Όπως γράφαμε και χθες μόνο απογοήτευση προκαλεί η “Βαβέλ” στην Ιεραρχία για την Θεία Κοινωνία. Απηύδησαν οι πιστοί να βλέπουν την σύγκρουση νεομοντερνιστών και παραδοσιακών λίγες μέρες πριν από γιορτή της Ενανθρώπησης του Κυρίου.
Καταρχάς μετά τον σάλο που δημιουργήθηκε ο εκπρόσωπος τη Ιεράς Συνόδου, Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας ανασκεύασε εν μέρει τις δηλώσεις του για το κουταλάκι και στο Χριστουγεννιάτικο μήνυμά του αναφέρει:
“Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως μια πανδημία, όπου ορίζονται προστατευτικά μέτρα των κρατικών φορέων προσωρινά και όχι μόνιμα, αρκεί και μόνο το γεγονός ότι τελείται η Θεία Λειτουργία από λίγα τουλάχιστον άτομα κατά τον λόγο του Χριστού: «Ου εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18,20). Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι γεγονός οικουμενικό και παγκόσμιο, γιατί με την τέλεσή της βιώνεται η παρουσία του Θεανθρώπου μέσα στο σώμα της ανθρωπότητας που την «εμβολιάζει» με αυτήν (...)
Η θεία Κοινωνία είναι μια βιωματική εμπειρία. Δεν έχει να κάνει με το πόσο συχνά μεταλαβαίνουμε. Εκείνο που θέλει να μας μάθει είναι μια αλήθεια και μια πραγματικότητα, που η γέννηση του Χριστού μας, έφερε και εγκαθίδρυσε για πάντα στον γεμάτο αρρώστιες, πόνο, οδύνη, φθορά και θάνατο πεπτωκότα από τον Παράδεισο κόσμο μας: χαρίζει σε μας τους κτιστούς ανθρώπους, τα δημιουργήματα, τη δυνατότητα να υπάρχουμε με τον τρόπο του Ακτίστου Θεού, του Δημιουργού, εν αγάπη και ελευθερία. Και να θυμόμαστε πάντα πως η θεραπεία της ανθρώπινης φύσης μας θα επιτευχθεί στα έσχατα, όταν περάσουμε το κατώφλι του θανάτου: «δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν …. τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος· κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος. Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νίκος;» (Α΄Κοριν. 15, 53-55)”
Και σε άλλο σημείο αναφέρει προσπαθώντας να απαντήσει στην οργή των πιστών την οποία αναγνωρίζει στο μήνυμά του: 'Ποτέ δεν σας αφήσαμε μόνους και ας μην είσαστε παρόντες σωματικά. Όταν οι ιερείς κατέλυαν μετά το τέλος της λειτουργίας ο,τι υπήρχε στο άγιο Ποτήριο, μαζί με το Σώμα του Χριστού κατέλυαν και τις μερίδες των ονομάτων σας. Και ήταν σαν να σας κοινωνούσαν όλους, όσους είχαν μνημονεύσει!
Ποτέ δεν ήμασταν μόνοι οι κληρικοί παρόντες στις λειτουργίες. Ήμασταν όλοι μαζί παρόντες και απόντες, κληρικοί και λαικοί. Κάθε δισκάριο σε κάθε λειτουργία κρατεί πάνω του όλη την Εκκλησία: τον ζωοδότη Χριστό, την μητέρα μας Παναγία, τους αδελφούς μας αγίους και αγγέλους, τους προσφιλείς μας κεκοιμημένους και εμάς που μνημονευθήκαμε. Ποτέ δεν ήσασταν απόντες. Πορευόσαστε μαζί μας την «οδόν του Κυρίου» (Μαρκ. 1, 3). Πάντοτε και για πάντα”
Μητροπολίτης Βεροίας
Καυστικός ήταν ο Μητροπολίτης Βεροίας Παντελεήμων για το θέμα της Θείας Κοινωνίας.
“Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν είναι υπόθεση της επιστήμης(...)Είναι πέραν των ορίων της λογικής. Είναι μυστήριο που δεν αναλύεται με τη λογική, ούτε μπορούμε να το εξηγήσουμε σε όσους όχι μόνο δεν πιστεύουν στον Χριστό, αλλά στέκονται εχθρικά απέναντί του. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αφορά μόνο αυτούς που Τον πιστεύουν και πλησιάζουν με πίστη για να κοινωνήσουν. Όσοι δεν πιστεύουν, δεν μπορούν να εκφέρουν γνώμη γι᾽ αυτό, γιατί δεν έχουν ούτε τη γνώση ούτε την εμπειρία, δεν έχουν ούτε και τη δυνατότητα να το κατανοήσουν. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει ούτε να τους ακούμε ούτε πολύ περισσότερο να επηρεαζόμεθα από αυτούς” σχολιάζει σε χθεσινή του ομιλία.
Επισημαίνει δε πως “δεν είναι επ᾽ ουδενί μέσο μεταδόσεως ενός εν δυνάμει θανατηφόρου ιού” και το αιτιολογεί τονίζοντας πως όχι μόνο επειδή αυτό αποτελεί διαχρονική και ακλόνητη πίστη και εμπειρία της Εκκλησίας μας, ακόμη και από την πρόσφατη εμπειρία της Εκκλησίας, την οποία απεκόμισε από τις ασθένειες οι οποίες έπληξαν τις τελευταίες δεκαετίες την ανθρωπότητα, όπως το HIV, η νόσος των πουλερικών ή των χοίρων και άλλες μολυσματικές ασθένειες, αλλά κι από το γεγονός πως ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα παραδέχεται ότι δεν βρέθηκε ποτέ ούτε ένας πιστός ούτε ένας ιερέας μολυσμένος από αυτές τις ασθένειες είτε επειδή κοινώνησε, είτε επειδή κατέλυσε από το Άγιο Ποτήριο από το οποίο είχαν μεταλάβει προηγουμένως οι ασθενείς.
“Την πραγματικότητα αυτή παραδέχθηκε προ ετών, στις 29 Φεβρουαρίου του 1988, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, όταν είχε τεθεί το θέμα της θείας Κοινωνίας με αφορμή μία άλλη μεταδοτική ασθένεια. Με έγγραφό του προς το Υπουργείο Υγείας ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου τόνιζε ότι «το ως άνω θέμα», δηλαδή το θέμα της θείας Μεταλήψεως, «ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τους μυστηριακούς εκκλησιαστικούς κανόνες, ουδεμία δε επέμβαση της πολιτείας είναι δυνατή κατά το Σύνταγμα … θίγει δε τον πρέποντα σεβασμό των πολιτειακών οργάνων στη Χριστιανική πίστη … Ουδείς, ουδέποτε υποχρεώθηκε να συμμετέχει σε Θεία Μετάληψη …». Ανάλογη με αυτήν ήταν και η άποψη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεώς του, λίγους μήνες αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
«Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθει σε θέματα πίστεως του ελληνικού λαού. Σε σχέση με το ερώτημα, δηλαδή αν μεταδίδονται νοσήματα κατά τη θεία Μετάληψη, αποφαινόμεθα ότι από τη μέχρι σήμερα πείρα και από τη βιβλιογραφία δεν προκύπτουν στοιχεία, που να πείθουν ότι κατ᾽ αυτήν έχουν μεταδοθεί νοσήματα»” αναφέρει ο Μητροπολίτης Βεροίας και υπενθυμίζει πως “Το ίδιο ακούσαμε να επαναλαμβάνουν και πρόσφατα διακεκριμένοι επιστήμονες ιατροί, ειδικοί καθηγητές λοιμωξιολόγοι και επιδημιολόγοι, που ερωτήθηκαν από τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και απάντησαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως επιστημονική μελέτη η οποία να συνδέει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και τη συμμετοχή των πιστών σε αυτό με τη διασπορά οποιουδήποτε ιού στην κοινότητα ή να αποτελεί αιτία διαδόσεως του κορωνοιού σε οποιαδήποτε ομάδα πληθυσμού.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μέλη της Επιτροπής των ειδικών επιστημόνων που συμβουλεύουν την ελληνική πολιτεία για τα θέματα της πανδημίας. Κάποιοι μάλιστα από τους επιφανείς αυτούς καθηγητές της Ιατρικής, όπως η κ. Γιαμαρέλλου και η κ. Λινού, δεν δίστασαν να ομολογήσουν απερίφραστα ότι ανήκουν σε εκείνους οι οποίοι θα έσπευδαν να κοινωνήσουν χωρίς φόβο αλλά με απέραντη πίστη.”
