Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας για την εορτή της Πεντηκοστής, χθες, 12 Ιουνίου 2022, στον Πατριαρχικό Ναό, συλλειτουργούντων του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αχρίδος κ. Στεφάνου και των Σεβ. Μητροπολιτών Πρεσπών και Πελαγονίας κ. Πέτρου, Ντέμπαρ και Κιτσέβου κ. Τιμοθέου, Μεξικού κ. Αθηναγόρα, Μυριοφύτου και Περιστάσεως κ. Ειρηναίου, Μύρων κ. Χρυσοστόμου, Ειρηνουπόλεως κ.Νικάνδρου και Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλοχίου.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο Παναγιώτατος προέστη της Ακολουθίας του Εσπερινού του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ανέγνωσε και τις ευχές της Γονυκλισίας.
Παρέστησαν Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, Ιεράρχες, κληρικοί και Μοναχοί της υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Εκκλησίας, ο Πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας Εξοχ. κ. Dimitar Kovačevski, με πολυμελές κλιμάκιο Υπουργών και συνεργατών του, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μ.τ.Χ.Ε., με επί κεφαλής τον Γενικό Γραμματέα της Αδελφότητος τους, “Παναγία η Παμμακάριστος”, Εντιμολ. Άρχοντα Διδάσκαλο του Γένους κ. Κωνσταντίνο Δεληκωσταντή, Αντιπροσωπεία της Διακοινοβουλευτικής Συνελεύσεως Ορθοδοξίας, υπό τον Γενικό Γραμματέα αυτής Εντιμ. κ. Μάξιμο Χαρακόπουλο, Βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ουκρανίας Εντιμ. κ.Roman Nedilskyi, και της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας Εντιμ. κ. Aktan Ago, η Πρόξενος της Ελλάδος Ευγεν. κ. Δανάη Βασιλάκη, πιστοί από την Πόλη, και πλήθος προσκυνητών από την Ελλάδα, από τη Δημοκρατία της Βορείου Μακεδονίας και άλλες χώρες.
Στην ομιλία του ο Παναγιώτατος, αναφέρθηκε στη μεγάλη εορτή της Πεντηκοστής και επισήμανε ότι, “η Εκκλησία τυγχάνει το δώρον του Παναγίου Πνεύματος εις τον κόσμον. Άνευ της Εκκλησίας δεν θα ηδύνατο η εις Χριστόν πίστις να ενιδρυθή εις τον κόσμον. Άνευ της Εκκλησίας, ήτις υπάρχει το Άγιον Σώμα του Χριστού, η πίστις δεν θα ήτο πράξις, ζωή, αγών, πάλη, πτώσεις, μετάνοια, ελπίς, αγιασμός, σταυρός και ανάστασις των ανθρώπων, αλλά θεώρημα και ιδέαι χωρίς αντίκρυσμα. Η εκπλήρωσις της Επαγγελίας του Πατρός είναι η Εκκλησία. Εκκλησία σημαίνει διαρκής και συνεχής Πεντηκοστή”.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Παναγιώτατος είπε ότι ο εκκλησιαστικός βίος δεν υπήρξε ακύμαντος, “καθώς και η αγιοτρόπος ζωή της Εκκλησίας δεν υπήρξε μονολιθική και μονοσήμαντος”, και τόνισε ότι στην Εκκλησία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. “Αφού σκοπός και τέλος είναι η σωτηρία όλων, η Εκκλησία ευρίσκει τρόπους να υπερνικά τα εμπόδια και να θεραπεύη τα προβλήματα”, πρόσθεσε και συνέχισε:
