστών και ενότητα πίστεως, ενώ στις αιρέσεις ύπουλα, παραπλανητικά και έντεχνα μεθοδεύονται πλανεμένες ερμηνείες κατά των δογμάτων και της αλήθειας που εκπροσωπεί η Εκκλησία. Χειρότερες αιρέσεις ήσαν όσες αμφισβήτησαν το Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το τρισυπόστατο και Ομοούσιο της Αγίας Τριάδος.
Ο Χριστός είχε φυσικά εξαρχής αποκαλύψει ότι όσο κι αν πασχίζουν οι κακοί και ύπουλοι εργάτες στον κόσμο (Φιλ. 3,2), «οι πύλες του άδη δεν θα μπορέσουν να εκμηδενίσουν το έργο της Εκκλησίας» (Ματθ. 16,18), αφού Εκείνος έδωσε τη ζωή Του γι’ αυτήν (Ιω. 3,16-17), τη στηρίζει ως το σώμα Του (Εφεσ. 5,30) και στον αιώνα θα είναι η κεφαλή της (Εφεσ. 1,22-23). Αντίπαλοι των αιρέσεων, και ορθοτόμοι της αληθείας, αναδείχτηκαν οι Απόστολοι και Προφή-τες της πρώτης Εκκλησίας, οι μαθητές των μαθητών του Χριστού (αποστολικοί Πατέρες) και διαχρονικά στην μετά Χριστόν ιστορία της σωτηρίας οι Πατέρες της Εκκλησίας. Φωτεινές μορφές, σπουδαίοι ασκητές, άγιοι επίσκοποι συνήθως και Λειτουργοί του Υψίστου, διαβασμέ-νοι καλά στην Θεολογία, φιλοσοφία και επιστήμη ενίοτε της εποχής τους, προέβαλαν το ανάστημά τους και καταπολέμησαν το ψέμα, αποκάλυψαν την αλήθεια και συνέβαλαν στην ειρήνη και την ενότητα του λαού του Θεού, που είχαν δοκιμαστεί από τις αιρέσεις.
Η Πατερική διδασκαλία εκφράστηκε μέσω κυρίως των Οικουμενικών Συνόδων. Σύνοδος (συν+οδός) σημαίνει κοινή πορεία, εκκλησιαστική και σωτηριολογική. Μόνο η διαχρονικώς εκφρασθείσα Αποκάλυψη του Θεού είναι στην ιστορία η σωτήρια και η αληθινή. Τα δόγματα της Εκκλησίας -που είναι τρόποι κοινωνίας με το Θεό (αν γίνουν βιώματα των πιστών μέσω της Θείας Λατρείας) και όχι αφηρημένες μεταφυσικές κατασκευές- είναι οι αλήθειες εκείνες που παντού, πάντοτε και από όλους έγιναν πιστευτές. Έτσι, οι αναγνωρισμένες από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας Σύνοδοι (γιατί ο λαός είναι πάντοτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο φρουρός και υπερασπιστής της πίστεως), στις οποίες συμμετείχαν μεγάλες μορφές θεολογικές και εκκλησιαστικές (οι Πατέρες ονομάζονται «πάγχρυσα στόματα του Λόγου»), εξέφρασαν την αλήθεια στην ιστορία, ερμήνευσαν Ορθοδόξως λεπτότατα σημεία της Αγίας Γραφής και γνωμάτευσαν για επιτακτικά διοικητικά και λατρευτικά ζητήματα. Ιδιαιτέρως πρέπει να τονίσουμε εδώ πως οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια, ωσάν να μην την γνώριζε η Εκκλησία, αλλά απλά την εκφράζουν όσον το δυνατόν καλύτερα και εμβαθύνουν σ’ αυτήν. Προηγείται η θεολογικά φωτισμένη διδασκαλία των αγίων εκκλησιαστικών μορφών και ακολουθούν οι Όροι και αποφάσεις των Συνόδων, μέσω των οποίων η Σύνοδος δεν ασκεί εξουσιαστική αυθεντία, αλλά εκφράζει την εσωτερική καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή νομοθετεί θεολογικά για να σώσει ψυχές, προσφέρει πνευματικά φάρμακα θεραπείας, που είναι οι εντολές του Χριστού, και δεν είναι στη φύση της να επιβάλλεται στους πιστούς.
