Εκκλησία της Ελλάδος

Στη φράση "εάλω η Πόλις" αντιτάσσουμε το λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!»

«Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλήΩ Πόλις, Πόλις, κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερώνω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμόςω Πόλις, Πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς. Πούσου το κάλλος παράδεισε; Πού η των χαρίτων του πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος;»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σαν τον Αδάμ. Εξόριστοι χοϊκοί και έξω από τον Παράδεισο του ενδόξου βυζαντινισμού μας εριμμένοι. Μειωμένης αυτοπεποίθησης νοσταλγοί αυτών που είχαμε και χάσαμε και θεωρητικοί καταπιστευματοδόχοι όσων ρητορεύουμε ότι μας πρέπουν.

Σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, θρήνων και κοπετών συναξαριστές.

Διαρκώς αυτοκατηγορούμενοι και μόνιμα με τη διεθνή μας εικόνα ανασφαλείς και αγχωμένοι, καθόμαστε και κλαίμε επί των ποταμών της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας μας, εν τω μνησθήναι ημάς της Κωνσταντινουπόλεως και του λεγομένου Βυζαντίου.

Έχουμε ανάγκη να ξεσπάσουμε και να εκτονωθούμε, να ιστορήσουμε και να αφηγηθούμε, γιατί έξω από το κρυφό σχολειό του ρομαντισμού και της συλλογικής εσωστρεφούς παραμυθίας, δεν έχουμε πέραση. Δεν πουλάμε. Το μετοχικό μας κεφάλαιο είναι, κατά τους εκτιμητές - κολλυβιστές, μόνο σε λόγια και αέρα, χωρίς χρηματιστηριακή αξία και με υψηλά ποσοστά και ασφάλιστρα κινδύνου.

Διαθέτουμε όμως πνευματική υπεραξία και άυλο πολιτιστικό πλούτο αντιλέγουμε στους Εμπόρους των Εθνών, μη μπορώντας να πείσουμε ούτε τους εαυτούς μας.

Τα συνθήματα των επανεκκινήσεων και των ανορθώσεων έχουν εξαντληθεί.

Ο χορός των στοχοποιημένων δουλοπάροικων ακούγεται να συλλαβίζει την παρτιτούρα του Verdi από το Nabuco και να τραγουδά για την Πατρίδα μας, την τόσο ωραία, μα και χαμένη.

Έξω είναι, σχεδόν παντού, νύχτα.

Πυρσός ουδαμού.

Χριστός καθεύδει.

Και το πλοιάριο βασανίζεται από τον εξ Εσπερίας εμπαθή και ανοικτίρμονα Ευροκλύδωνα.

Γιατί καταντήσαμε έτσι;

Γιατί φτάσαμε εδώ;

Γιατί εάλω η Πόλις;

Γιατί να μην ανασταίνεται εν ετέρα μορφή, αντί να στοιχειώνει ως φάντασμα στις Μεγάλες Ιδέες;

Η αφοριστική νεωτερική θέση σαλπίζει ανηλεώς και ξεκουφαίνει: Υπαίτιοι είναι ο πνευματικός σκοταδισμός και η ανθενωτική νομενκλατούρα των φανατικών και ομφαλοσκόπων ορθοδόξων χριστιανών φονταμενταλιστών, που ήθελαν καλύτερα το σαρίκι του Σουλτάνου, παρά το καπέλο του Καρδινάλιου.

Όπως όμως στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιωσήφ, ο γιος του Ιακώβ, ήταν να δολοφονηθεί από χέρι αδελφικό και μόνο δια της δουλείας στο Φαραώ έσωσε εν τέλει τη ζωή του, κρατώντας ήθος και φρόνιμα αδούλωτα, για να μπορέσει έτσι αργότερα να αποκαταστήσει αληθινά την οικογενειακή ενότητα και την αδελφοσύνη, έτσι και η Ρωμιοσύνη, που από δοξασμένη κατέστη πονεμένη, μπορεί να σκλαβώθηκε σωματικά, κράτησε όμως ζωντανό και ελεύθερο το πνεύμα της, αναδεικνύοντας Αγίους και αποκαλύπτοντας την εμπνευσμένη ομορφιά που σώζει τον κόσμο, το θείο, δηλαδή, και άρρητο κάλλος των αρετών του Χριστού, που σβήνει κάθε υπαρξιακή πείνα και δίψα και μεταποιεί τα σαρκία σε υποκείμενα, όχι απλά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά θεοκοινωνίας.