“Με πρόνοιαν και σοφίαν αι Άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι της Εκκλησίας εφύτευσαν φύτευμα αληθείας και έθεντο όρους και κανόνας διά το θείον Καλλιέργημα. Οι Πνεύματι Θεού αγόμενοι Θείοι Πατέρες, προσηλωμένοι μεν εις την οδόν των Εσχάτων, πλην γνωρίζοντες την ρευστότητα της ανθρωπίνης φύσεως, έβαλον περιτειχίσματα και φραγμούς διά την περιφύλαξιν της αμωμήτου πίστεως. Ανέθεντο δε εις τους κατά το φαινόμενον μικρούς ώμους του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τον Σταυρόν της ιεροκανονικής εποπτείας του κατά Ανατολάς Κυριακού Σώματος, ήτοι του κρίνειν τους Επισκόπους της Οικουμένης, και ώρισαν εξαίρεσιν παράδοξον μεν, πλην, ως έδειξεν η πράξις της Εκκλησίας, αρίστην, σοφήν και αγίαν εις την ενόριον διάρθρωσίν της. Άνευ της τοιαύτης οριοθεσίας η πολυπτυχία της εκκλησιαστικής ζωής θα ήτο δαιδαλώδης και τα ανακύπτοντα κατά καιρούς και χρόνους ζητήματα θα περιεπλέκοντο και θα εμεγεθύνοντο. Δεν κρίνομεν σκόπιμον να παραθέσωμεν επί μέρους παραδείγματα προς απόδειξιν της πολυτιμότητος της κληρονομίας αυτής διά την καθόλου Εκκλησίαν, καθώς μέχρι της σήμερον η κατά Ανατολάς Αγία του Χριστού Εκκλησία ευθυδρομεί εξ αυτής.
Δεν ομιλούμεν μετ’ ανθρωπίνης εγκαυχήσεως, αλλά φέροντες τα στίγματα του Κυρίου Ιησού ομολογούμεν την αλήθειαν, κηρύττομεν τον έλεον, ου κρύπτομεν την ευεργεσίαν, ως έχομεν χρέος να πράξωμεν.
Ας αναλογισθή έκαστος εξ ημών πως θα ήτο η Εκκλησία άνευ της εκ του Εκκλήτου απορρεούσης χάριτος. Οι σήμερον αντιλέγοντες η αμφισβητούντες τα προλεχθέντα είναι εξ όσων έλαβον την πίστιν και την σύστασίν των εξ αυτής και μόνον της εκκλησιαστικής πραγματικότητος. Λυπούμεθα καθώς εξαναγκαζόμεθα να ομιλώμεν δι’ εαυτούς, αλλ’ ανάγκη επίκειται διά να φανερωθή η αλήθεια. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι μήτηρ, τροφός, τιθηνός και κληροδότις των εκασταχού τέκνων της. Δεν χρησιμοποιεί τας ευθύνας της προς επίδειξιν και αυταρέσκειαν. Μερίζεται καθ’ εαυτήν, θυσιάζεται, συγκοπιά, αγωνιά, επισκοπεί μετά διακρίσεως, νουθετεί, υπομιμνήσκει, προσεύχεται και συμμετέχει εις τα ευχάριστα αλλά και τα δυσάρεστα των κατά τόπους Εκκλησιών.
Το αποδεικνύει η ιστορία, το επιβεβαιοί το σήμερον. Οι πανσεβάσμιοι και γεραροί Πατριαρχικοί Θρόνοι της Ανατολής δεν θα υπήρχον σήμερον άνευ της αιματηράς και κοπιώδους εξαντλήσεως της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, αλλά και αυτή ακόμα η μικρά, πλην καλώς και αγίως θεσμοθετημένη, κατά Κύπρον Εκκλησία δεν θα υφίσταντο χωρίς την μέριμναν και την πρόνοιαν των κατά καιρούς Οικουμενικών Πατριαρχών. Αυτοί περιεφύλαξαν ως κόρην οφθαλμού την ιεράν του Αγίου Πνεύματος κληρονομίαν, πάντοτε προσβλέποντες εις την ανακαινιστικήν Του χάριν και δύναμιν˙ και αι εξελίξεις επεκύρωσαν τας επιλογάς των. Δυστυχώς όμως η μεγαλωσύνη και η έως αφελείας αγαθότης της Μητρός Εκκλησίας, εκλαμβάνεται υπό των ευεργετηθέντων ως αδιαφορία, αδυναμία και ανικανότης. Αι νεοπαγείς και νεότευκτοι Εκκλησίαι αισθάνονται ότι παρερμηνεύουσαι η μάλλον διαστρέφουσαι την αλήθειαν δύνανται να θεμελιώσουν νέας αρχάς και προοπτικάς εις την Εκκλησίαν.