Όπως προαναφέραμε, η Εκκλησία απάντησε δια Συνοδικών αποφάσεων στην διαστρεβλωμένη διδασκαλία πολλών αιρέσεων, που ταλάνιζαν και παραπλανούσαν χιλιάδες πιστούς: Ο Άρειος, ένας λόγιος ιερέας στην Αλεξάνδρεια, δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν είναι Θεός, αλλά το ανώτερο δημιούργημα του Θεού. Η Αρειανική κακοδοξία καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική το 325 μ.Χ., που διατύπωσε και τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Ο άγιος Αθανάσιος αναδείχτηκε τότε σε ψυχή της Συνόδου και οι Ορθόδοξες θέσεις του υπερίσχυσαν στην Σύνοδο. Στη συνέχεια, ο Μακεδόνιος (αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως) και η παράταξή του αρνήθηκαν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος (Πνευματομάχοι). Καταδικάστηκαν από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 381 μ.Χ., έπειτα από πρωτοβουλία του Μεγάλου Θεοδοσίου, η οποία και συνέταξε τα πέντε τελευταία άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Στις Χριστολογικές αιρέσεις, που επιχείρησαν να εξηγήσουν εσφαλμένα το μυστήριο των δύο φύσεων του Χριστού, ανήκουν ο Νεστοριανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός. Ο Νεστόριος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δεν δίσταζε να διδάσκει πως ο Χριστός ήταν περισσότερο άνθρωπος και λιγότερο Θεός. Την Παναγία ονόμαζε μάλιστα Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο, θεωρώντας ότι γέννησε έναν απλό άνθρωπο, τον Ιησού, στον οποίον αργότερα κατοίκησε ο Θείος Λόγος. Καταδικάστηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 431 στην Έφεσο, που διακήρυξε ότι σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, την Παράδοση και την Αγία Γραφή, ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος, έχει δύο φύσεις (την θεία και την ανθρώπινη) ενωμένες στο πρόσωπό του, και όχι ένας άνθρωπος που πρόκοψε ηθικά. Στην Αποκάλυψη, αναφέρεται άλλωστε να λέει ο Χριστός: «Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο οποίος υπάρχει, ο οποίος υπήρχε, και ο οποίος θα έρθει, ο Παντοκράτορας» (1,8). Και προς τον Τιμόθεο, ο Παύλος λέγει: «Ο Θεός φανερώθηκε σαρκωμένος...» (Α΄, 3,16 κ.ε.). Νεστοριανικές Εκκλησίες υπάρχουν σήμερα κυρίως στο Ιράκ, Ιράν και Συρία.
Ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την αντίθετη πλευρά, κυριότερος εκπρόσωπος του Μονοφυσιτισμού, υποστήριζε κοντολογίς ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη. Καταδικάστηκε από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 451 μ.Χ., στην Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος απεφάνθη ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη (είναι πραγματικά Θεάνθρωπος), που δεν συγχέονται μεταξύ τους, είναι αδιαίρετες και αχώριστες, και ενώνονται υποστατικά στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού, του μονογενή Υιού Του. Διαθέτουμε εξάλλου πολλές θεολογικές πληροφορίες από την Κ.Δ. ότι ο Ιησούς ήταν πραγματικός και πλήρης άνθρωπος επί της γης, όπως ήταν (και είναι) και πλήρης Θεός. Ενώ λέει λ.χ. ως Θεός «Εγώ και ο πατέρας μου ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ» (Ιω. 10,30), εν τούτοις αναφέρει ως άνθρωπος: «Ο πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από μένα» (Ιω. 14,28). Με τη φράση αυτή αναγνωρίζει επίσης τον Πατέρα ως αιτία και πηγή της (αϊδίου) υπάρξεώς Του, αφού είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Την ίδια έννοια έχουν και τα λόγια του Χριστού: «Μου δόθηκε ΟΛΗ («πάσα») η εξουσία στον ουρανό και στη γη» (Ματθ. 28,18). Ομιλεί πάλι ο Κύριος ως άνθρωπος, διότι ως άνθρωπος παίρνει τώρα την εξουσία που είχε και έχει πάντοτε ως Θεός. Αν ισχυριστεί κάποιος ότι ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ παίρνει την εξουσία ο Χριστός από τον Θεό, ενώ δήθεν δεν την είχε πριν, είναι το ίδιο σαν να δεχθεί κάποιος, αθεολόγητα στο προηγούμενο χωρίο, πως δίνοντας ο Πατέρας την «πάσαν εξουσία» του στον Υιό του, έμεινε ο ίδιος χωρίς καμία δύναμη και κυριότητα. Και σε άλλα σημεία της Γραφής εμφανίζεται ο Χριστός: να είναι κουρασμένος, να αγωνιά, να υποφέρει, να λυπάται, να παρακαλάει τον Πατέρα Του για να μην πιεί το ποτήρι του πόνου και της θυσίας («παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»), αλλά αμέσως να υπαναχωρεί και να λέει «αλλά όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις» (Ιω. 26, 39-40). Άλλωστε πάνω στο σταυρό είπε και το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες» (Μθ. 27,46). Αυτά τα λίγα μάς δείχνουν ότι ο Χριστός ήταν πλήρως και πραγματικά Θεάνθρωπος, ότι διέθετε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, ατρέπτως ενωμένες στο θείο του πρόσωπο.