Μπορεί και τότε η πολιτική να χρεοκόπησε. Η αγιοπνευματική όμως ιατρική επιστήμη διασώθηκε, απαλλαγμένη από τις εκκοσμικευμένες προσμίξεις και νοθεύσεις της και έτσι συνέχισε να μπορεί να θεραπεύει τις ψυχές και να δίνει το ύδωρ το ζων στους ελεύθερους τω πνεύματι υποδούλους.

Άλλωστε η θεωρούμενη από την ελίτ της εποχής λύση του προβλήματος δια της ενώσεως των Εκκλησιών είχε κατά την επίσημη εκδοχή επιτευχθεί και μόνο ένας, περιθωριακός και μισαλλόδοξος κατά τη συστημική θεσμική λογική της τότε γραφειοκρατίας, ο Μητροπολίτης Εφέσου, Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, είχε διαφωνήσει στην Ψευτοσύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας, το 1438 – 1439.

Συνεπώς το πρόσχημα της μη άρσεως του σχίσματος ήταν διακηρυγμένα λελυμένο, ασχέτως δυσαρμονίας με το λαϊκό αίσθημα  και τίποτε δεν εμπόδιζε τους Δυτικούς να συνδράμουν τη Νέα Ρώμη. Όπως όμως αποδεικνύει ο διάσημος Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, παραθέτοντας πλείστα παραδείγματα  από τους Θρησκευτικούς και Πολιτικούς Ηγέτες της Δύσεως, οι τελευταίοι φαίνεται καθαρά ότι, παρά την ένωση, δεν είχαν τη δυνατότητα και τη θέληση να βοηθήσουν οικονομικά και στρατιωτικά.

Δεν είχαν οι πάπες και οι ρηγάδες, οι κόμηδες και οι βαρόνοι, οι ιππότες και οι δόγηδες, ούτε καν την δονκιχωτική διάθεση να ζητήσουν έμπρακτη συγνώμη για όσα ανίερα, βέβηλα και φρικτά, είχαν προκαλέσει κατά την Δ΄ Σταυροφορία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204.

Διότι ουσιαστικά, από τότε και μετά, τα πόδια της αυτοκρατορίας ήταν κομμένα, τα μάτια της βγαλμένα και το τέλος επί θύραις.

Ωστόσο, δεν μπορούνε να κλείσουμε έτσι εύκολα και βολικά τους λογαριασμούς μας με την Ιστορία.

Ναι, ήταν και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και οι εντεύθεν συνέπειες στη βιωσιμότητα του Κράτους.

Ναι, ήταν και ο ομολογημένος στόχος της Καρλομάγνειας Φραγκοσύνης να αποκοπεί από την Αυτοκρατορία των Ρωμαίων, όπως ακόμη και από την 7η Οικουμενική Σύνοδο είχε καταστήσει φανερό, προβοκάροντας θεολογικές διενέξεις και ανοίγοντας χάσματα που ήταν φυσικό επόμενο να εξελιχθούν σε σχίσματα και μίση.

Σίγουρα συνέβαλε και η υπερχείλιση του ορμητικού ισλαμικού ποταμιού από την Ανατολή.

Όλοι όμως αυτοί οι συνδυασμένοι εξωτερικοί παράγοντες, όσο βαρύνοντες και αν είναι, χρειάζονται συνήθως και μία κερκόπορτα για να δράσουν ως άξονες κατάλυσης.

Και η κερκόπορτα, δυστυχώς δεν ήταν μία, αλλά περισσότερες.

