Ο Όσιος Σισώης έλαμψε με την αυθεντική πίστη στον Θεό. Αναδείχτηκε αθλητής της πρώτης γραμμής. Προσευχόταν, με διάκριση, για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο.
Μέρος της πνευματικής σοφίας και εμπειρίας του οσίου Σισώη του Μεγάλου παρατίθεται στο «Γεροντικό», βιβλίο προσφιλές, τόσο στους μοναχούς όσο και στους λαϊκούς χριστιανούς, με πλούσια ψυχωφελή και διδακτικά αποφθέγματα γερόντων της ερήμου.
Ο Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε το 1544 μ.Χ., επί βασιλείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν. Διέμενε με την οικογένειά του στην περιοχή της ακροπόλεως της Θεσσαλονίκης.
Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός, με αποτέλεσμα να αναλάβουν την κηδεμονία του δύο θείοι, συγγενείς της μητέρας του, εκ των οποίων ο ένας ήταν μωαμεθανός, ο οποίος και ανέλαβε αποκλειστικά την κηδεμονία του.
Ωστόσο ο Κυριακός, όπως ονομαζόνταν, ακολουθώντας τις συμβουλές του Χριστιανού θείου του, αποφάσισε να εγκαταλείψει κρυφά το μωαμεθανό κηδεμόνα και να ακολουθήσει κάποιους αγιορείτες μοναχούς, οι οποίοι βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη. Έφθασε στον Άθωνα. Εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Κύριλλος. Ταξίδεψε μαζί με άλλους δύο μοναχούς στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε το μωαμεθανό κηδεμόνα του, ο οποίος παρά την παρέλευση πολλών ετών, αναγνώρισε τον Κύριλλο. Φώναξε αμέσως και άλλους μουσουλμάνους για να τον συλλάβουν με την κατηγορία ότι, ενώ πριν είχε ασπαστεί το Κοράνιο, στη συνέχεια το αρνήθηκε και εξώμοσε.
Ο Τούρκος έπαρχος επιχείρησε με πολλούς τρόπους να τον μεταπείσει, προσφέροντάς του υλικές ανέσεις, ο Κύριλλος τις αρνήθηκε. Κατόπιν τούτων ο έπαρχος έδωσε εντολή στους δημίους να τον ρίψουν στην πυρά όπου τελειώθηκε (6 Ιουλίου του 1566 μ.Χ.).
Πανηγυρίζει ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Ιππόδρομο στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, όπου φυλάσσονται τεμάχια του λειψάνου του Αγίου Κυρίλλου.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου