Την σκοτεινή περίοδο της τουρκοκρατίας, ευδόκησε ο Θεός να τη φωτίσουν πνευματικές προσωπικότητες, λαμπροί πνευματικοί φάροι, εφάμιλλοι των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Μια τέτοια φωτεινή προσωπικότητα υπήρξε ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων. Την προσωνυμία του «Γραικός» την έδωσαν οι Ρώσοι (Μαξίμ Γκρέκ), λόγω της ελληνικής καταγωγής του.
Γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης. Οι γονείς του Μανουήλ και Ειρήνη, ήταν πλούσιοι και καταγόταν από την επιφανή βυζαντινή οικογένεια Τριβώλη, η οποία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και είχαν εγκατασταθεί στην αυλή του Δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου και οι οποίοι μετά την πτώση του Δεσποτάτου, εγκαταστάθηκαν στην Άρτα. Οι γονείς του, ευσεβείς άνθρωποι, του ενέπνευσαν βαθειά πίστη στο Θεό και αγάπη για την Εκκλησία.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Άρτα και σε ηλικία 14 ετών στάλθηκε στην Κέρκυρα να σπουδάσει κοντά στον λόγιο θείο του Δημήτριο Τριβώλη και τον ξακουστό δάσκαλο Ιωάννη Μόσχο. Στη συνέχεια, λόγω της φιλομάθειάς του, αναχώρησε το 1492 για την Φλωρεντία, όπου λειτουργούσαν φημισμένα ελληνικά σχολεία. Εκεί κοντά στον λόγιο διαπρεπή δάσκαλο Ιωάννη Λάσκαρη, σπούδασε Θεολογία, Ιστορία, Φιλοσοφία και έμαθε την αρχαία ελληνική γλώσσα, τη λατινική, την γαλλική και την ιταλική. Στη συνέχεια σπούδασε στην περίφημη Πλατωνική Ακαδημία, όπου δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος Μαρσίλιο Φιτσίνο. Μετά από τρία χρόνια, μετέβη στη Βενετία και συνδέθηκε με φιλία, με τον φημισμένο τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, εκδότη των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.
Το 1502 επέστρεψε στη Φλωρεντία, όπου τον συνεπήραν τα φλογερά κηρύγματα του δομηνικανού μοναχού Σαβοναρόλα, περί κάθαρσης και μετάνοιας και της σκληρής κριτικής του κατά του αιρετικού και διαφθαρμένου παπισμού. Αλλά μετά την καταδίκη του από την Ιερά Εξέταση και την θανάτωσή του στην πυρά, ο νεαρός αρτινός πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος. Εγκαταστάθηκε στη Μονή Βατοπεδίου και έγινε μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Μάξιμος. Ήταν 35 ετών. Εκεί επιδόθηκε με πάθος στη μελέτη των πατερικών κειμένων, στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής. Διαπίστωσε την γνησιότητα της ορθοδόξου πίστεως και έτσι απέβαλλε τις δυτικές δοξασίες και τις επιδράσεις του από τις άθεες ουμανιστικές ιδέες. Πήρε δε την απόφαση να κηρύξει, καταγγέλλοντας στους ορθοδόξους, τις παπικές κακοδοξίες, για να τους προφυλάξει από τις ανελέητες πιέσεις και την προπαγάνδα των παπικών στην Ελλάδα. Είναι γνωστό πως παπικοί και προτεστάντες «ιεραπόστολοι» (μισιονάριοι) ασκούσαν πιεστικό προσηλυτισμό στην Ελλάδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Κάνοντας συχνές περιοδείες στη Μακεδονία και στα βενετοκρατούμενα νησιά, κήρυττε με θέρμη την σώζουσα ορθόδοξη πίστη και στήριζε τους ορθοδόξους.
