Όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η Ιερωσύνη είναι ένα από τα ιερά Μυστήρια της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, μέσω του οποίου χορηγείται στον χειροτονούμενο, μετά από κανονική μυστηριακά χειροτονία, η ιερατική, πνευματική και ποιμαντική εξουσία για την ενάσκηση των ιερατικών και ποιμαντικών καθηκόντων του.
Η Ιερωσύνη είναι ανεξάλειπτος και αιώνιος διακονία, η οποία χαρίσθηκε από τον Ίδιο τον Θεό εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την μετάδοση της αγιαστικής Χάριτος και την επίτευξη της σωτηρίας. Οι Λειτουργοί εγκαθίστανται από το Πανάγιο Πνεύμα, το Οποίο κυβερνά την Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να εξακολουθούν να συνεχίζουν την αποστολή την δοθείσα από τον Θεάνθρωπο Κύριο στους Αγίους Αποστόλους, όπως αναφέρει ο Ορθόδοξος Τύπος.
Εκείνος, ο οποίος εντάχθηκε στον ιερό Κλήρο, μέσω κανονικής και εγκύρου χειροτονίας και έλαβε την Χάρη της Ιερωσύνης από το Ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα μέσω του Επισκόπου, έχει πλέον την υποχρέωση, όπως ο ίδιος εκουσίως και ελευθέρως υποσχέθηκε κατά την ώρα της χειροτονίας του, να παραμείνει ως κληρικός μέχρι θανάτου. Ως εκ τούτου δεν χωρεί παραίτηση από την Ιερωσύνη. Μόνον εάν υπάρξει παράπτωμα, το οποίο, κατά τους ιεροὺς Κανόνες, κωλύει την Αρχιερωσύνη ή την Ιερωσύνη, τότε ο κληρικός παντός βαθμού, επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος, επανέρχεται διά της καθαιρέσεως είτε στην τάξη των λαϊκών είτε στην τάξη των μοναχών (βλ. Τρωϊάνος-Πουλής, Δίκαιον, σσ. 242).
Ως εκ των ανωτέρω η αυθαίρετη απομάκρυνση από τις τάξεις του ανωτέρου ή κατωτέρου κλήρου και η αυτόβουλη εγκατάλειψη της ιερωσύνης με σκοπό την επάνοδο στις τάξεις των λαϊκών συνιστά το βαρύτατο παράπτωμα της εκούσιας αποβολής της ιερατικής ιδιότητος (apostasia a clericatu vel ab ordine). Αυτός ο κληρικός καλείται αποστάτης και έχει αυτοκαθαιρεθεί (Παναγιωτάκος, Σύστημα Δικαίου, σ. 240). Κι αυτό γιατί, όπως επεξηγεί ο Βαλσαμών, «την καθαίρεσιν αυτός εαυτώ επεψηφίσατο, και προ καταδίκης απογυμνώσας εαυτόν της ιεράς στολής, και λαϊκός γεγονώς» (Βαλσαμών, Ράλλη-Ποτλή, τ. 2, σ. 233). Ο ίδιος δηλαδή έχει προτιμήσει για τον εαυτό του την καθαίρεση, πριν δικασθή από εκκλησιαστικό δικαστήριο, αφού απογύμνωσε τον εαυτό του από την ιερή περιβολή της Ιερωσύνης και έγινε αυτοβούλως λαϊκός.
Αυτές τις ημέρες συγκλονίζεται η Ορθόδοξος Ελλάδα μας από το γεγονός της εκουσίας αποσχηματίσεως του πρώην κληρικού Ανδρέα Κονάνου. Ο κύριος αυτός αυθαιρέτως απεμακρύνθη από τις τάξεις του ιερού κλήρου, αποβάλλοντας το ράσο του ιερέως, με σκοπό την επάνοδό του στις τάξεις των λαϊκών, γενόμενος αποστάτης και αυτοκαθηρημένος. «Ο οξύνους με οξύ τρόπο χάθηκε. Ο πολύξερος πολύπλοκη αμαρτία διέπραξε. Όσοι ωφελήθηκαν από την διδασκαλία του εβλάβησαν από την αμαρτία, στην οποία περιέπεσε. Και όσοι άκουαν με ζήλο τις ομιλίες του έφραξαν τα αυτιά τους, για να μην μάθουν την απώλειά του» (Πρβλ. Μ. Βασιλείου, επ. 44, Courtonne Ι (1957), σ. 110).