Όταν η ιεροκανονική παραγωγή της Εκκλησίας ερμηνεύεται μετ’ ιδιοτελείας και όταν παραθεωρήται το πως αύτη εζυμώθη εις την ζωήν της, τότε έχομεν στρεβλώσεις που διακυμαίνονται μέχρι και του σχίσματος. «Ουδέ γαρ από του διεστάναι κατά την πίστιν τα σχίσματα εγίνετο, αλλά από του την γνώμην διηρήσθαι κατά ανθρωπίνην φιλονεικίαν», κατά την του Χρυσορρήμονος Ιωάννου φωνήν. Μία υποφώσκουσα παρερμηνεία, επ’ εσχάτων επικίνδυνος και ζημιογόνος διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, υπάρχει η θεωρούσα τους καθέκαστα Αυτοκεφάλους Εκκλησιαστικούς σχηματισμούς ως απόλυτον πληρότητα μη επιδεομένην της παραμικράς συναντιλήψεως και συνεπικουρίας και αισθανομένην την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνίαν ως συμβατικήν υποχρέωσιν άνευ αντικρύσματος και ουσίας.
Αι κατά τόπους Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι, ας μη λησμονώμεν ότι προήλθον κυρίως εκ της πιεστικής εθνοφυλετικής ατμοσφαίρας των αποτόκων του φιλελευθερισμού, της κακής εκδοχής της διαφωτίσεως και της δογματικής, ως μη ώφελε, αρχής Έθνος-Κράτος, Κράτος-Εκκλησία.
Αι κρατικότροποι και κρατικοδίαιτοι Εκκλησίαι είναι καταδεδικασμέναι εις την φθοράν και την εξαφάνισιν, εάν δεν εγκαταλείψουν την ενδοκοσμικότητα και τον συσχηματισμόν μετά των παρερχομένων συστημάτων. Αι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι έχουν χρέος να υπηρετούν την σωτηρίαν των πιστών και να υπηρετούν μετά εσωτάτης θέρμης και παλλούσης καρδίας την ενότητα της πίστεως εν τοις πράγμασι και ουχί εν τοις λόγοις. Η ενδορθόδοξος ενότης δεν είναι πλειοψηφική αρχή, αλλά πλεόνασμα αληθείας εν τη πίστει και τη πράξει
Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι μόνον ο εφ’ άπαξ χειραφετών, αλλά κανονικώ χρέει και αμεταπτώτω οφειλή ο διαρκώς επιτηρών την ευστάθειαν των Αγίων του Θεού Εκκλησιών. Η αδιατάρακτος κοινωνία του Κωνσταντινουπόλεως μετά των πρεσβυγενών Πατριαρχών και η απρόσκοπτος κοινή μετά τούτων πορεία της Μεγάλης Εκκλησίας έδωκε την δυνατότητα διά την εν ενότητι έκφρασιν προς σύστασιν και θεμελίωσιν των αρχών και των προϋποθέσεων των λεγομένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών”.
Στη συνέχεια, απευθυνόμενος προς τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος, ο Παναγιώτατος είπε:
Αυτήν ασφαλώς την βεβαιότητα ησθάνθητε και μετ᾽ απολύτου εμπιστοσύνης εις την αδιάκοπον και καθηγιασμένην εκκλησιαστικήν παράδοσιν και πράξιν προσήλθετε διά τα χρονίζοντα παρ’ υμίν προβλήματα, Ιερώτατε Αρχιεπίσκοπε Αχρίδος κ. Στέφανε, μετά της περί υμάς Σεβασμίας Ιεραρχίας, του ευαγούς κλήρου, του φιλοχρίστου λαού και των οσίων μοναστικών ταγμάτων, εις την, κατά την ιεροκανονικήν εκδοχήν, αλογοπράγητον ημετέραν κρίσιν.
