Τὴ δεκαετία τοῦ 1980, ἡ Κοινὴ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ βασικὰ σημεῖα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἦταν τὰ θέματα τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς συνοδικότητος. Τὰ θεμέλια τέθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συναντήσεων στὸ Μόναχο (1982), στὸ Μπάρι (1987) καὶ στὸ Valamo (1988). Τὰ τελευταῖα χρόνια, αὐτὰ τὰ θέματα ἔχουν προσελκύσει καὶ πάλι ἰδιαίτερη προσοχή, συμπεριλαμβανομένης τῆς κοινῆς γνώμης. Τὸ θέμα ἐπεξεργάζεται ἐσωτερικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ σὲ διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις, σὲ ἐξειδικευμένες θεολογικὲς καὶ θρησκευτικὲς δημοσιογραφικὲς ἐκδόσεις.
Ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο μιᾶς ἐπιστολῆς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Τελμησσοῦ Ἰὼβ Γκέτσα, μόνιμο ἐκπρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸ ὁποῖο παρεῖχε ἕνας συνεργάτης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι πραγματικὰ ἕνα πολύτιμο ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο συνοψίζει τὶς προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἐκκλησίες μας καὶ τὶς μοναδικὲς εὐκαιρίες ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμή.
Ἡ θέση ποὺ ἐκφράστηκε στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰὼβ δείχνει πὼς ἡ Κωνσταντινούπολη θέλει πραγματικὰ νὰ ἀναπτύξει διάλογο μὲ τὴν Ἁγία Ἕδρα καὶ πῶς βλέπει ποῖοι τομεῖς ἐργασίας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς πρέπει νὰ θεωρηθοῦν προτεύοντες γιὰ τὴν προώθηση μίας περαιτέρω προσέγγισης τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, αὐτὸ τὸ μονοπάτι παρεμποδίστηκε ἐπανειλημμένα ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία προωθεῖ τὸ ζήτημα τοῦ «προσηλυτισμοῦ» ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1990, προκειμένου νὰ ὑπονομεύσει τὴν προγραμματισμένη ἐποικοδομητικὴ ἀτζέντα, δηλαδὴ τὴ συζήτηση τῶν θεμάτων συμφιλίωσης καὶ ὑπεροχῆς στὴν Ἐκκλησία. Οὔτε ἡ ἔγκριση τὸ 1990 καὶ τὸ 1993 τῶν σχετικῶν ἐγγράφων ποὺ καταδίκαζαν τὴν Οὐνία ὡς πρότυπο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ἐμπόδισε τὴ Μόσχα νὰ θέσει ἐπανειλημμένα τὸ θέμα.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βολοκολὰμσκ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Ἱλαρίων Ἀλφέγιεφ, ἦταν μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐμπόδισαν ἐνεργὰ καὶ συνεχῶς τὶς δραστηριότητες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου. Τὸ 2000, 2005, 2007 καὶ 2017 ἔθεσε τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο εἶχε ἤδη ἐπιλυθεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, κατὰ τὶς συνεδριάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς, προκειμένου νὰ σαμποτάρει τὸν διάλογο.
Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὸ 1990, ἡ καταστροφικὴ θέση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας προωθεῖται ἀπὸ τοὺς δορυφόρους της: τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Σερβίας, τῆς Γεωργίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Τσεχίας καὶ τῆς Σλοβακίας. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, εἶχαν ἐναντιωθῆ μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης τὸ 2016.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παραχώρησε αὐτοκεφαλία στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ ἡ Μόσχα διέκοψε κατὰ συνέπεια τὴν Εὐχαριστιακὴ Κοινωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὄχι μόνο ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Καθολικὸ-Ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλὰ ἄνοιξαν νέες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ πυροδοτήσουν τὴ διαδικασία, ποὺ εἶχε σαμποτάρει τὰ τελευταῖα 15 χρόνια.
Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Οὐκρανικῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας καὶ μετὰ τὴν ἀνάκληση τῆς Συνοδικῆς ἐπιστολῆς τοῦ 1686 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὴν ὁποία ἡ Μητρόπολη τοῦ Κιέβου τέθηκε ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ τελευταία ἀκόμα καὶ ἄν συμμετεῖχε στὴν Ἐπιτροπή, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιῆ τὸ ζήτημα τοῦ προσηλυτισμοῦ γιὰ τοὺς καταστροφικοὺς σκοπούς της, καθὼς αὐτὸ τὸ πρόβλημα δὲν θὰ ἀποτελοῦσε μέρος τῆς κανονικῆς της περιοχῆς. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ πολλὲς ἀπὸ τὶς δορυφορικὲς Ἐκκλησίες ποὺ χρησιμοποίησε ἡ Μόσχα στὶς ἀνατρεπτικές της δραστηριότητες.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Οὐνία, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰὼβ ἐκπροσωπεῖ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ προφανῶς ὑποστηρίζει τὴ μακροχρόνια σκέψη τοῦ Καρδινάλιου Kurt Koch, ἡ ὁποία ἔχει ἐπαναληφθεῖ ἀρκετὲς φορὲς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱλαρίωνα: ἀντιμετωπίστε αὐτὸ τὸ ζήτημα ἀπευθείας στὴν Οὐκρανία, γιὰ παράδειγμα, δημιουργώντας μία τοπικὴ μικτὴ ἐπιτροπὴ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἑπομένως, ἐὰν τώρα ἐκπρόσωποι τῆς Οὐκρανικῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας συμμετέχουν στὴν Κοινὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὸ θεολογικὸ διάλογο μεταξὺ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, τὸ ἔργο τῆς Ἐπιτροπῆς δὲν θὰ ἐπιβραδυνθεῖ, καθὼς ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν συμμετέχει, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ εἶναι πιὸ γρήγορο. Παρέχοντας μία ἀνεξάρτητη γνώμη γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τὶς Ἀνατολικὲς Ρωμαιοκαθολικὲς Ἐκκλησίες μὲ βάση τὴ δική της ἐμπειρία, ἡ Οὐκρανικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, (ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἐξαλείψει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἡμερήσια διάταξη τῆς Ἐπιτροπῆς τοὺς πιθανοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν δυνάμεων τῆς Μόσχας σὲ αὐτὸν τὸν τομέα), τουλάχιστον θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποκτήσει ἕνα πλεονέκτημα ἔναντι ἐκείνων ποὺ ἀντιτίθενται στὴν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας.
Ἴσως, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ τρέχουσα δύσκολη, ἀκόμη καὶ κρίσιμη κατάσταση ἔχει δημιουργήσει μία εὐνοϊκὴ εὐκαιρία, εἶναι ἕνα εἶδος ἀπροσδόκητης «ἀνταμοιβῆς» γιὰ τὶς ὑφιστάμενες δοκιμασίες καὶ γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστης. Εἶναι μία θέση προσφορὰ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἐὰν ἀναγνωριστεῖ καὶ ἀξιοποιηθῆ αὐτὴ ἡ εὐκαιρία, ἀκόμη καὶ μία πιθανὴ ἧττα ἢ προσωρινὴ διαφωνία στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας θὰ συμβάλλει στὴ εὐρύτερη ἑνότητα, ἀνοίγοντας τὶς πόρτες σὲ νέες ἐμπειρίες καὶ ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό.
ARCHEVEQUE JOB DE TELMESSOS
13 Νοεμβρίου 2020
Τῇ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι
τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ κυρίῳ Βαρθολομαίῳ
Εἰς Φανάριον
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Ἡ διδασκαλία μου στοὺς μαθητὲς τῆς Chambesy σχετικὰ μὲ τὸν διμερῆ διάλογό μας μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία μοῦ ἐπέτρεψε νὰ συνειδητοποιήσω ὅτι τὸ ἔργο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι σὲ καλὸ δρόμο ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ὁρίστηκε στὸ σχέδιο τῆς Ρόδου τὸ 1980. Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ σημειωθεῖ ὅτι μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια εὐφορίας (1980-1990), αὐτὸ τὸ ἔργο διαταράχθηκε, καὶ μάλιστα διεκόπη, γιὰ δεκαπέντε χρόνια λόγω τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας (1990 – 2005). Πράγματι, ἀντὶ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα: Οἱ «Ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς συνέπειες τῆς μυστηριακῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας. Συνάφεια καὶ ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία», τὸ ὁποῖο ἀκολούθησε τὴ λογικὴ συνέχεια τῶν ἐγγράφων τοῦ Μονάχου (1982), τοῦ Μπάρι (1987) καὶ τοῦ Valamo (1988), ἡ σύνοδος ὁλομέλειας τοῦ Freising τὸν Ἰούνιο τοῦ 1990 ἔπρεπε νὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ “οὐνιτικοῦ προσηλυτισμοῦ”. Μόνο μὲ τὴν ἐπανέναρξη τῶν ἐργασιῶν της τὸ 2005, ἡ ἐπιτροπὴ ἐπανέλαβε τὴν κανονική της πορεία ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὸ ποὺ ἀρχικὰ εἶχε προγραμματιστεῖ γιὰ τὴν Ὁλομέλεια τοῦ Freising: τὸ ζήτημα τῆς ἐξοικείωσης καὶ τῆς ἐξουσίας στὴν Ἐκκλησία, ἢ μὲ ἄλλα λόγια, τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς συνοχῆς – ποὺ εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῶν ἐγγράφων στὴ Ravenna (2007) καὶ στὸ Chieti (2016), καὶ τὸ ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὸ ἀντικείμενο τῆς τρέχουσας ἐργασίας (πρωτοκαθεδρία καὶ συνοδικότητα στὴ δεύτερη χιλιετία καὶ σήμερα).