Η Αγία μας Εκκλησία ορίζει για όσους προβαίνουν στην πράξη αυτή της εκούσιας αποβολής της ιερατικής ιδιότητος να αναθεματίζονται. Συγκεκριμένα ο 7ος κανόνας της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου διαλαμβάνει τα εξής: «Τους άπαξ εν κλήρω τεταγμένους ή και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι˙ ή, τούτο τολμώντας, και μη μεταμελομένους, ώστε επιστρέψαι επί τούτο, ό διά Θεόν πρότερον είλοντο, αναθεματίζεσθαι» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, σ. 232. Βλ. επίσης Αποστ. 62 και 83). Όποιος, δηλαδή, κληρικός ή και μοναχός, μεταλλάξει την ιερατική του ιδιότητα -την οποία είχε προτιμήσει εκούσια για χάρη του Θεού- με άλλη κοσμική αξία και δεν μετανοεί γι᾽ αυτή του την πράξη, να αναθεματίζεται. Το βαρύ επιτίμιο του αναθέματος ως προσθήκη στην ποινή της καθαιρέσεως επιβάλλεται για το αμετανόητο του διαβήματος εκ μέρους του πεπτωκότος. (Βλ. σχόλιο Βαλσαμώνος, όπ.π., σ. 233).
Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι η Εκκλησία χρησιμοποιεί το σοβαρό επιτίμιο του αναθεματισμού («ανάθεμα: το ανατιθέμενον τω θεώ και το εις αφανισμόν εσόμενον»), γιατί ο εκουσίως αποβαλών την ιερατική του ιδιότητα πρόδωσε την αγάπη του Θεού προς αυτόν και ατίμασε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής απαγορεύει ακόμη και να απευθύνωμε χαιρετισμό ή να υποδεχώμαστε στον οίκο μας και να συντρώγωμε με αυτόν, ο οποίος, είτε γιά λόγους απιστίας είτε για λόγους θρησκευτικούς ή κοινωνικούς, απέβαλε εκουσίως την ιερατική του ιδιότητα: «Εάν τις αθετήση το άγιον σχήμα, και ου διορθούται, την δε ορθοδοξίαν κρατή, ου χρή τον τοιούτον υπό στέγην άγειν, ούτε συνεσθίειν, ή χαίρειν λέγειν» (Ράλλη - Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 4, σ. 431).
Για τους παραπάνω λόγους τελεί υπό το επιτίμιο του αναθέματος ο κ. Κονάνος και ως εκ τούτου είναι αποκομμένος παντελώς από την Ορθόδοξο Εκκλησία. Βρίσκεται πλέον, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «έρημος και γυμνός του κάλλους εκείνου και της ευπρεπείας, τον θείον και άρρητον αποκοσμηθεὶς κόσμον, έρημος δε ασφαλείας απάσης και φυλακής» (SC 117, σ. 82).
Εάν θελήσει ο κ. Κονάνος να μετανοήσει για την βλάσφημη πράξη του, γίνεται βεβαίως δεκτός από την Εκκλησία, παραμένει, όμως, στις τάξεις των λαϊκών, χωρίς να μπορεί πλέον να αναλάβει την ιερατική του ιδιότητα.
Αυτό πρέπει να το κατανοήσει ο κ. Ἀνδρέας Κονάνος και να μην παρασύρει τον λαό προς την καταπάτηση των ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Ο δε λαός οφείλει να αποδεχθεί την εκκλησιαστική αλήθεια ότι ο Ανδρέας Κονάνος, όσο εμμένει στην ασέβεια και βλασφημία του κατά του Αγίου Πνεύματος, στην οποία έχει περιπέσει, είναι αποκομμένος από το Σώμα της Εκκλησίας και αναθεματισμένος.
Να προσευχόμαστε δε να μετανοήσει αληθινά, για να μην πορευθεί και στην αιώνια κόλαση.
Αδελφοί μου, κληρικοί και λαϊκοί, «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου» ενώπιον του φοβερού Μυστηρίου της Ιερωσύνης.
Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Θεολογίας