Δεκάδες είναι οι αιρετικές διδασκαλίες που επινόησε ο Παπισμός στην ιστορική του πορεία. Μία όμως εξ’ αυτών θεωρείται η μεγαλύτερη και φοβερότερη, η κακοδοξία του παπικού Πρωτείου. Περί αυτής ομιλώντας ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, του οποίου την μνήμη εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας και ταυτόχρονα την επέτειο των 100 ετών από της οσιακής κοιμήσεώς του, σε κάποιο λόγο του για τα αίτια του Σχίσματος Ανατολής και Δύσεως, αναφέρει τα εξής:
«Λέγοντας ο Πάπας πως είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, εξόρισε από τη Δυτική ‘Εκκλησία’ τον Δεσπότην πάντων Χριστόν και έτσι έμεινε η Δυτική ‘Εκκλησία’ χήρα από τον Χριστόν. Όταν οι υιοί του Ζεβεδαίου ζήτησαν από τον Χριστό πρωτοκαθεδρία, να καθήσουν ο ένας δεξιά του και ο άλλος αριστερά του, ο Κύριος δεν τους είπε, ότι αυτό είναι αδύνατον, διότι την πρωτοκαθεδρία την έχω δώσει στον Πέτρο, αλλά ότι ‘ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν έσται διάκονος υμών και ος εάν θελη γενέσθαι πρώτος έστω πάντων δούλος’, (Ματθ.20,26). Όταν οι απόστολοι κατά το Μυστικόν Δείπνον έπεσαν σε φιλονικία δια τα πρωτεία, ο Κύριος δεν τους είπε, πως ο Πέτρος είναι μεγαλύτερος, επειδή αυτόν αφήνω επίτροπον εις το ποίμνιον, αυτός είναι η κεφαλή όλων σας. Αλλά τους είπε ότι ‘οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. Υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο μειζων εν υμίν γενέσθω ως ο νεώτερος και ο ανακείμενος ως ο διακονών’», (Λουκ.22,25-26). Οι παρά πάνω βαρυσήμαντοι λόγοι του αγίου Νεκταρίου, έρχονται να καταρρίψουν πανηγυρικά και να συντρίψουν αποστομωτικά την μεγαλύτερη και φοβερότερη από όλες τις αιρέσεις του Παπισμού. Είχε απόλυτο δίκαιο ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς όταν έγραφε, ότι τρεις είναι οι μεγάλες πτώσεις της ανθρωπότητας: Του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα.
Γύρω από την κακοδοξία του παπικού Πρωτείου, που αποτελεί μέχρι σήμερα επίσημο δόγμα του Παπισμού, έχουμε αναφερθεί πολλές φορές σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας και δεν θα επανέλθουμε. Στην παρούσα ανακοίνωση μας θα αναφερθούμε σε μία πτυχή και προέκτασή του, στην εκκλησιολογική σχέση που διέπει τον «Πάπα» με τους «Επισκόπους» του, παίρνοντας αφορμή από δημοσίευμα στην εφημερίδα των εν Ελλάδι παπικών «Καθολική» (αριθ. Φύλλου 279, 19.9.2020). Στο δημοσίευμα γίνεται λόγος για τον διορισμό του νέου «αρχιεπισκόπου» Κερκύρας, Ζακύνθου – Κεφαλληνίας και τοποτηρητή του ‘αποστολικού’ Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, κ. Γεωργίου Αλτουβά. Το άρθρο αναφέρει ρητά, πως ο νέος «αρχιεπίσκοπος» δεν εκλέχτηκε από κάποιο εκκλησιαστικό σώμα, αλλά διορίστηκε από τον «Πάπα» Φραγκίσκο και τούτο διότι οι «επίσκοποι» της παπικής «Εκκλησίας» διορίζονται απ’ ευθείας από τον «Πάπα»! Ο κ. Γεώργιος Αλτουβάς, στο μήνυμά του είναι σαφής: «επιθυμώ να εκφράσω την αμέριστη χαρά μου, με την ευκαιρία της εκλογής μου εις Επίσκοπο, από τον Άγιο Πατέρα Πάπα Φραγκίσκο…». Κάνει λόγο για «εκλογή», αλλά κάθε άλλο παρά εκλογή είναι, με την ακριβή εκκλησιαστική σημασία του όρου. Πρόκειται σαφέστατα για προσωπική επιλογή του «Πάπα», για διορισμό! Επίσης σαφής είναι και ο απερχόμενος «αρχιεπίσκοπος» κ. Ι. Σπιτέρης σε αποχαιρετιστήριο μήνυμά του. Για τον νέο «αρχιεπίσκοπο» ανέφερε πως «επιτέλους γνωρίζουμε το όνομα εκείνου, τον οποίο ο Άγιος Πατέρας Πάπας Φραγκίσκος, διάλεξε ως αντικαταστάτη μου. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Άγιο Πατέρα με τον οποίο, όλοι εμείς είμαστε σε κοινωνία, για το νέο εκλεγμένο Επίσκοπό μας»! Ο κ. Φραγκίσκος μ’ άλλα λόγια διάλεξε, σύμφωνα με τη δική του θέληση, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, τον νέο «αρχιεπίσκοπο». Περιττό να λεχθεί ότι όλοι οι «επίσκοποι» της απανταχού παπικής «Εκκλησίας» είναι διορισμένοι από τον «Πάπα» και κανένας δεν έχει εκλεγεί από Σύνοδο!
Η επίσημη θεσμοθέτηση του δόγματος του παπικού Πρωτείου επέφερε νομοτελειακά και αναπόδραστα ως ολέθριο επακόλουθο, αφ’ ενός μεν την ουσιαστική υποβάθμιση του Συνοδικού Συστήματος και αφ’ ετέρου την εκμηδένιση της πνευματικής εξουσίας και ποιμαντικής διακονίας των Επισκόπων, την οποία λαμβάνουν δια της χειροτονίας των θείω δικαίω, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος», (Πραξ. 20,28). Οι παπικές Σύνοδοι μεταβάλλονται δια του παπικού Πρωτείου σε απλά συμβουλευτικά όργανα του «Πάπα» και τότε μόνον έχουν ισχύ όταν επικυρωθούν από αυτόν με παπική βούλα. Επίσης οι «Αρχιερείς» υποβαθμίζονται και μεταβάλλονται σε πειθήνια όργανά του. Εκλέγονται, διορίζονται ανακαλούνται, απολύονται οριστικά, ή και καθαιρούνται ακόμη, κατά βούληση του «Πάπα», του απόλυτου μονάρχη της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας».
Ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή Αθηνών Κων. Μουρατίδης παρατηρεί σχετικά ότι ο «Πάπας» καθίσταται δια του παπικού Πρωτείου «η πηγή της ιερωσύνης, φέρων μόνος αυτός οιονεί τον τέταρτον και ύπατον βαθμόν της ιερωσύνης και αποκαλούμενος pontifex maximus, [ύπατος αρχιερεύς]»,[1] Όπως είναι γνωστό στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησιαστική Παράδοση γίνεται λόγος μόνο για τρεις βαθμούς ιερωσύνης, ενώ πουθενά δεν γίνεται λόγος περί «υπάτου αρχιερέως», τον οποίο εισήγαγε ο Παπισμός ως τέταρτον βαθμόν της Ιερωσύνης. Ο μακαριστός καθηγητής παρατηρεί ακόμη ότι «Ήδη από του 11ου αιώνος καθιερώθη ο τίτλος ‘ελέω αποστολικής έδρας επίσκοπος’. Από δε του Γρηγορίου του Θ΄ εθεσπίσθη η γενική υποχρέωσις των επισκόπων όπως δίδουν όρκον υπακοής εις τον ‘Πάπα’…Οι επίσκοποι μετεβλήθησαν εις ευπειθείς υπηκόους του τέως εν τω Βατικανώ συναδέλφου των».[2]
Κατά τον Θωμά Ακινάτη, θεμελιωτή του παπικού Σχολαστικισμού και ενθουσιώδη υποστηρικτή του παπικού Πρωτείου «ο ‘Πάπας’ κατέχει της αρχιερατικής εξουσίας το πλήρωμα, σχεδόν ως βασιλεύς εν τω βασιλείω του, αλλ’ οι επίσκοποι συμμετέχουν εις την υπ’ αυτού υπέρ της Εκκλησίας ασκουμένην μέριμναν ως τεταγμένοι εφ’ εκάστης πόλεως δικασταί…Ο την θέσιν του Πέτρου υπέχων ‘Πάπας’ κατέχει την πλήρη δικαιοδοσίαν, οι δε άλλοι εξ’ αυτού». Ένας άλλος Ορθόδοξος συγγραφέας, ο Ν. Μπελιάεφ, σε πλήρη συμφωνία με τους προηγουμένους, προσθέτει ότι «μόνου του αρχιερέως της Ρώμης η εξουσία εκπορεύεται εκ του Πνεύματος της Χάριτος, δια τούτο μόνον ο ‘Πάπας’ δικαίως φέρει τον τίτλον Vicarius Christi και ονομάζεται episcopus universalius, [παγκόσμιος επίσκοπος], δι’ ης ονομασίας δηλούται ότι ο ‘Πάπας’ τυγχάνει μοναδικός εν όλω τω κόσμω, ότι μόνος αυτός είναι εν ολοκλήρω τη οικούμενη Επίσκοπος εν τη κυρία σημασία. Όσον δε αφορά τους άλλους Επισκόπους, ούτοι είναι βικάριοι ουχί του Χριστού, αλλά του ‘Πάπα’. Ούτοι και την εξουσίαν αυτών λαμβάνουν ουχί αμέσως εκ του Πνεύματος του αγίου, αλλά δια μέσου του αρχιερέως της Ρώμης. Την ιεραρχικήν αυτών εξουσίαν δεν δύνανται να εκδηλώσουν άλλως, η εξηρτημένοι όντες από του ‘Πάπα’ και μόνον εις τοσούτον μέτρον, καθ’ όσον παραχωρηθή αυτοίς τούτο από του αποστολικού θρόνου της Ρώμης».[3]
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αναφερόμενος στους «Επισκόπους» του παπικού κλήρου, γράφει: «Όλος ο κλήρος υποτάσσεται εις τον ‘Πάπαν’ κατά σύστημα απολύτως συγκεντρωτικόν. Ο χειροτονηθείς κληρικός δεν ειμπορεί να εκτελέση τα καθήκοντά του, μόνον διότι έχει χειροτονίαν. Είναι δυνατόν να χειροτονηθή και ποτέ να μην λειτουργήση, διότι εις την Δυτικήν Εκκλησίαν το δικαίωμα της χειροτονίας είναι χωριστόν από του δικαιώματος της εκτελέσεως των ιερατικών καθηκόντων…».[4]