Θεός επομένως που έγινε και πλήρης άνθρωπος ήταν ο Χριστός και έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα του: Στον απόστολο Φίλιππο π.χ., που του ζήτησε κάποτε να τους αποκαλύψει τον Πατέρα Του, τού λέγει: «Τόσο καιρό είμαι μαζί σας Φίλιππε και δεν με γνώρισες;» (Ιω. 14, 8-10). Στον απόστολο Θωμά, που ρώτησε να μάθει τον δρόμο προς τον Θεό, απαντά: «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». Αφετέρου δε ο Χριστός είναι και τέλειος άνθρωπος: Ο απ. Παύλος, που μαρτύρησε για τον Χριστό, ενώ αρχικά ήταν σκληρός διώκτης των χριστιανών, γράφει στους Γαλάτες: «Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έστειλε ο Θεός τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα, υποτάχθηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει τούς υπό τον νόμο, ώστε να απολαύσουμε την υιοθεσία» (4,5). Η διπλή αυτή φύση του Χριστού είναι που οδηγεί σε ενότητα με το Θεό και τους συνανθρώπους. Κάθε άλλη ατομική άποψη για τον Χριστό καθιστά αμφίβολη τη σωτηρία του ανθρώπου, διότι δεν δίνει λύση στο δραματικό χαρακτήρα της υπάρξεως. Αιρετικά ιδωμένος δηλαδή ο Χριστός δεν θα μπορούσε να σώσει το πλάσμα του, τον άνθρωπο, αλλά θα παρέμενε η σωτηρία μια ακόμη ηθική προσπάθεια στο επίπεδο της καλυτέρευσης της ζωής και των καλών τρόπων και όχι πορεία προς τον αγιασμό και τη θέωση. Πέραν του Χριστού, ως όντως Θεανθρώπου, η επικοινωνία, σχέση και ένωση ακτίστου Θεού και κτιστού ανθρώπου είναι αδύνατη και το μονοπάτι της θεογνωσίας κλειστό. Δι’ αυτής της εκκλησιαστικής πίστης και ζωής οι χριστιανοί εξαγιάζονται και η ανθρωπότητα έχει κάθε στιγμή δυνατότητα και ελπίδα σωτηρίας. Οι Εκκλησίες των Μονοφυσιτών, που μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Αίγυπτο και τη Συρία (Κόπτες και Ιακωβίτες), ονομάζονται ΠροΧαλκηδόνιες ή ΑντιΧαλκηδόνιες. Στη συνέχεια, οι Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι, που συγκλήθηκαν το 553 και 681 αντίστοιχα στην Κωνσταντινούπολη, καταδίκασαν τον Μονοθελητισμό, που υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε μια μόνο θέληση και ενέργεια, τη θεϊκή. Διατύπωσαν την Ορθόδοξη διδασκαλία πως ο Χριστός είχε δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά η ανθρώπινη θέλησή Του υποτασσόταν στη θεϊκή.
Σοβαρό πρόβλημα για την συνοχή των πιστών, θεολογικά και κοινωνικά, προξένησε η αίρεση της Εικονομαχίας. Ταλαιπώρησε ως γνωστόν για 100 περίπου χρόνια την Εκκλησία και δια της Ζ΄ Οικουμενικής, που συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, καταδικάστηκε ως αίρεση. Έκτοτε διασαφηνίστηκε η αλήθεια για την εκκλησιαστικώς παιδαγωγική σημασία των εικόνων και για το ότι η τιμή προς τις εικόνες απευθύνεται προς τους αγίους που βρίσκονται στον πνευματικό ουρανό (και δι’ αυτών βέβαια προς τον Θεό) και όχι φυσικά προς τα υλικά κατα-σκευής της. Επί Εικονομαχίας, και με την πολεμική των αυτοκρατόρων, καταστράφηκαν εικόνες, έκλεισαν μοναστήρια, κακοποιήθηκαν ιερείς, καταδιώχθηκαν μοναχοί και μοναχές, τους ανάγκαζαν να παντρευτούν ή τους εξόριζαν, πολλούς τους εκτέλεσαν. Ιωάννης ο Δαμα-σκηνός (676-749), Σύριος μοναχός και ιερέας, εκκλησιαστικός διδάσκαλος και Πατέρας, υπε-ρασπίστηκε σθεναρά τις εικόνες, με τους λόγους του «Υπέρ των αγίων εικόνων». Ο Θεόδω-ρος Στουδίτης, ηγούμενος και αγωνιστής υπέρ των εικόνων, φυλακίζεται και εξορίζεται. Ενώ όμως ο αυτοκράτορας Θεόφιλος εξακολούθησε εικονομαχική σκληρή πολιτική, η γυναίκα του Θεοδώρα, μετά τον θάνατό του και κατά παραχώρηση Θεού, συγκάλεσε Σύνοδο (843) στην Κων/πολη, που επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της 7ης Οικ. Συνόδου και αναστηλώθηκαν τελικά οι εικόνες στους ναούς.
