: Ο Όσιος Αθανάσιος, ευδόκησε ο Κύριος να ανθήσει στο παραθαλάσσιο χωριό του Πεντασχοίνου. Το Πεντάσχοινο, βρίσκεται σήμερα ερειπωμένο περί τα 6 χλμ νότια του χωριού Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας, άκμαζε από τους ρωμαϊκούς ήδη χρόνους, και λειτουργούσε, σύμφωνα με τον Ν.Γ. Κυριαζή, μέχρι και τον 18ο αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Εδώ λοιπόν γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Όσιος, εδώ και αγίασε, και εδώ τάφηκε, απ’ όπου και πήρε την επωνυμία Πεντασχοινίτης.
Ο Αθανάσιος γεννήθηκε κατά τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα από όσιο και θεοφιλή πατέρα. Μικρός ακόμη, έμεινε ορφανός από μητέρα, γι’ αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά. Από την παιδική του ηλικία ο Αθανάσιος τήρησε άμεμπτα τις εντολές του Θεού, και μάλιστα τη θερμή πίστη και αγάπη προς τον Κύριο και την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον, καθώς και τον σεβασμό και την υπακοή προς τους γονείς του. Γι’ αυτό, και μόλις εικοσαετής, είχε ήδη καταστεί « σκευυος ὲκλογής » και δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Ένεκα λοιπόν της μεγάλης του αγάπης προς τους πονεμένους αδελφούς του σκόρπιζε αφθονοπάροχα στους πτωχούς τα αναγκαία για την συντήρησή τους, αλλά, με την ευλογία του Θεού, τα δοχεία του σιταριού, του λαδιού και του κρασιού του σπιτιού του βρίσκονταν πάντα γεμάτα!
Ο Όσιος «τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς » ( Σοφ. Σολομ., 4, 13). Γιατί λίγο μετά τα είκοσι του χρόνια ο Χριστός έλαβε εν ειρήνη την οσία ψυχή του. Δεν παρήλθε όμως πολύς καιρός από την κοίμηση του και, για να τον δοξάση ο Κύριος και στη γη, άρχισε να ενεργεί, με τη μεσιτεία του Αθανασίου, ποικίλα θαύματα. Ως πρώτο θαυμαστό σημείο « ο ενδοξαζόμενος εν τοις αγίοις αυτού » Κύριος τέλεσε το εξής:
Κάποιο πλοίο, που ταξίδευε στη θάλασσα κοντά στο Πεντάσχοινο, κινδύνευε από την άγρια θαλασσοταραχή, που ξέσπασε, να βυθισθεί. Ήτανε μέρα μεσημέρι. Εμφανίστηκε τότε έξαφνα στους ναύτες ο Όσιος, και διέσωσε με την χάρη του Θεού το πλοίο, οδηγώντας το με ασφάλεια στο λιμάνι του χωριού του.
Τον ερώτησαν τότε οι ναύτες ποιος ήταν, και τους αποκρίθηκε πως ήταν ο «Αθανάσιος ο του Πεντασχοινίου », και αμέσως έγινε αφανής.
Οι ναύτες κατέβηκαν κατόπιν στο χωριό, έχοντας μαζί τους λάδι, για να προσφέρουν στον ναό του Αγίου, που τους είχε σώσει.
Κατά Θεία Πρόνοια βρήκαν στον δρόμο τον πατέρα του Οσίου, στον οποίο διηγήθηκαν τη θαυμαστή διάσωσή τους, και τον ρώτησαν που βρισκόταν ο ναός του Αγίου Αθανασίου.
Ο θεοφιλής εκείνος γέροντας τους διαβεβαίωσε πως τέτοιος ναός δεν υπήρχε εκεί, αλλ’ από την περιγραφή των χαρακτηριστικών του Αγίου, που τους διέσωσε, κατάλαβε πως επρόκειτο για τον γυιό του. Πορεύθηκαν τότε μαζί στον τάφο του, κι εκεί ο άγιος πατέρας του τον ρώτησε:
« Παιδί μου, Αθανάσιε, συ έσωσες τους ανθρώπους; »
Και ο πάντοτε υπάκουος Αθανάσιος ταπεινά αποκρίθηκε, ω του θαύματος, σαν να ήταν ζωντανός:
« Ναι, Πατέρα μου. Ο Κύριος με απέστειλε, για να μην πάθουνε τίποτα κακό στον τόπο μας. »
Τότε ο ενάρετος πατέρας του λέγει: « Κοιμήσου πάλιν, παιδί μου, μέχρι να σε αναστήσει ο Χριστός »! Όπως και έγινε!
Τα λίγα, αλλά σημαντικά αυτά στοιχεία για τον Όσιο Αθανάσιο μας διέσωσε ο επίσης Κύπριος μεγάλος Άγιος, ο Όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που καταγόταν από την Αμαθούντα
Αργότερα ανηγέρθη μεγαλοπρεπής ναός πάνω στον τάφο του Οσίου Αθανασίου, ο οποίος κατέστη πανορθόδοξο προσκύνημα για τα συνεχιζόμενα ανά τους αιώνες θαύματά του. Στη θαυματουργική Χάρη του αναφέρεται και ο Λεόντιος Μαχαιράς, όταν έγραφε περί το 1458 μ.Χ.:
« Και ο άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος εις τον Αχλίοντα, τοπικός θαυματουργός. Ομοίως ( δηλ. τοπικός άγιος θαυματουργός) ο άγιος Αθανάσιος ο Πεντασκοινίτης, απέ το Πεντάσκοινον, και βρύει ιάματα.» Μέχρι την εποχή του Μαχαιρά πρέπει να υπήρχε και το λείψανό του Οσίου στον ναό του.
Τη μεγάλη διάδοση της τιμής του Οσίου Αθανασίου σ’ όλη την Κύπρο μαρτυρεί και η αγιογράφηση του σε όλους σχεδόν τους ναούς του νησιού, από τον 12ο αιώνα τουλάχιστον και εξής.
Στις τοιχογραφίες ο Όσιος απεικονίζεται ως διάκονος, πράγμα το οποίο δεν μαρτυρείται από τον Όσιο Αναστάσιο. Ταπεινά φρονούμε πως ο Όσιος πιθανόν να ήταν αναγνώστης ή υποδιάκονος ή να είχε κάποια υπηρεσία στον ναό. Επίσης είναι πιθανόν η παράστασή του να συμβολίζει την αφιέρωσή του στον Θεό και τη διακονία του στον πλησίον. Ας μην ξεχνούμε εξάλλου και τη μικρή ηλικία, κατά την οποία εκοιμήθει ο Άγιος λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια, που δεν επέτρεπε, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, να ήταν διάκονος.
Η αρχική καθαυτό ημέρα μνήμης του Οσίου δεν μας είναι σήμερα γνωστή, αλλά πρόσφατα, με την ευλογία του εγχώριου Επισκόπου Κιτίου κ.κ. Χρυσοστόμου, και κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου, καθιερώθηκε ως ημέρα εορτασμού του η 10η Ιουλίου.