Η κρίσις του Κωνσταντινουπόλεως είναι ελεήμων, φιλάδελφος και θεραπευτική. Δεν είναι κρίσις εξουσιαστική, εξουθενωτική και μεγάλαυχος. Είναι θεραπεία και ίασις. Είναι οδύνη διά το πρόβλημα και χαρά διά την λύσιν. Η μεθ’ υμών αποκατάστασις πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας και η εν τοις επομένοις ανεύρεσις εκκλησιαστικώς θεσμικής δομής διά την καθ’ υμάς οντότητα, την συγκεκριμένην ιστορικήν στιγμήν, δίδει αφορμήν διά τα όσα επεσημήναμεν και διά τα περαιτέρω, καθώς η εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία δρέπει την αχαριστίαν και την σκληρότητα των τη χάριτι του ζωοποιού Αγίου Πνεύματος τεθεραπευμένων.
Προσέχετε εαυτοίς αδελφοί! Εισέλθετε εις τον θησαυρόν της Οικουμενικότητος. Ρωμηοσύνη δεν είναι δηλωτικόν εθνοτικής ταυτότητος, αλλά της Εκκλησιαστικής τοιαύτης. Η Μεγάλη Εκκλησία κληροδοτεί εις τα τέκνα της όλα τα ιδιώματά της. Κληροδοτεί την ανοχήν, την ηπιότητα, την καταλλαγήν, την πραότητα, την αγαθωσύνην, την ελπίδα, την αγάπην∙ εν ενί λόγω άπαντα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Είναι η ώρα να αναθεωρήσητε την εκκλησιολογίαν της αυταρκείας και της κακώς νοουμένης εσωστρεφείας. Καλλιεργήσατε όσα σας εμπιστευόμεθα και επαυξήσατε τα τάλαντά σας. Χρειάζεται σταθερότης. Ο επαμφοτερισμός και η κακώς εισελθούσα ορολογία Σλαυοφώνου και Ελληνοφώνου Ορθοδοξίας δεν αποτελούν αληθή διλήμματα. Μία και ακαινοτόμητος είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία. Δεν έχομεν την πολυτέλειαν επιμερισμών και μικροτήτων. Αι διχοστασίαι και αι πεισμώδεις εμμοναί, γνωρίζετε κάλλιον παντός ετέρου, πόσον δυσανάλογον κόστος έχουν.
Προτρεπόμεθα πατρικώς να εμπιστευθήτε καρδιακώς την Μητέρα σας Εκκλησίαν˙ να αναθέσητε την μέριμνα σας εις την πρόνοιαν και την στοργήν της˙ να ακούσητε τι το πνεύμα λέγει τη Εκκλησία˙ να προσκατερήτε τη προσευχή και τη κλάσει του άρτου˙ να ζηλούτε τα κρείττονα και σωτηρίας εχόμενα. Ημείς και είπομεν κατ’ επανάληψιν, και εμπρουποθέτως διετυπώσαμεν εις την εγχειρισθείσαν υμίν Πράξιν αποκαταστάσεως εις την ευχαριστιακήν κοινωνίαν, ότι είμεθα πρόθυμοι -εντός πάντοτε της εκκλησιαστικώς διαμεμορφωμένης και παραδεκτής πρακτικής- να εγκύψωμεν έτι και πλέον εις τα καθ’ υμάς. Η από τούδε πορεία σας εξαρτάται αποκλειστικώς εκ της ιδικής σας συμπεριφοράς και εκ των επιλογών σας.”
Oλοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εξέφρασε την χαρά του από την παρουσία του Εξοχ. Πρωθυπουργού της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας, των υπουργών και των συνεργατών του, αλλά και μεγάλου αριθμού πιστών από την χώρα αυτή.
“Το γεγονός αυτό πιστεύομεν ότι σημαίνει την πλήρη κατανόησιν από εσάς της μεγάλης δωρεάς της Μητρός Εκκλησίας προς τον λαόν σας, αλλά και της ευθύνης την οποίαν αναλαμβάνετε, εισερχόμενοι από της σήμερον εις τον Πανορθόδοξον Κόσμον. Πυρίφλεκτοι εκ της Χάριτος του Παρακλήτου, παρακαλούμεν και δεόμεθα και ικετεύομεν το ζωοποιόν Άγιον Πνεύμα, το ανακαινιστικόν και υπερδύναμον, το ηδύ και αλθαίνον τα τραύματα, το αναπληρούν τας ανθρωπίνας ελλείψεις, το ετάζον τας ημετέρας καρδίας, όπως στηρίζη υμάς εν τη αληθεία˙ όπως αυξάνη υμάς εν τη πίστει˙ όπως σοφίζη υμάς εν τη δολιχοδρομία της Εκκλησίας˙ ίνα και ημείς, ο κοινός υμών πατήρ και προστάτης, ο πρώτος και έσχατος των Επισκόπων της κατά Ανατολάς Αγίας του Χριστού Εκκλησίας ευφραινώμεθα πνευματικώς εφ’ υμάς και επί τα έργα υμών˙ και ίνα εν τούτοις δοξάζηται το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.”
Στην ομιλία του ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος εξέφρασε την συγκίνησή του για τη σημερινή ημέρα.
“Εδώ είμαστε αποδεκτοί και αγαπημένοι, συλλειτουργούμε με τον Θύτη της σημερινής Ευχαριστίας που προσφέρεται «κατά πάντα και διά πάντα», συμμετέχουμε στο νόημα του μυστηρίου της Πεντηκοστής, όταν η χάρη του Θεού διαμερίζεται αμέριστα.
Αυτό το σημερινό γεγονός για μας σημαίνει πολλά: εδώ, απ’ όπου αισθανθήκαμε την πρωτοβουλία και ακούσαμε την χαρμόσυνη κρίση για την έκκλητο προσφυγή μας, εδώ και λειτουργούμε και αποκατάσταση λαμβάνουμε και στην λειτουργική ενότητα με όλους εισερχόμαστε· και όχι οπουδήποτε, αλλά στο καθολικό της Εκκλησίας Χριστού, στο δικό μας «Υπερώο». Όχι σε οποιαδήποτε ημέρα ή εορτή της πίστεως, αλλά ακριβώς στην εορτή της Πεντηκοστής, όταν «ιδρύθηκε η Εκκλησία, από την άποψη ότι οι Απόστολοι έγιναν μέλη του Σώματος Χριστού»”.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Αρχιεπίσκοπος κ. Στέφανος, ανέφερε ότι η ιστορία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος “διηγείται ότι στα σπλάγχνα της αναπαύονταν και τρέφονταν πνευματικά πολλοί λαοί, ενώ καταλάμβανε πολλά μερη”, και πρόσθεσε:
“Σήμερα, εκκλησιολογικά καθορισμένη στα σημερινά όρια του κράτους μας, αυτή συνεχίζει την κληρονομία της ενδόξου ιεράς ιστορίας αυτής: να αγαπά, να ενώνει, να καλλιεργεί φιλία και να λειτουργεί, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να δεχθεί στην λειτουργία της τα κριτήρια και τις καταστάσεις που προέρχονται από κάποια χαμηλά κίνητρα και από φαντασίες έξω της πραγματικότητος.