Καταλήγει δε ευχόμενος “τα φετινά Χριστούγεννα, λοιπόν, ας ανοίξουμε την ψυχή μας στον Χριστό και ας προσέλθουμε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας χωρίς τον φόβο της μεταδόσεως του κορωνοιού, αλλά με φόβο Θεού και συναίσθηση της αναξιότητός μας, ώστε να μη γίνει και για μας η μετάληψη του Σώματος και του Αίματός του «εις κατάκριμα», αλλά «εις κάθαρσιν και αγιασμόν από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος»· για να έλθει ο Χριστός και να κατοικήσει μέσα μας για να μας ενισχύσει και να μας θεραπεύσει ψυχή τε και σώματι, για να γεννηθεί μέσα μας και να μας αναγεννήσει ολοτελώς”
Μητροπολίτης Δράμας: Χωρίς πιστούς οι Θείες Λειτουργίες
Δείγμα της πλήρους ασυνεννοησίας που επικρατεί στους κόλπους της Ιεραρχίας αποτελεί και η αυθαίρετη πρωτοβουλία του Μητροπολίτης Δράμας που αποφάσισε από μόνος του να γίνουν χωρίς πιστούς οι Θείες Λειτουργίες για Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα.
Μπορεί στο Χριστουγεννιάτικο μήνυμά του να είπε πως “Εμείς πρέπει να φροντίζουμε την κάθαρση της ψυχής μας από την δυσωδία των παθών και των αμαρτιών μας με την μετάνοια και την κοινωνία του αχράντου Σώματος και Αίματός Του που είναι πηγή Ζωής, και δεν μεταδίδει κανένα νόσημα, αλλά μόνον αγιασμό”, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού Πρακτορείου.
Έλαβε την απόφαση να γίνουν κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς την παρουσία πιστών, στην περιοχή της Περιφερειακής ενότητας Δράμας, όλες οι Θείες Λειτουργίες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, πήρε η Ιερά Μητρόπολη Δράμας.
Η απόφαση αυτή έρχεται σε αντιδιαστολή με όσα ορίζει το νέο ΦΕΚ όπου αναφέρεται πως επιτρέπεται η παρουσία 25 ατόμων στις εκκλησίες κάθε ενορίας και 50 ατόμων για τον μητροπολιτικό ναό της κάθε περιοχής. Τουναντίον ο Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος αποφάσισε οι εκκλησίες να μείνουν κλειστές για τους πιστούς και οι λατρευτικές εκδηλώσεις να πραγματοποιηθούν μόνο με την απαραίτητη παρουσία των κληρικών και των ψαλτών.
Κύκλοι της Ιεράς Μητρόπολης, επισημαίνουν ότι η απόφαση αυτή κρίθηκε αναγκαία λόγω του αυξημένου επιδημιολογικού φορτίου που παρουσιάζει η περιοχή της Δράμας, αλλά και γιατί ο Ιεράρχης θα ήθελε η τοπική εκκλησία να συμβάλλει στο να μην υπάρξει ούτε κατ’ ελάχιστο η πιθανότητα διασποράς του ιού, τουλάχιστον στο πλαίσιο των λατρευτικών εκδηλώσεων.
Οι ναοί, πάντως θα είναι ανοιχτοί από τις οχτώ το πρωί, όλες τις εορταστικές ημέρες μόνο για ατομική προσευχή και την προσωπική εξυπηρέτηση των πιστών, τηρουμένων πάντα όλων των προβλεπόμενων υγειονομικών μέτρων.