Ο Άγιος Συμεών ο Ιερομάρτυς έζησε στην Περσία κατά τους χρόνους του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου και ήταν προϊστάμενος των Εκκλησιών Κτησιφώντος και Σαλήκ (στη Σελευκεία). Εκείνη την περίοδο στην Περσία υπήρχε χριστιανική κοινότητα, που οι άνθρωποι της είχαν αμεμπτή ζωή και μεγάλη αυταπάρνηση, έτοιμοι να θυσιαστούν για το όνομα και τη δόξα του Χριστού.
Καρδιά αυτής της κοινότητας ήταν ο επίσκοπος Συμεών, ο οποίος ήταν παράδειγμα χριστιανικής ζωής. Οι Πέρσες έβλεπαν τους χριστιανούς σαν αγκάθι στο μάτι τους. Γι’ αυτό και τους διέβαλαν στο βασιλιά Σαπώρ τον Β’, με το πρόσχημα ότι είχαν επαναστατικές διαθέσεις. Αμέσως ο Σαπώρ διέταξε να φέρουν τον επίσκοπο δεμένο μπροστά του.
Ο Συμεών διαβεβαίωσε το βασιλιά ότι η χριστιανική θρησκεία κάνει νομιμόφρονες πολίτες και όχι ανόητους επαναστάτες. Ο βασιλιάς, όμως, ήταν τόσο προκατειλημμένος εναντίον του, που διέταξε να τον φυλακίσουν. Στη φυλακή ο Συμεών γνώρισε τον Γοθαζάτ (ή Γουζθαδάτ), λιποτάκτη χριστιανό, που αλλαξοπίστησε για να σώσει το κεφάλι του.
Τότε ο Συμεών, με κατάλληλο τρόπο, συγκίνησε και πάλι την καρδιά του Γοθαζάτ για το Χριστό. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαπώρ, οργισμένος, αποκεφάλισε τον Συμεών και τον Γοθαζάτ, και επιπλέον άλλους 1150 χριστιανούς από την εκεί Εκκλησία, μαζί με τον πρεσβύτερο Αύδελα.
Έτσι, όλοι έδωσαν τους εαυτούς τους, «προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις όσμήν ευωδιάς» (1. Προς Εφεσίους ε’). Δηλαδή, προσφορά και θυσία στο Θεό, για να είναι μπροστά Του μυρωδιά ευωδιαστή. Την τελευταία στιγμή στο στρατόπεδο των μαρτύρων, προστέθηκε και ο κουροπαλατής του βασιλιά, ονόματι Φουσίκ.
Ήταν κρυπτοχριστιανός και όταν είδε έναν από τους 1150 να δείχνει κάποια ταραχή, πλησίασε και τον προέτρεψε να μείνει πιστός μέχρι τέλους. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαπώρ, διέταξε να τον φονεύσουν με τον πιο σκληρό τρόπο. Έτσι του έκοψαν τη γλώσσα και στη συνέχεια τον έγδαραν ζωντανό.