Τα φιλότιμα είναι οι προσφορές των πιστών προς το ναό, τους ιερείς, τους ιεροψάλτες και τους νεωκόρους. Αποτελεί μια ευλογημένη συνήθεια του ευσεβούς ορθόδοξου λαού κι έχει πρωτίστως να κάνει με τον παράγοντα της φιλανθρωπίας-ελεημοσύνης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δε στέρησε από τον ορθόδοξο λαό αυτή τη συνήθεια. Και τούτο όχι από συμφέρον, όπως άκριτα πολλοί κατά καιρούς κατηγορούν την Εκκλησία, αλλά διότι με τη διατήρησή της πέτυχε και πετυχαίνει να κάνει τους πιστούς της συνεργούς στην αλληλοβοήθεια. Άλλωστε τα φιλότιμα ή, όπως αλλιώς ονομάζονται τυχερά, είναι μια εθελοντική προσφορά που προέρχεται από το περίσσευμα της αγάπης και της όποιας δυνατότητας των πιστών της Εκκλησίας.
Έτσι η Εκκλησία ως παράδοση και ο ναός ως μικρόκοσμος του συνόλου αυτής άφησε για τις ιεροπραξίες ελευθερία στους πιστούς της, να προσφέρουν ό,τι οι ίδιοι επιθυμούν και θέλουν για κάτι που παρέχει ο ναός στους ίδιους, όπως π.χ. για το μυστήριο τού γάμου, της βαπτίσεως, των ακολουθιών της κηδείας και των μνημοσυνών.
Φυσικά πρέπει να τονίσουμε ότι ο ορθόδοξος ναός και μάλιστα της Ελλάδος στηρίζεται όσον αφορά τις ανάγκες του (κτίσιμο, συντήρηση, εξωραϊσμός κ.λπ.) μόνο στην κηροπώληση, τις δωρεές των πιστών του και στα φιλότιμα των Ιεροπραξιών. Ως εκ τούτου και για το γάμο είθισται οι πιστοί, συγγενείς και παράνυμφοι, να αφήνουν στο ναό το φιλότιμο τους, όποιο κι αν είναι αυτό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν τιμολόγησε τις πνευματικές της υπηρεσίες. Όποιες δε φορές το έπραξε, ευτυχώς σε περιορισμένη κλίμακα, το μόνο πού απεκόμισε ήταν ο σκανδαλισμός των πιστών της.
Η ελευθερία και στο θέμα των φιλοτίμων είναι κανόνας επιβεβλημένος και παγιωμένος από την Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία έχει αποδείξει και αποδεικνύει περίτρανα ότι ο ορθόδοξος λαός μας αγαπάει την Εκκλησία μας και συντηρεί τα ιδρύματα της και το ναό του, ακόμη κι από το υστέρημα του. Πάντως πρέπει να προσθέσω ότι εκ μέρους των πιστών μας που τελούν τον γάμο δε λείπουν και καθορισμένες απαιτήσεις. «Αξιώνουν στολισμούς, άπλωμα χαλιών, χορωδία, Δεσπότη κι όλους τους παπάδες, άναμμα των πολυελαίων κι ό,τι άλλο νομίζουν πώς ικανοποιεί τις φιλοδοξίες ή την ματαιοδοξία τους, για μια πρώτης τάξεως επίδειξη κι εντυπωσιασμό των καλεσμένων. Από άλλους δεν κρίνεται κατάλληλος ο ενοριακός ναός και πηγαίνουν σε μεγαλύτερο ή σε «αριστοκρατικώτερη» περιοχή.
Όταν όμως τελειώσει η τελετή του γάμου κι έρθει η ώρα να πληρώσουν, ώστε κάτι να πάρει ο ναός, οι ψάλτες, η χορωδία, οι νεωκόροι, η καθαρίστρια, το ιερατείο πού εργάσθηκαν Σάββατο ή Κυριακή απόγευμα ή αργά το βράδυ, γιατί έτσι είναι η επιθυμία των νεονύμφων, τότε αρχίζουν οι δυσαρέσκειες, τα παράπονα και τα πικρόχολα σχόλια.
Χωρίς να αρνείται κάνεις ότι υπάρχουν και δυσάρεστα περιστατικά προσώπων, πού ζητούν υψηλά ποσά και όχι με τον ενδεδειγμένο τρόπο, θα πρέπει να ομολογηθεί, πώς παρά τις υπερβολικές αξιώσεις των χριστιανών, τα ποσά που καταβάλλονται στους ναούς δεν καλύπτουν παρά εν μέρει τις ανάγκες τους και τον κόπο τόσων ανθρώπων. Πάμπολλες μάλιστα είναι οι περιπτώσεις πού το μυστήριο τελείται δωρεάν» 1.
1 Ευαγγέλου Λέκκου, Γάμος μυστήριο αγάπης, έκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 1986, σ. 25-26.
πηγή: ι. ν. Αγίου Ελευθερίου Αχαρνών