Σε τελεία αντίθεση με τον Παπισμό, στην Ορθόδοξη Εκκλησία επεκράτησε ήδη από τα αποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα το αρχαίο Συνοδικό Σύστημα, το οποίο βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του παπικού Πρωτείου. Ο θεσμός των Συνόδων απετέλεσε αείποτε την πεμπτουσία του πολιτεύματος της Εκκλησίας. Οι Σύνοδοι στην Ανατολή αποτελούν στη ζωή της Εκκλησίας θείο θεσμό, αγνοούν δε πλήρως τον επίσκοπο Ρώμης ως την ορατή κεφαλή πάσης της ανά την οικουμένη Εκκλησίας. Ο θεσμός αυτός ανάγει την αρχή του στον ίδιο τον Κύριο και τους Αποστόλους, οι οποίοι «θείω Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν την αποστολικήν Σύνοδο (49 μ.Χ.) πραγματώνοντας έτσι ταυτόχρονα και την συνοδική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, για να αποτελεί έκτοτε θεμελιώδες γνώρισμα της λειτουργίας του εκκλησιαστικού σώματος, προς επίλυση και ρύθμιση των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων, ιδίως δε προς αντιμετώπιση των ποικιλώνυμων αιρέσεων. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστίν όνομα».[5] Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας παρατηρεί περί των Συνόδων ότι «εν τοις θεολογικοίς και εκκλησιαστικοίς ζητήμασι ισχύει η των αγίων Πατέρων και της ιεράς συνόδου βουλή».[6]
Από τις Συνόδους της Ορθοδοξίας, εκείνες που αναγνωρίσθηκαν από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ως Οικουμενικές, όπως και εκείνες από τις τοπικές, που προσέλαβαν οικουμενικό κύρος, θεωρούνται ως θεόπνευστες και αλάθητες, «δια το Πνεύμα το άγιον» που ενεργεί σ’ αυτές, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Κυρίου: «ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω.14,25). Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους γράφει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το δια της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».[7]
Ουδείς Επίσκοπος εμφανίζεται στη Σύνοδο με πρωτείο εξουσίας επί των άλλων Επισκόπων. Ο 34ος Ιερός Κανών των αγίων Αποστόλων ορίζει ότι οι Επίσκοποι εκάστου έθνους οφείλουν να αναγνωρίζουν τον μεταξύ αυτών πρώτον. Και τίποτε να μην πράττουν περιττό χωρίς την γνώμη εκείνου, αλλά ούτε και εκείνος να πράττει κάτι χωρίς την γνώμη όλων. Ο δε 37ος ορίζει την αδιάκοπη και κανονική λειτουργία των Συνόδων δύο φορές το χρόνο. Υπεράνω των επισκόπων δεν ευρίσκεται ο «Πάπας», αλλά η Σύνοδος των Επισκόπων, τελούσα υπό την αόρατο θεία κεφαλή, το Χριστό και κυβερνώσα την Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο παγκόσμιο ποιμένα παρά μόνον τον Χριστό. Στο «Μαρτύριο του ιερού Πολυκάρπου» διακηρύσσεται, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός ‘ποιμένας της κατά την οικουμένην καθολικής Εκκλησίας’».[8]
Κλείνοντας την ανακοίνωσή μας, θέλουμε, για πολλοστή φορά να τονίσουμε το αναντίρρητο γεγονός ότι ο Παπισμός, αποκομμένος από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία του Χριστού, βρίσκεται πολύ μακριά από Αυτήν. Δεν είναι καν Εκκλησία, όπως πεισματικά θέλουν να μας επιβάλλουν οι θιασώτες του Οικουμενισμού και της «ενώσεως των εκκλησιών», αλλά εγκόσμιος κρατικός οργανισμός, με σαφείς κρατικές λειτουργίες. Μια από αυτές είναι και ο διορισμός των «επισκόπων» του, δηλαδή των κρατικών του υπαλλήλων, όπως ο διορισμός του νέου «αρχιεπισκόπου» κ. Γεωργίου Αλτουβά!