Παναγιώτατε,
Τα ακόλουθα τα έχουμε εκθέσει στα γράμματα και στην έκκλητο προσφυγή μας, αλλά τώρα θέλουμε να τα πούμε και δημόσια. Ναι, εμείς είμαστε πατριώτες, όπως και όλοι οι γείτονες μας! Αγαπούμε και την χώρα στην οποία γεννηθήκαμε και ζούμε, όπως και τον λαό από τον οποίο προερχόμαστε και με τον οποίο ζούμε. Αλλά αγαπούμε και τους γείτονες μας! Αγαπούμε και τους γείτονες ιεράρχες του Θρόνου Σας, στην Βόρεια Ελλάδα. Περιμένουμε με αγάπη και ανυπομονησία την στιγμή που θα τους δούμε πρόσωπο προς πρόσωπο, θα τους αγκαλιάσουμε και θα συλλειτουργήσουμε μαζί τους. Αυτό κάποτε ήταν ένα όνειρο, σήμερα όμως είναι πραγματικότητα – κι Εσείς είστε ο Άγγελος φύλακας αυτής της πραγματικότητας.”
Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος πρόσθεσε:
“Υπάρχει μια πασιφανής αλήθεια – η ιστορία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος δεν υπάρχει χωρίς την παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πολλά από την κληρονομία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος συνδέονται με το Ιερό Κέντρο – η εκκλησιαστική τέχνη, η αρχιτεκτονική, η λειτουργική παράδοση.
Ό,τι δημιουργούνταν, συνήθως με μεγαλοπρεπή και πολυτελή μορφή, στην Κωνσταντινούπολη, εμφανίζονταν, σε μικρότερη και πιο ταπεινή μορφή, και στην Αχρίδα. Αυτή η συνεργασία ιστορικά είχε και ένδοξες και καλές, αλλά και θλιβερές και δύσκολες στιγμές, όμως αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως πάντοτε γνώριζε, όπως και σήμερα γνωρίζει, με αγάπη να βρίσκει την οδό στις καρδιές των αδικημένων, πεφορτισμένων, πασχόντων, κουρασμένων από των συνθηκών του χρόνου και της ιστορίας.
Αυτή ποτέ δεν σταμάτησε να διαμερίζεται, να μοιράζεται, να κόβει από το εαυτό της για να χαροποιήσει τα τέκνα της. Έτσι, εκτός από τις πρεσβυγενείς Εκκλησίες της Ανατολής, όλες οι άλλες Εκκλησίες, και σε εποχές δύσκολες και αφόρητες, καιρούς μαρτυρίων και βασάνων, δημιουργήθηκαν με την ευλογία της και από την κανονική δικαιοδοσία της… Έτσι γίνεται και τώρα, μ’ αυτή την αποκατάσταση και ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.”
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος τόνισε:
“Εσείς καλά γνωρίζετε τον πόθο της ιεραρχίας μας και του ορθόδοξου λαού μας και αυτό δεν το κρύβουμε ούτε από Σας, ούτε από τα μέλη της σεπτής ιεραρχίας της Εκκλησίας Σας και του πιστού λαού Σας. Αλλά, ο Κύριος είναι ο μάρτυράς μας, ότι όση ελπίδα έχουμε, τόση και πλήρη εμπιστοσύνη έχουμε στην Υμετέρα κρίση, στην γνώμη Σας για το χρόνο στον οποίο πρέπει να γίνει η διευθέτηση αυτών των πραγμάτων. Σε Σας αφήνουμε την κρίση για τον χρόνο και παρακαλούμε, μην μας ξεχνάτε, αλλά βοηθήστε μας να προοδεύσουμε.
Σε Σας είναι η ευθύνη της Μητρός Εκκλησίας για το καλό και για την προκοπή της οικογένειας των Ορθοδόξων, σε Σας είναι τα προνόμια και τα δίκαια και εμείς δεν ζητούμε τίποτα περισσότερο απ’ όσα έλαβαν οι άλλοι, ή με κάποιο τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο παραχωρήσατε τα άλλα αυτοκέφαλα της ιστορίας και του παρόντος. Τηρουμένων των αναλογιών με τα λόγια του Σοφού Σολομώντος, έχοντες υπ’ όψιν την ευθύνη Σας και το πρωτείο της διακονίας, μαζί με τα προνόμια και το κύρος της Καθέδρας της Κωνσταντινουπόλεως, θα πούμε: «μεγάλως ἰσχύειν πάρεστί σοι πάντοτε, καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται; […] ἐλεεῖς δὲ πάντας, […] ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα, […] φιλόψυχε».