Ασκούνταν στην αρετή και ήταν φιλακόλουθος, και δεν άργησαν να γίνουν γνωστές οι αρετές του και να εκτιμηθεί η μεγάλη μόρφωσή του. Στα 1515 ο μέγας ηγεμόνας της Μόσχας Βασίλειος Ιβάνοβιτς, γιός της Σοφίας Παλαιολογίνας, ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μεταβεί στη Ρωσία ο λόγιος μοναχός Σάββας Βατοπεδινός, για να διορθώσει τα λειτουργικά βιβλία, την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων, τα οποία είχαν μεταφραστεί με σοβαρά λάθη παλιότερα. Όμως ο μοναχός Σάββας ήταν γέρος και άρρωστος και αντ’ αυτού στάλθηκε ο Μάξιμος. Παίρνοντας μαζί του τους μοναχούς Νεόφυτο και Λαυρέντιο,
οι οποίοι γνώριζαν τη ρωσική γλώσσα, έφτασαν στη Μόσχα στα 1518, γενόμενοι δεκτοί με τιμές από τον ηγεμόνα Βασίλειο και ανέλαβαν το επίπονο έργο τους.
Πέρα από τις διορθώσεις, έκαμαν και νέες μεταφράσεις από την ελληνική στη ρωσική. Άρχισαν από το Ψαλτήρι, μαζί με τα σχόλια των Ελλήνων Πατέρων, το οποίο έγινε ενθουσιωδώς δεκτό από τους Ρώσους. Στη συνέχεια έκαναν μετάφραση και διορθώσεις στην Αγία Γραφή στους Αποστολικούς Κανόνες, στους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, στις Ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και σε πολλά λειτουργικά βιβλία. Το έργο κράτησε 17 μήνες και ο Μάξιμος ζήτησε να γυρίσει στο Άγιον Όρος. Όμως η επιμονή του ηγεμόνα και των Ρώσων τον κράτησαν για πάντα στη Ρωσία, θεωρούμενος ως σπάνια πνευματική προσωπικότητα, χρήσιμη για την Εκκλησία και τη ρωσική κοινωνία.
Όμως η διαμονή του στη μεγάλη αυτή χώρα δεν έμελλε να είναι ήρεμη. Ο Μάξιμος, εμφορούμενος από τη γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα και από ελευθερόφρονα χαρακτήρα, άρχισε να στιγματίζει τα κακώς έχοντα στην ρωσική Εκκλησία και κοινωνία. Μάλιστα στα 1525, όταν αντιτάχτηκε στη κτήση μεγάλης μοναστηριακής περιουσίας, άρχισαν οι διώξεις εναντίον του. Επίσης, όταν έλεγξε τον νέο ηγεμόνα, διότι χώρισε τη νόμιμη σύζυγό του και παντρεύτηκε μια Λιθουανή παπική, συνελήφθηκε και κλείστηκε σε φυλακή, με ψεύτικες κατηγορίες, ότι δήθεν ήταν πράκτορας των τούρκων στη Ρωσία και πως υποδαύλιζε τη διακοπή σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη Ρωσική Εκκλησία. Του απαγόρευσαν μάλιστα και τη Θεία Κοινωνία!
Πέρασε έξι φρικτά χρόνια στην πιο απάνθρωπη φυλακή της Ρωσίας, υπομένοντας τις φοβερές συνέπειες με ιώβειο υπομονή. Στα 1531 επαναλήφτηκε η δίκη, όπου τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και κλείστηκε στη Μονή Ότροτς, κοντά στην πόλη Τβέρη. Όμως ο τοπικός επίσκοπος Δανιήλ του φέρθηκε με αγάπη και του απάλυνε τον πόνο. Στα 1539 του επετράπη η Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων. Μάταια Πατριάρχες, επίσκοποι και άλλες προσωπικότητες από την Ελλάδα και τις άλλες ορθόδοξες χώρες, προσπαθούσαν να τον απελευθερώσουν.
Τελικά απελευθερώθηκε στα 1549 και απεσύρθη στη Μονή της Αγίας Τριάδος Ζαγκόρσκ, έξω από τη Μόσχα, όπου, τσακισμένος από τις κακουχίες, κοιμήθηκε ειρηνικά στις 21 Ιανουαρίου του 1560, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Στη συνείδηση του ρωσικού λαού θεωρούνταν άγιος και από τον 17ο αιώνα, τον τιμούσαν ως μάρτυρας της Ορθοδοξίας. Όμως η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε το 1988. Η μνήμη του τιμάται την 21 Ιανουαρίου και τεμάχιο του ιερού του λειψάνου μεταφέρθηκε στην γενέτειρά του Άρτα το 1997.