Πριν τις σημάνουμε, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ικανότητα του Βυζαντινού Κράτους να διατηρεί επί μακρόν τη συνολική διαφορά ισχύος, έναντι των εξωτερικών εχθρών του, διασφαλιζόταν, όπως γράφει ο Θεόδωρος Ζιάκας, από μια υψηλή στρατηγική στρατιωτικής ανάσχεσης - επέκτασης, συμμαχιών, εξαγορών, εξισορροπήσεων και κατευνασμών, η ανάλυση των οποίων δείχνει ότι συνδύαζε μια άκαμπτη στρατηγική εμμονή σε έναν σταθερό πυρήνα οικουμενικών αξιών και μια αξιοσημείωτη ευελιξία στο επίπεδο της τακτικής.

«Ο σταθερός άξονας ήταν η πίστη του στην οικουμενικότητα των αξιών του Ορθόδοξου Χριστιανικού Πολιτισμού και στην οικουμενικότητα της αποστολής του Ρωμαϊκού Κράτους, ως φορέα διαφύλαξης και διάδοσης του πολιτισμού αυτού. Θεωρούνταν αυτονόητο ότι ο Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, λόγω της υψηλής οικουμενικής αποστολής του, ήταν η νομιμοποιητική πηγή κάθε άλλης εξουσίας στον κόσμο. Τοποθετώντας τον στην κεφαλή της Οικουμένης, η βυζαντινή υψηλή στρατηγική προωθούσε ένα καθεστώς διεθνούς νομιμότητας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάστηκε «βυζαντινή κοινοπολιτεία».

Βάση της υψηλής στρατηγικής ικανότητας των βυζαντινών ήταν μια ακμάζουσα κοινωνία, ικανή να προσφέρει τη συναίνεσή της, για την κινητοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της, στην υπηρεσία τής αυτοκρατορικής στρατηγικής. Κινητήρας της δεν ήταν κάποιο αδρανές «κληροδοτημένο απόθεμα δύναμης», αλλά ο βυζαντινός πατριωτισμός. Που εκδηλώνεται, για παράδειγμα, με την καθολική κινητοποίηση, επί Βασιλέως Ηρακλείου και Πατριάρχου Σεργίου, για την αντιμετώπιση της συνδυασμένης περσικής και αβαρικής επίθεσης.

Η κοινωνική ακμή, η οποία κορυφώνεται την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, είναι η άλλη όψη του βυζαντινού πατριωτισμού και έχει, όπως παρατηρεί ο Σερ Εντουϊν Πήαρς, ως ζωτική πηγή τον Ελληνικό Κοινοτισμό, μαζί με τον Χριστιανισμό και το Ρωμαϊκό Δίκαιο.

«Η οργάνωση της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας είχε βασιστεί στα συμπαγή θεμέλια του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος και της ελληνικής κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης. Από την επιλογή του Βυζαντίου ως πρωτεύουσας εκ μέρους του Κωνσταντίνου, μέχρι το 1057, ο κυβερνητικός μηχανισμός είχε εργαστεί σταθερά και καλά. Ελάχιστες βίαιες αλλαγές είχαν επέλθει. Υπήρχε ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας και καλή απονομή δικαιοσύνης - βασιζόμενη σε μια νομοθεσία που ναι μεν είχε εισαχθεί από τη Ρώμη, αλλά είχε αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη - ένα σύστημα που είναι το πληρέστερο που απεργάστηκε ποτέ ο ανθρώπινος νους, ένα σύστημα που αντέγραψε άμεσα ή υιοθέτησε η σύγχρονη Ευρώπη και που αποτελεί τη βάση των νομοθεσιών όλου του πολιτισμένου κόσμου. Ενώ η Νέα Ρώμη είχε με αυτό τον τρόπο προσφέρει εις τον κόσμο ένα σύστημα νόμων που ήταν πολύ περισσότερο  προηγμένο από εκείνο της Πρεσβύτερης Ρώμης, η ίδια πόλη είχε αναπτύξει και διαμορφώσει τη Χριστιανική Θρησκεία. Ο Χριστιανισμός και το Δίκαιο ήταν οι δεσμοί που συνέδεαν τα διάφορα τμήματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε, όμως, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, ένα πνεύμα που καθιστούσε τους κατοίκους των πόλεων και των επαρχιών αυτάρκεις και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητους από την κεντρική κυβέρνηση. Άπαξ και οι κοινότητες προστατεύονταν από τους εξωτερικούς εχθρούς, δεν είχαν ανάγκη άλλης προστασίας. Επιθυμούσαν μόνο να αφεθούν μόνες τους, να τους επιτραπεί να επιδίδονται εις το εμπόριο ή να καλλιεργούν τις γαίες τους χωρίς να παρενοχλούνται από την κυβέρνηση. Εν γένει, αυτή η επιθυμία γινόταν πραγματικότητα. Υπό την επίδραση της Ορθοδοξίας, του Ρωμαϊκού Δικαίου και του ελληνικού ατομικισμού, όπως ο τελευταίος αντανακλάται στο θεσμό της κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης, είχε σημειωθεί σταθερή πρόοδος που είχε διακοπεί ελάχιστες φορές. Δεν υπήρξε ποτέ εις την Ευρώπη άλλη κυβέρνηση, η οποία εξασφάλιζε για τόσο μακρά περίοδο παρόμοια πλεονεκτήματα εις τους υπηκόους της».