Η υπόσχεσή μας είναι ότι ακούραστα θα εργαστούμε για την προκοπή μας και υπομονετικά θα περιμένουμε εκείνη την ευπρόσδεκτη στιγμή, όταν μια χαρμόσυνη ανακοίνωση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας θα συνοδευθεί από την χαρμόσυνη κρούση των κωδώνων, θα γεμίσει με ανείπωτη χαρά τις καρδιές των συγχρόνων και θα αναπαύσει τις ψυχές των κεκοιμημένων.
Ας ακουστεί περίτρανα, με την φωνή της Μητρός και Δεσποίνης Εκκλησίας, της αρχής των κατά τόπους Εκκλησιών, η είδηση για το σημερινό γεγονός της αποκαταστάσεως της λειτουργικής ενότητός μας με τον ορθόδοξο κόσμο, για την Πεντηκοστή αυτή, κατά την οποία, μετά από αιώνες, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας και συλλειτούργησε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος – ο πατέρας με τον υιό, ο αδελφός με τον αδελφό, ο συλλειτουργός με τον συλλείτουργο. Σήμερα όλα χαίρονται και αγάλλονται: ο Ουρανός και η Γη, οι ζώντες και οι τεθνεώτες, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον!
Ας διαρκέσει επί πολλά έτη η σημερινή χαρά! Ας είναι αιώνιος ο δεσμός μας με την Αγία Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως! Εις πολλά έτη, Παναγιώτατε Δέσποτα!”
Ακολούθως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέχθηκε, πρώτα σε κατ’ ιδίαν συνάντηση και στη συνέχεια στην Αίθουσα του Θρόνου, τον Πρωθυπουργό της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας, με τους Υπουργούς Εξωτερικών Εξοχ. κ. Bujar Osmani, Εθνικής Άμυνας Εξοχ. κυρία Slavjanka Petrovska, και Εσωτερικών Εξοχ. κ. Oliver Spasovski, και τους υπόλοιπους κυβερνητικούς αξιωματούχους και συνεργάτες του, παρουσία του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αχρίδος κ. Στεφάνου και των Ιεραρχών και των κληρικών που τον συνοδεύουν.
Ο Πρωθυπουργός κ. Kovačevski εξέφρασε τις θερμές ευχαριστίες του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος, και αναφερόμενος στο σημερινό συλλείτουργο έκανε λόγο για μεγάλη και ιστορική ημέρα. Όπως είπε, διορθώθηκε μία μεγάλη ιστορική αδικία και επικαλούμενος όσα είπε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Στέφανος, λίγο νωρίτερα στον Πατριαρχικό Ναό, επανέλαβε ότι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος πάντοτε ήταν κοντά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
“Γι’ αυτό σήμερα”, είπε ο κ. Πρωθυπουργός, “όλος ο λαός μας, όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί μας, με μεγάλο ενθουσιασμό δέχθηκαν την είδηση για το σημερινό συλλείτουργο, για το οποίο ειλικρινά πιστεύω ότι μετά την ένταξή στην λειτουργική και κανονική κοινωνία της Εκκλησίας μας, ως αποτέλεσμα θα έρθει ο Τόμος για το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας.”
Από την πλευρά του ο Παναγιώτατος ευχαρίστησε τον κ. Πρωθυπουργό για τους θερμούς λόγους με τους οποίους χαιρέτησε τη σημερινή ιστορική ημέρα.
