O άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερέας στη Μαγνησία. Όταν το 198 μ.Χ. ο Σεβήρος εξαπέλυσε διωγμό κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος Λουκιανός συνέλαβε τον Άγιο και του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του με βάσανα και μαρτυρία. Μάταια όμως. Ο Λουκιανός τότε εξοργίστηκε και έλαβε μέρος ο ίδιος μέρος στο βασανισμό του Αγίου. Ως εκ θαύματος όμως, τα χέρια του κόπηκαν. Παρακάλεσε ο Άγιος Χαράλαμπος το Θεό να αποκαταστήσει την αρτιμέλεια του επάρχου. Τότε, δύο από τους δήμιους, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, βλέποντας το θαύμα, ομολόγησαν πίστη στο Θεό. Ο Λουκιανός, αν και γιατρεύτηκε, επέμεινε πεισματικά στην απιστία του και διέταξε τον αποκεφαλισμό του ιερομάρτυρος Χαραλάμπους και των δύο δημίων, οι οποίοι, μ’ αυτό τον τρόπο, αξιώθηκαν του αμαράντινου στεφάνου της αγιότητας και της παρρησίας ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Επιπρόσθετα, στο απολυτίκιό του, ο Άγιος Χαράλαμπος ονομάζεται «στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας του Χριστού και λύχνος που φωτίζει πάντα την οικουμένη». Κυριολεκτικά, «έλαμψε στον κόσμο με το μαρτύριό του και διέλυσε το σκοτάδι των ειδώλων», γι’ αυτό και τον παρακαλούμε να μεσιτεύει στο Χριστό και για τη δική μας σωτηρία.