Η ανάλυση αυτή, για το πώς ο έλεγχος των συσχετισμών ισχύος εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ομαλή λειτουργία των όρων της υψηλής στρατηγικής (στρατιωτική στρατηγική, οικονομική στρατηγική, διεθνής νομιμοποίηση, διπλωματία), ερμηνεύει τόσο τη βυζαντινή μακροβιότητα, όσο και τη βυζαντινή παρακμή και πτώση, διότι ο όρος «βυζαντινή παρακμή» είναι απλώς μια διαφορετική ονομασία της εξάντλησης του βυζαντινού πατριωτισμού - του αληθινού κινητήρα της βυζαντινής ισχύος» (Θεόδωρος Ζιάκας από το «Αυτοείδωλο εγενόμην»).

Τρεις ήταν οι λόγοι της ρήξεως στην αμφίδρομη σχέση πατριωτισμού και υψηλής στρατηγικής.

Ο πρώτος ήταν η στρατηγική υπερεπέκταση, υποστηρίζει ο Ζιάκας, δηλαδή η διάθεση περισσότερων πόρων για την αμυντική στρατηγική, απ’ όσο μπορούσε να αντέξει η κοινωνική συνοχή.

Ο δεύτερος ήταν, όπως άλλωστε προειπώθηκε, η εμφάνιση ενός αντίπαλου δέους, όπως η ισλαμική δύναμη στην Ανατολή και η Φραγκολατινική στη Δύση.

Ο τρίτος όμως δεν είχε να κάνει με τους έξω. Προέκυψε από την εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και στις αποσυνθετικές - κεντρόφυγες τάσεις των αποκαλουμένων Δυνατών (κεντρικών γραφειοκρατών και περιφερειακών γαιοκτημόνων).

«Οι εξωτερικοί πόλεμοι και οι στάσεις έχουν τερματιστεί. Οι εχθροί έχουν ειρηνεύσει και οι υπήκοοί μας έχουν συμφιλιωθεί. Τα ζητήματα των Ρωμαίων βρίσκονται τώρα σε μεγάλη ηρεμία. Τίποτα δεν αποσπά την προσοχή μας. Με την ευχή του Θεού επικεντρώνουμε όλες μας τις προσπάθειες στη μεταρρύθμιση της Πολιτείας», δήλωνε το 1047 ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Θ΄ , ο λεγόμενος Μονομάχος. Και ο Μιχαήλ Ψελλός θα γράψει: «Τα έσοδα που είχαν συγκεντρωθεί για τις στρατιωτικές δαπάνες διοχετεύτηκαν χωρίς λόγο προς όφελος άλλων ατόμων, ένα πλήθος συκοφαντών, ωσάν ο Βασίλειος ο Β΄ να είχε γεμίσεις το θησαυροφυλάκιο με πλούτη για το σκοπό αυτό». Εξάρθρωσαν, λοιπόν, την αμυντική ικανότητα του Κράτους και άδειασαν το δημόσιο ταμείο, τραυματίζοντας συνάμα την κοινωνική συνοχή και προδίδοντας την πατριωτική στρατηγική.

