Σήμερα, σύμφωνα με το εορτολόγιο, έχουν γιορτή οι:
- Αυγουστίνος, Αυγουστίνα
- Αύγουστος, Αυγούστα
- Ιερώνυμος, Γερώνυμος, Ιερονύμη
- Μόνικα, Μόνα
- Ορτίσιος, Ορτίσης, Ορτίσια, Ορτανσία
Όσιος Ιερώνυμος
Ο Ιερώνυμος (27 Μαρτίου 347 - 30 Σεπτεμβρίου 420) είναι Χριστιανός άγιος και διανοούμενος του 4ου αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε το 347 στη πόλη Στριδώνα της Δαλματίας και πέθανε το 420 στη σκήτη του στη Βηθλεέμ. Λατίνος ασκητής, θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας.
Τα παλαιότερα γραμματολογικά εγχειρίδια προσέδιδαν στον Ιερώνυμο και τη διπλή ονομασία Σωφρόνιος Ευσέβιος. Οι νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι η προσθήκη της διπλής αυτής ονομασίας οφειλόταν σε παρανοήσεις και αυθαίρετες προσθήκες των αρχαίων αντιγραφέων και δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια.
Ο Ιερώνυμος (Hieronymus) ήταν ιλλυρικής καταγωγής. Γεννήθηκε το έτος 347 στη Στριδώνα της Δαλματίας. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και αρκετά εύποροι. Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν για σπουδές στη Ρώμη, όπου παρέμεινε για 15 περίπου χρόνια. Εκεί, σπούδασε φιλολογία και ρητορική κοντά σε επιφανείς διδασκάλους. Μελέτησε τη φιλοσοφία και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρουφίνο. Ύστερα, όμως, από αρκετά χρόνια, θα ερίσει με τον επιστήθιο φίλο του, επειδή ο Ιερώνυμος αποκήρυξε την ωριγένεια θεολογία, ενώ ο Ρουφίνος τη θαύμαζε. Βαπτίστηκε Χριστιανός σε ηλικία δεκαεννέα ετών από τον Λιβέριο Ρώμης.
Το έτος 367 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στα Τρεβήρους. Ακολούθως, το 372, μετέβη για τον ίδιο λόγο στην Ιταλία, στην πόλη της Ακυλείας (Τεργέστη). Στις περιοχές αυτές μυήθηκε στην ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις της νεανικής ηλικίας δεν του επέτρεψαν ακόμα την οριστική αφοσίωση σε αυτή.
Το έτος 373 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους μαζί με μερικούς συντρόφους του. Έτσι το 374 έφτασε στην ελληνιστική πόλη της Χαλκίδας -κοντά στο σημερινό Χαλέππι- και εγκαταστάθηκε σε ένα μοναστήρι. Ασυνήθιστοι στο κλίμα της περιοχής, δύο από τους συντρόφους του πέθαναν και ο ίδιος παραλίγο να χάσει τη ζωή του. Εγκατέλειψε το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε σε μια σκήτη στην έρημο της Συρίας μελετώντας τους αγαπημένους του Λατίνους συγγραφείς Βιργίλιο και Κικέρωνα, και το 378 πήγε στην Αντιόχεια, όπου το επόμενο έτος (379) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο της πόλης Παυλίνο.[12] Η ιεροσύνη του όμως υπήρξε ανενέργητη, αφού ποτέ στη ζωή του δε διακόνησε το θυσιαστήριο του Κυρίου.
Το 380 ο Ιερώνυμος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Εκεί, συνδέθηκε φιλικά με το Γρηγόριο Νύσσης και τον Αμφιλόχιο Ικονίου.
Η παραμονή του στην Ανατολή υπήρξε καθοριστική τόσο για την πνευματική του ανάνηψη όσο και για την εκμάθηση της ελληνικής και εβραϊκής γλώσσας.
Από το έτος 382 μέχρι και το 384 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου και δίδαξε την ασκητική ζωή σε Χριστιανές κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Από αυτές, συνδέθηκε περισσότερο πνευματικά με την Παύλα, την Ευστοχία και τη Μαρκέλλα. Πίστεψε πως θα διαδεχόταν το Δάμασο στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Αυτό όμως δε συνέβη, εξαιτίας κάποιων διαβολών από μερίδα του ρωμαϊκού κλήρου. Πικραμένος, τότε, ξαναγύρισε στην Ανατολή, συνοδευόμενος από τις τρεις παραπάνω κυρίες. Στηλιτεύει τα ήθη των ιερέων της Ρώμης που είχαν τη συνήθεια να διατηρούν παλλακίδες στο σπίτι τους, να αρωματίζονται και να κατσαρώνουν τα μαλλιά τους καθώς και να συχνάζουν στα αριστοκρατικά σπίτια ακόμα και ειδωλολατρών. (Jerome Letters, xxii,30) Υπέρμαχος της παρθενίας και κατά του γάμου και της διαφθοράς και των βασάνων που προκαλεί επαινώ το γάμο μόνο γιατί μου δίνει παρθένους έγραφε στις επιστολές του, και συμβουλεύει τις γνωστές του αν δεν μπορούν να ζούν σε μοναστήρι να παραμείνουν τουλάχιστον παρθένες. (Jerome Letters,cvii 3 και xxii 21).