Φυσικά, ἡ διακοπὴ τῆς κανονικῆς ἐργασίας τὸ 1990, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Ρόδου, δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση, ἀπὸ τὸ 1987, τῶν δύο σημαντικότερων ἑλληνοκαθολικῶν ἐκκλησιῶν – τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Ρουμανίας, σὲ σχέση μὲ τὴν πτώση τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος.
Ὡστόσο, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ σημειωθεῖ στὸ Freising μία παρόμοια κατάσταση μὲ ἐκείνη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης τὸ 2016. Στὴν πραγματικότητα, ἐνῷ ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες εἶχαν διαβεβαιώσει τὸν Πατριάρχη Δημήτριο γιὰ τὴν παρουσία τους στὸ Freising, πέντε ἀπὸ αὐτὲς ἀπουσίαζαν τελικά: τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιόχειας καὶ οἱ Ἐκκλησίες τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Τσεχοσλοβακίας – οἱ γνωστοὶ δορυφόροι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας! Ὡστόσο, αὐτὲς οἱ πέντε Ἐκκλησίες δὲν ἀφοροῦσαν ἄμεσα στὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας ποὺ ἔπληξε τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας (στὴν Οὐκρανία) καὶ τῆς Ρουμανίας, οἱ ὁποῖες ὅμως ἦταν παροῦσες! Πρέπει λοιπὸν νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας χρησιμοποιεῖ πάντα τὰ ἴδια μέσα, δηλαδὴ τοὺς «δορυφόρους» της, γιὰ νὰ καταστρέψει τὶς πρωτοβουλίες τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας ποὺ στοχεύουν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας τὸ ἐκμεταλλεύτηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, γιὰ νὰ ἐπιβραδύνει αὐτὸν τὸν διμερῆ διάλογο, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, καὶ ἐπίσης νὰ τὸν ὑπονομεύσει.
Κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας ἀντιμετωπίστηκε ἱκανοποιητικὰ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τοῦ Freising (1990) καὶ τοῦ Balamand (1993) ποὺ καταδικάζουν τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο καὶ μοντέλο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας, καὶ αὐτὸ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχουν ἐκφραστεῖ ἀπὸ ἄτομα ἢ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ὡστόσο, λόγῳ τῆς ὀρθόδοξης ἐπιμονῆς, τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας συνέχισε νὰ μονοπωλεῖ τὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς γιὰ ἑπτὰ χρόνια – ἀπὸ τὴν ὁλομέλεια τοῦ Balamand (1993) ἕως τὴν ὁλομέλεια τῆς Βαλτιμόρης (2000), ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς συνέπειες τῆς Οὐνίας, καὶ τὸ ὁποῖο ἀποδείχθηκε συνολικὸ φιάσκο, μεταξὺ ἄλλων λόγῳ τῶν παρεμβάσεων τοῦ γνωστοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, Hilarion Alfeyev. Ὡς ἀποτέλεσμα, ὁ διάλογος σταμάτησε ἐντελῶς γιὰ πέντε χρόνια. Χάρη στὶς πρωτοβουλίες τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, τὸ ἔργο τῆς Ἐπιτροπῆς ξαναρχίζει τὸ 2005, συνεχίζοντας τὴν κανονική του πορεία μελετώντας τὸ θεμελιῶδες ζήτημα τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς συνοδικότητας. Ἀλλὰ γιὰ ἄλλη μία φορά, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁλομέλειας στὴ Ραβέννα (2007), τὸ ἔργο σαμποταρίστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τὸν Ἱλαρίωνα Ἀλφέγιεφ, καὶ στὴ συνέχεια ἡ ρωσικὴ ἀντιπροσωπία ἔφυγε ἀπὸ τὴν ὁλομέλεια, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπόρριψη τοῦ ἐγγράφου τῆς Ραβέννας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Ἡ σύνοδος ὁλομέλειας στὸ Chieti (2016), τὴν ὁποία παρακολούθησα γιὰ πρώτη φορά ὡς Ὀρθόδοξος πρόεδρος, διεξήχθη κανονικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Hilarion Alfeyev στὸν συμπρόεδρό μου. Μετὰ τὸ Chieti, ἐνῷ ἡ ἐπιτροπὴ συντονισμοῦ συζητοῦσε γιὰ τὸ περαιτέρω ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς στὴ Λέρο τὸ 2017, ὁ ἴδιος ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, Hilarion Alfeyev, ζήτησε ἀπὸ τὴν ἐπιτροπὴ νὰ ἐπανέλθει ἡ ἐξέταση τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας! Ὁ τελευταῖος, ὡστόσο, ἀποδέχθηκε τὴν πρότασή μου ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας δὲν πρέπει νὰ ἐξεταστεῖ μόνο του, μὲ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μέσα σὲ ἕνα πιὸ παγκόσμιο θέμα, δηλαδὴ τὸ ζήτημα τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς συνοδικότητας στὴ δεύτερη χιλιετία, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἄμεσα καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι συνέπεια. Ὡστόσο, ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ τῶν ἐξάρχων τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου στὴν Οὐκρανία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2018, ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν συμμετέχει πλέον στὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς, ὅπως κάνει σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη πανορθόδοξη πρωτοβουλία ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ποὺ χορηγήθηκε ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία τὸν Νοέμβριο τοῦ 2018 ἀνοίγει νέες προοπτικὲς γιὰ τὶς Καθολικὲς-Ὀρθόδοξες σχέσεις. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, θὰ εἶναι πολὺ φυσιολογικὸ νὰ συμπεριληφθοῦν ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στὴν ἐπιτροπὴ στὸ μέλλον, καὶ πρέπει νὰ τὸ προβλέψουμε αὐτό. Σίγουρα, εἶναι πιθανὸ ὅτι ἡ παρουσία τους θὰ προκαλέσει τὴν ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπως καὶ στὴ Ραβέννα τὸ 2007, λόγῳ τῆς παρουσίας τῆς ἀντιπροσωπίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας. Στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀπουσιάζει ἤδη ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2018! Ἀναμφίβολα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὡς συνήθως, θὰ χρησιμοποιήσει τοὺς «δορυφόρους» της, γιὰ νὰ πιέσει τὴν ἐπιτροπὴ καὶ νὰ σαμποτάρει τὸ ἔργο της – δηλαδὴ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῆς Γεωργίας, καὶ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Σερβίας, τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Δημοκρατίας τῆς Τσεχίας καὶ τῆς Σλοβακίας (ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας δὲν συμμετέχει πλέον στὰ ἔργα ἀπὸ τὸ Freising (1990)!)…
Νομίζω ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας θὰ θέσει τέρμα στοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς Οὐνίας. Στὴν πραγματικότητα, τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ἀπευθύνεται στὶς Ἐκκλησίες τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Ρουμανίας καὶ ὄχι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅπου δὲν προκύπτει αὐτὸ τὸ πρόβλημα! Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἔχει ἐξαιρετικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἑλληνοκαθολικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας (ἡ μεγαλύτερη sui iuris Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας). Ἐπιπλέον, οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοὶ αὐτῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔχουν ἀκόμη τὴ συνήθεια νὰ «συγκεντρώνονται» στὰ τρισάγια καὶ στὶς δοξολογίες κατὰ τὴ διάρκεια ἐθνικῶν ἑορτῶν καὶ ἑορτασμῶν.
Ὁ Καρδινάλιος Kurt Koch εἶχε προτείνει, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, στὸν Μητροπολίτη Hilarion Alfeyev τοῦ Volokolamsk ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπιστεῖ στὸ πλαίσιο τῆς διεθνοῦς μικτῆς ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ ἀπὸ μία τοπικὴ διμερῆ ἐπιτροπή. Φυσικά, ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀκολούθησε αὐτὴν τὴν πρόταση, καθὼς τὸ ἐνδιαφέρον της δὲν εἶναι νὰ βρεῖ λύση, ἀλλὰ νὰ δημιουργήσει προβλήματα. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι πιθανὸ ὅτι στὸ μέλλον τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας θὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἀπὸ μία τοπικὴ μικτὴ ἐπιτροπὴ στὴν Οὐκρανία, ἴσως, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας – ποὺ μοῦ φαίνεται ἐπιθυμητό. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο, πιστεύω ὅτι ἡ ἐπιθυμία ποὺ ἐξέφρασε πολλὲς φορὲς ὁ (οὐνίτης) Ἀρχιεπίσκοπος Sviatoslav Shevchuk νὰ ἐπανενεργοποιήσει τὸ ἔργο τῆς Ὁμάδας Μελέτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κιέβου πρέπει νὰ ληφθεῖ σοβαρὰ ὑπόψη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Διατελῶ μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ ἀφοσιώσεως, ἀσπαζόμενος τὴν Ὑμετέραν Σεπτὴν Δεξιάν.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα picenotime.it και μεταφράστηκε από τον Ορθόδοξο Τύπο