«Έτσι όταν ήρθαν οι Τούρκοι στη Μ. Ασία δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε πόροι στη διάθεση του Κράτους. Δεν υπήρχε αξιόπιστη κρατική εξουσία ικανή να κινητοποιήσει την κοινωνία. Μόνο «λιγοστοί άντρες καταπονημένοι από τη φτώχεια και την ανέχεια», δίχως οπλισμό, με «κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια». Γι’ αυτό η κατάληψη της Ανατολίας αποδείχθηκε περίπατος για τους Τούρκους. Μετά την ήττα το 1071 στο Ματζικέρτ, του τραγικού εκείνου Αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη, που είχε εξαθλιωμένα μπουλούκια για στρατό και ποταπούς μηχανορράφους για στρατηγούς, οι Έλληνες αρχίζουν να αποκτούν πλήρη συνείδηση της εσωτερικότητας των αιτίων της κατάρρευσης. Επαναλαμβάνουν πλέον στερεότυπα ότι η Ρωμανία χάνεται εξαιτίας των αμαρτιών μας» (Ζιάκας, οπ.π.).

Μετά βέβαια το Ματζικέρτ, το Βυζάντιο μπόρεσε να κρατηθεί στη ζωή άλλους τέσσερις αιώνες, πράγμα που δείχνει τη ζωτικότητα της κοινωνικής - πολιτισμικής βάσης του. Άλλωστε εκείνη η χρονική περίοδος ήταν πολιτιστικά και πνευματικά περίοδος ακμής.

Από μέσα όμως το κοινωνικό παράσιτο στο οποίο είχε μετατραπεί η άρχουσα τάξη ανά ομάδες διαπλεκομένων και ανταγωνιζομένων συμφερόντων, οδηγούσε σιγά-σιγά στον θάνατο τον ξενιστή του, δηλαδή αυτόν από το αίμα του οποίου τρεφόταν, τουτέστιν το Κράτος, ποτίζοντας με φιλαυτία και το χώμα της κοινωνίας.

Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Η πληγή ήταν ολόσωμη και η νόσος καθολική. Και γι’ αυτό όταν τη Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1419, 35 περίπου χρόνια πριν την Άλωση, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διακεκριμένος λόγιος μοναχός και ασκητής, Δάσκαλος του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, εκφωνεί ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσίας βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα, εστιάζει στα πνευματικά αίτια της επερχόμενης πτώσεως της Βασιλεύουσας και στεντορεία τη φωνή, σαν τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κηρύσσει μετά παρρησίας μετάνοια γιατί οι χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι και αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι «πάντες αχρείοι».

Επειδή όμως η μετάνοια δεν μπορεί να είναι απλά μια διαπίστωση ή μια ομολογία, αλλά μια αντίπραξη στην ημαρτημένη πράξη, ο Ιωσήφ Βρυένιος προέτρεψε και προειδοποίησε για τις συνέπειες της εμμονής στα πάθη, ζήτησε και ικέτευσε, έδωσε σαν  θεραπεία και υπέδειξε τα φάρμακα για να πάψει η αντιμετώπιση του Θεανθρώπου Χριστού, αλλά και κάθε συνανθρώπου, ως εμπορεύματος και δεκτικού υλικής εκμεταλλεύσεως καπηλεύματος.

Όσο λοιπόν  ο επί θεολογικής βάσεως εδραζόμενος και επί εκκλησιαστικού άκμονος σφυρηλατημένος κοινωνιοκεντρικός βυζαντινός πατριωτισμός έδινε την πνοή του πνεύματος στην υπόσταση της αυτοκρατορίας, τόσο αυτή μεγαλουργούσε. Όταν όμως το οξυγόνο αυτής της πνοής άρχισε να ελαττώνεται και η ενότητα των κοινών στόχων, όλων των ίσων ενώπιον του Θεού και του Αυτοκράτορα πιστών και υπηκόων, να μεταλλάσσεται σε Βαβέλ αντικρουόμενων ιδιοτελών επιδιώξεων μεταξύ των πιο ίσων από τους ίσους και των προνομιούχων των υψηλότερων δωμάτων εξουσίας έναντι του όχλου των υπογείων, τότε τέθηκε σε λειτουργία ο νόμος της πτώσεως, λόγω της έλξεως της ύλης από τη γη και τα γεώδη.