Το έτος 385 εγκαταστάθηκαν στη Βηθλεέμ, όπου με τη χρηματική προσφορά της Παύλας και άλλων γυναικών ίδρυσαν δύο μοναστήρια.[13] Ένα ανδρικό υπό τον Ιερώνυμο και ένα γυναικείο με ηγουμένη την Παύλα. Ο Ιερώνυμος πάντως εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά στα περίχωρα της Βηθλεέμ και από εκεί διεύθυνε το μοναστήρι του, μελετούσε τη Βίβλο αλλά και τους αγαπημένους του Ρωμαίους συγγραφείς και αλληλογραφούσε με τον έξω κόσμο και συνεργαζόταν με διάφορες χριστιανές γυναίκες όπως η Παύλα και η Μαρκέλλα. Μέχρι τη μέρα του θανάτου του 30 Σεπτεμβρίου του έτους 420, εργαζόταν και μάλιστα πέθανε την ώρα που έγραφε ένα σχόλιο πάνω στον Ιερεμία. Στη Βηθλεέμ οικοδόμησε μια εκκλησία, έναν ξενώνα για τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους αλλά και ένα σχολείο που δίδασκε στα παιδιά εκτός των άλλων, Ελληνικά και Λατινικά.
Οι κρίσεις των γραμματολόγων για το πρόσωπο του Ιερώνυμου ποικίλλουν. Πολλοί τον θεωρούν εριστικό και εμπαθή, άλλοι μισαλλόδοξο και εγωιστή, ενώ άλλοι αγνό, σοφό, ζηλωτή και εραστή της άσκησης.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του απένειμε τον κατεξοχήν τιμητικό χαρακτηρισμό τού Μεγίστου Διδασκάλου. Η προσφορά του υπήρξε αληθινά μεγάλη και ουσιαστική, χωρίς νόθευση της Καθολικής πίστης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου και η Ρωμαιοκαθολική την ημέρα της κοίμησής του.
Απολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτο σοῦ τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Άγιος Αυγουστίνος
Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis, 13 Νοεμβρίου 354 - 28 Αυγούστου 430), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος, ήταν Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, του οποίου τα συγγράμματα επηρέασαν στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής φιλοσοφίας. Επίσης ήταν ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της λατινικής πατρολογίας.
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το σημερινό Σουκ Αχράς της Αλγερίας, μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόνικας - όνομα Βερβερικό - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη, ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν πεθάνει.
Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγάστη και ήταν λατινική αποκλειστικά. Μετά στα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα, ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός, θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.
Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού, που ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7 έτη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών γνωρίζεται και με μία χριστιανή, με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει αργότερα στο Μιλάνο, μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του επειδή τον εμπόδιζε στην σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη, και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση καθώς πλέον και η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα, προσέρχεται στο χριστιανισμό.
Το 387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας, αφού ήδη από το 388 έχει επιστρέψει στην Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα, αλλά και την έντονη αντιαιρετική του δράση, αφού ως επίσκοπος ο Αυγουστίνος αντιμετώπισε και τελικά σταμάτησε το σχίσμα του Δονατισμού, συγκαλώντας πολλές τοπικές Εκκλησιαστικές Συνόδους. Επίσης, η Σύνοδος της Καρχηδόνος το 411 καταδίκασε την αίρεση του Πελαγιανισμού και ο Αυγουστίνος αναγνωρίστηκε ως ο κύριος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Τελικά, το 426 παραιτήθηκε από επίσκοπος, αλλά πέρασε τα τελευταία του χρόνια πολεμώντας τον Αρειανισμό.
Το τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό.
Απολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Αὐγουστῖνον τὸν μέγαν ἀνευφημήσωμεν, τὸν Ἱεράρχην τὸν θεῖον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ σοφὸν ὑφηγητήν· τῆς ἄνω πόλεως, τὸν θεολόγον τὸν κλεινὸν, προσευχῆς τὸν ἔραστὴν, καὶ στήλην τῆς μετανοίας· πρεσβεύει γὰρ τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.