“Θέλω να αρχίσω με δοξολογία προς το όνομα του Θεού των Πατέρων μας που μας χάρισε αυτή την όντως ιστορική ημέρα. Να ευχαριστήσω τους αδελφούς Αρχιερείς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, μαζί με τους οποίους πήραμε αυτή την ιστορική απόφαση για την Εκκλησία της Αχρίδος. Αλλά ευχαριστώ και τον αδελφό Αρχιεπίσκοπο Στέφανο, και τους συνεργάτας του, τους αδελφούς Αρχιερείς, τον Ιερό κλήρο και τον λαό της Βορείου Μακεδονίας, που εδέχθησαν και αγκάλιασαν με τόσο ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη προς την Μητέρα Εκκλησία αυτήν την απόφασή μας. Ευχαριστώ, επίσης, άγιε Αχρίδος για την εμπιστοσύνη που εκδηλώσατε και με τις ομιλίες σας, αυτές τις ημέρες, προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και να είστε βέβαιοι όλοι σας εκεί, στη Βόρεια Μακεδονία, ότι δεν θα διαψεύσουμε την εμπιστοσύνή σας και τις ελπίδες σας. Είναι χρέος της Μητρός Εκκλησίας να συμπαρίσταται και να βοηθεί τις θυγατέρες της, και ιδιαιτέρως την Εκκλησία σας, η οποία επί έξι σχεδόν δεκαετίες ταλαιπωρήθηκε αποκεκομμένη από το σώμα της υπολοίπου Ορθοδοξίας. Ο κ. Πρωθυπουργός προσεκάλεσε όλους να επισκεφθούν την ωραία χώρα σας, μία ανάλογη πρόσκληση απηύθυνε σε εμένα προσωπικά ο άγιος Αχρίδος. Κάποια στιγμή θα έχω την χαρά και την ευλογία να πραγματοποιήσω μία τέτοια επίσκεψη, ανταποδίδοντας τη σημερινή επίσκεψή σας στο Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας”
Όπως είπε ο Παναγιώτατος, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του δέχθηκε στο Φανάρι Προέδρους και Πρωθυπουργούς του Κράτους της Βορείου Μακεδονίας, οι οποίοι τον προσεκάλεσαν να επισκεφθεί την χώρα τους. “Και πάντοτε τους έλεγα ότι δεν μπορώ να πραγματοποιήσω αυτή την επίσκεψη εάν δεν επέλθει προηγουμένως η κοινωνία μεταξύ υμών και ημών. Και ιδού ο Θεός μας ευλόγησε να έχουμε αυτή την κοινωνία, να κοινωνήσουμε σήμερα από το αυτό Ποτήριον της ζωής, και όλα τα άλλα θα έλθουν ευλογημένα και με υπομονή και με εμπιστοσύνη όπως είπα προηγουμένως”, πρόσθεσε.
Ολοκληρώνοντας ο Παναγιώτατος εξέφρασε τις θερμές ευχές του και έδωσε την ευλογία της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς ολόκληρο τον ευσεβή λαό της Βορείου Μακεδονίας.
Ακολούθως ο κ. Πρωθυπουργός προσέφερε μία ξυλόγλυπτη εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου προς τον Παναγιώτατο, ο οποίος ως αντίδωρο του προσέφερε μια αγιογραφία του προστάτου του Αγίου Δημητρίου, ενώ προσέφερε αναμνηστικά δώρα σε όλα τα μέλη της συνοδείας του. Επίσης, ο Παναγιώτατος προσέφερε δύο περίτεχνα εγκόλπια και επιστήθιο σταυρό προς τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και ανάλογα αναμνηστικά προς τους Ιεράρχες, τους κληρικούς και τους λαϊκούς συνεργάτες του.
Το μεσημέρι ο Παναγιώτατος παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου κ. Στεφάνου και του Πρωθυπουργού Εξοχ. Dimitar Kovačevski, και των αντιπροσωπειών αυτών, σε εστιατόριο της Πόλεως.