Αυτό όμως που διερράγη ήταν το υλικό περίβλημα. Και όσο πορφυρό και βαρύτιμο και αν ήταν το περίβλημα, δεν  θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ισάξιο με τη ψυχή. Αν πεθάνει η ψυχή το σώμα μένει των ενστίκτων μηχανή, αν όμως χαθεί το σώμα και μείνει η ψυχή, μπορεί πολλά άλλα σώματα να ζωοποιήσει.

Και η ψυχή έμεινε. Έμεινε για να ψέλνει: Εις Άγιος, Εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός και για να προσεύχεται με το Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν, Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον Ημάς, τους αμαρτωλούς.

Έμεινε για να είναι η ταυτότητα, όχι απλά του σκεπτόμενου υποκειμένου, του παραγωγικού και επιτυχημένου ενδοκοσμικού ανθρώπινου μοντέλου, του homo consumens, δηλαδή του καταναλωτή υπηρεσιών, αξιών και προϊόντων, αλλά του φιλόθεου και φιλάνθρωπου ελεύθερου και όχι φιλελεύθερου τέκνου του Θεού και κατ’ υιοθεσία κληρονόμου της απόλαυσης της γλυκύτητας της αγάπης του Νυμφίου Χριστού.

Άρα η Πόλις εάλω, αλλά ζει.

Μπορεί όχι σαν Πόλις, ή σαν μία Πόλις.

Μπορεί όχι σε ένα σώμα, αλλά σε πολλά.

Μπορεί με πειρασμούς, μπορεί με μεταπτώσεις και αντιφάσεις, σίγουρα με συνθέσεις, προσλήψεις και αφομοιώσεις, ποικίλα χρώματα και αποχρώσεις, στη συνάφεια του σήμερα και εντός της ιστορίας.

Εν τη Θεία Λειτουργία ως μετά το αρχαίο δράμα Ιερή Μυσταγωγία           Στο πρόσφορο και το νάμα.

Στο «πρώτα» και «Δόξα σοι» ο Θεός.

Εν τοις κελλίοις και εν ταις αγοραίς.

Στο Κύριε των Δυνάμεων και στο «την Ευχή σου Γέροντα».

Στο Πανηγύρι του Αγίου και στο καντήλι του σπιτιού.

Στο «βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», για τον φιλοξενούμενο, τον ξένο και τον φτωχό. Γιατί όπως θα έλεγε ο Μπερδιάγιεφ «το πρόβλημα του δικού μου ψωμιού, είναι πρόβλημα υλικό, αλλά το πρόβλημα του ψωμιού των διπλανών μου, ολόκληρου του κόσμου, είναι πνευματικό και θρησκευτικό πρόβλημα. Ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα για το ψωμί, ζει όμως με ψωμί και πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν ψωμί».

Στο αν έπεσες, σήκω και συνέχισε. Άλλωστε ποτέ δεν θα είσαι μόνος σου στην πορεία  προς Εμμαούς.

Στη συνειδητοποίηση ότι ο δεσμός με την πνευματική συνέχεια και τις ρίζες δεν συνιστά αλυσίδα που δένει, αλλά ομφάλιο λώρο, που τρέφει, ζωογονεί και εμπνέει (Βραχνός από «Αντίφωνο»).

Στις επόμενες φράσεις από το λόγο του εκ των ιστορικών της Αλώσεως Δούκα με τον οποίο αρχίσαμε: «Ουκ εσμέν άξιοι ατενίσαι το όμμα εις ουρανόν, ει μη μόνον κάτω νενευκότες και εις γην τα πρόσωπα θέντες κράξωμεν. “Δίκαιος ει, Κύριε, και δικαία η κρίσις σουημάρτομεν, ηνομήσαμεν, αδικήσαμεν παρά πάντα τα έθνη. Και πάντα α επήγαγες ημίν, εν αληθινή και δικαία κρίσει επήγαγες. Πλην φείσαι ημών, Κύριε δεόμεθα”».

Στην εμπιστοσύνη σε Εκείνον που είπε «Μη φοβηθείτε απ’ αυτούς που μπορεί να αποκτείνουν το σώμα, αλλά δεν μπορεί να σας πάρουν την ψυχή».

Και σήμερα, αν η οικονομική κρίση που μας βρήκε, η οποία βέβαια όπως και κάθε οικονομική κρίση δεν είναι οικονομικής φύσεως, καθότι η οικονομία στον  πυρήνα της δεν είναι οικονομία, αλλά κοσμοθεωρία (Βραχνός από «Αντίφωνο»), απειλεί να σκοτώσει το σώμα της πατρίδας μας και το σώμα του καθενός μας, αν μας φέρνει στη θέση να σκεφτόμαστε πως θα ζήσουν τα παιδιά μας και μήπως έρθει κάποια στιγμή η ώρα να τα αποχαιρετήσουμε σε κάποιο σταθμό, αεροδρόμιο ή αποβάθρα, έτσι όπως θα μπαίνουν στο κύμα της νέας μετανάστευσης στο εξωτερικό, οφείλουμε να σκάψουμε μέσα μας και να βρούμε τη ψυχή μας, το τετράφυλλο δάκρυ.

Να καλέσουμε όχι με φοβέρες και με αίματα, αλλά με τον αυλό της φιλοκαλίας, το ρωμαίικο πνεύμα και να καταγίνουμε με τη καλλιέργειά του δια της εκκλησιαστικής ζωής, των Μυστηρίων και της ασκήσεως αλλά και δια της αποκαταστάσεως του σήματος της επικοινωνίας μας με την πολιτιστική μας παράδοση, η οποία μας κάνει να τραγουδάμε πένθιμους σκοπούς, επειδή, όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης, έχουμε κέφια.

Έτσι, έχοντας απογραφεί στη Βασιλεία του Θεού, δεν δειλιάζουμε μπροστά σε κανέναν σύγχρονο Ναβουχοδονόσορα και όπως οι τρεις Παίδες εν καμίνω δεν κομπιάζουμε όταν του λέμε:

«Βασιλιά (διάβαζε: Επίτροπε, Ευρωηγεμόνα, Πλανητάρχη ή όπως και αν τον πούμε) εμείς δεν έχουμε ανάγκη να προβάλλουμε καμιά δικαιολογία. Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, ο Θεός που εμείς λατρεύουμε, μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι, και να μας γλιτώσει από την εξουσία σου. Αλλά κι αν αυτό δεν γίνει, πρέπει να ξέρεις, βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνάμε».

Γιατί, Ναβουχοδονόσορα, η Πόλις τελικά ανασταίνεται. Καθένας από εμάς μπορεί να γίνει μία Πόλις και να κάνει τη πόλη και τον τόπο που θα οικήσει Πόλη Πόλεων. Και η Πόλις ζει. Και αν και αυτή η κρατική μας υπόσταση χαθεί ή αιχμαλωτιστεί, από λόγους επικίνδυνα παρεμφερείς με κείνους εξαιτίας των οποίων πήραν τη Πόλη οι οχτροί, η Πόλη θα ζήσει, αλλού, αλλιώς, με άλλη μορφή. Στα πρόσωπα των όπου γης Ρωμιών, καθ’ υπέρβαση της ιθαγένειας του αίματος και σύμφωνα με τη συγγένεια του πνεύματος.

Και γι’ αυτό πάλι και πολλάκις: Στη φράση εάλω η Πόλις αντιτάσσουμε εν ενί στόματι και μιά καρδία το λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!».*

 

Πέτρος Θ. Θωμαΐδης

Δικηγόρος - Κόρινθος

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