Η εικονομαχία υπήρξε στην ουσία της μονοφυσιτική αίρεση, πόλεμος κατά της ομορφιάς και μοναδικότητας του προσώπου, πόλεμος κατά της Εκκλησίας. Οι εικονομάχοι αρνιόντουσαν στην πραγματικότητα την αξία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, αφού δεν δέχονταν την εξεικόνισή του, διότι, καθώς έλεγαν, βλέποντας την εικόνα του Ιησού δεν διακρίνουμε την θεία του φύση. Οι εικονόφιλοι και Ιωάννης ο Δαμασκηνός αντέτειναν ότι δεν εικονίζουμε και δεν αγιογραφούμε κάποια από τις δύο φύσεις του Κυρίου ξεχωριστά, αλλά το θείο Του πρόσωπο, με το οποίο άλλωστε φάνηκε, έδρασε, θαυματούργησε, δίδαξε και στον κόσμο. Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ καθιερώθηκε ως επίσημη γιορτή για την αναστήλωση των εικόνων. Προσκυνούνται οι εικόνες και περιφέρονται στο ναό. Δια των εικόνων δοξάζεται ο Τριαδικός Θεός, και φέρνουμε στη μνήμη μας όλα τα σωτηριώδη γεγονότα της ζωής του Κυρίου, την μεγάλη τιμή προς την Θεοτόκο καθώς και προς τους αγίους, τους φίλους και ακολούθους του Χριστού. Εκφράζεται έτσι η ενότητα της Εκκλησίας και η θεία υιοθεσία των χριστιανών. Η τιμή, όπως αναφέρθηκε, δεν πηγαίνει στα υλικά της εικόνας, την μπογιά, το ξύλο, το χαρτί κ.λπ., αλλά ανεβαίνει στα ουράνια πρόσωπα, και τελικά τιμάμε λατρευτικά τον ίδιο τον Θεό. Οι εικόνες δεν είναι ειδωλολατρικά κατάλοιπα, όπως ισχυρίζονται εσφαλμένα ομάδες ετεροδό-ξων, φτάνει να αποδίδεται η λατρεία στον ίδιο τον Θεό (βλ. π.χ. Π.Δ. Εξ. 25,18 / Β΄ Παραλ. 3,10). Και μέσω άλλωστε υλικών αντικειμένων διοχετεύεται η χάρη του Θεού, φτάνει να υπάρχει αληθής πίστη, όπως συνέβαινε με τη ράβδο του Μωυσή, το χάλκινο φίδι στην έρημο, τη ράβδο του Ααρών, τα σουδάρια του Παύλου κ.λπ.
Τέλος, «Ο χορός των αγίων Πατέρων… κήρυξε μια ουσία και φύση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και παρέδωσε με σαφήνεια στην Εκκλησία το μυστήριο της Θεολο-γίας» (Δοξαστικό των Αίνων Κυριακής Αγίων Πατέρων). Δια των αγίων και πατέρων, η Εκκλησία, «φορώντας χιτώνα αληθείας, που υφάνθηκε από την ουράνια θεολογία, διδάσκει ορθόδοξα και δοξάζει το μέγα μυστήριο της πίστης» (Κοντάκιο της Κυριακής των Αγίων Πατέ-ρων).
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
• «Αιρέσεις στην Ελλάδα….», αρχιμ. Γερβ. Ραπτόπουλου, Αποστολική Διακονία, έκδ. 1994
• «Βήματα Πίστης και Ζωής», Αν. Αργυρόπουλου-Δ. Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, Αθ. 2000
• «Εκκλησία: Η Νέα Κοινωνία σε Πορεία», Αργυρόπουλου-Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, Αθ. 2003
• «Μαθητές Εκείνου», αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, Αθ. 1984
• «Ο Θεολόγος καθηγητής στην τάξη – σχέδια διδασκαλίας για το Γυμνάσιο», Ν. Νευράκη-Δ. Καλτσούλα, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 2000
• «Ορθόδοξη Πίστη και Λατρεία», ΟΕΔΒ, 2005