Για άλλη μια φορά στρέφεται ενάντια της θρησκεία αλλά και της εκκλησίας ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την πρώτη μέρα ανάδειξης της πρώτης "αριστερής" κυβέρνησης ξεκίνησε η μάχη ενάντια στην εκκλησία η οποία σταδιακά κορυφώνεται. Ο Νίκος Ξυδάκης προκάλεσε για άλλη μία φορά με τις δηλώσεις του και την εμμονή του να αφήσει 9.000 ιερείς και τις οικογένειές τους στο έλεος του Θεού ζητώντας να πάψουν να αμείβονται από το κράτος.
«Η Πολιτεία θα μπορούσε να συνδράμει με αποζημίωση έναντι των πολλών διαμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες»
Το ακανθώδες ζήτημα στη σχέση Κράτους και Εκκλησίας είναι η μισθοδοσία των περίπου 200 εκατ. ευρώ, οι πάνω από 8.500-9.000 ιερείς θα έπρεπε να σταματήσουν να είναι «δημόσιοι υπάλληλοι», η Πολιτεία θα μπορούσε να συνδράμει με αποζημίωση έναντι των πολλών διαμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είπε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης μιλώντας Στο Κόκκινο και τον Νίκο Σβέρκο. Έτσι, υπογράμμισε, η εκκλησία θα έχει μία πνευματική αυτοτέλεια, αντί να είναι ενθυλακωμένη στην κρατική δομή, κάτι που βάζει σε πειρασμό ιεράρχες να συμπεριφέρονται ως οιωνεί πολιτικοί άρχοντες.
Σχετικά με το άρθρο 86 του Συντάγματος που αφορά την ευθύνη υπουργών «θα πρέπει να γίνει η πιο τολμηρή και εφαρμόσιμη αναθεώρηση», είπε ο κ. Ξυδάκης, θα πρέπει «να ισχύει ό,τι για τους υπόλοιπους πολίτες, ή τουλάχιστον να μην υπάρχει παραγραφή σε αυτό το χρόνο όπως τώρα».
«Υπάρχουν όμως πολλά θέματα που χρειάζονται σοβαρότερη σκέψη και μία τόλμη. Στη δέσμη προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ που αναγνώστηκαν στην Πολιτική Γραμματεία», συνέχισε, όπως «οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας, είναι ένα σοβαρό θέμα, που θα πρέπει να προχωρήσουμε, με σεβασμό στην Εκκλησία αλλά και σεβασμό στην Δημοκρατία, το πολίτευμα».
«Σημασία έχει να φτάσουμε σε ένα σημείο που θα γίνει κατανοητό σε όλο τον πληθυσμό ότι είναι διακριτοί οι ρόλοι ... δεν μπορεί να έχει η Ιεραρχία λόγο στην εκπαίδευση και στα σχολικά βιβλία, στο τι θα διδάσκονται οι Ελληνόπαιδες. Είναι θέμα της εκάστοτε κυβέρνησης, που έχει την πολιτική νομιμοποίηση και την λαϊκή εντολή», τόνισε ο κ. Ξυδάκης, ενώ αντίστοιχα «η Πολιτεία δεν μπορεί να έχει λόγο στο τι θα πιστεύει κάποιος, στις πεποιθήσεις του, τις απόψεις του».
Εκτίμησε επίσης ότι ο σαφής διαχωρισμός αυτών των ρόλων «θα προστατεύσει την Εκκλησία, θα της δώσει την ευκαιρία να αφιερωθεί απερίσπαστη στο πνευματικό έργο της, που είναι και η καταστατική της διακήρυξη».
Αποζημίωση έναντι διαμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας
«Το ακανθώδες ζήτημα», κατά τον ίδιο, στο οποίο «χρειάζεται βοήθεια η Εκκλησία, είναι η μισθοδοσία. Είναι κάτι λιγότερο από 200 εκατ. ευρώ και σε αυτό η Πολιτεία θα μπορούσε να συνδράμει με μία εφάπαξ αποζημίωση έναντι των πολλών διαμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας, που έχουν καταπατηθεί, απαλλοτριωθεί αναγκαστικά ... θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε ευρωπαϊκά παραδείγματα, π.χ. της Γερμανίας, που στηρίζει και την ρωμαιοκαθολική και την ευαγγελική εκκλησία με μία αποζημίωση έναντι διαμφισβητούμενων περιουσιών», όπως είπε, ενώ θύμισε ότι «στη Γερμανία ισχύει και θρησκευτικός φόρος, όποιος είναι πιστός το δηλώνει στη φορολογική του δήλωση και πληρώνει κάτι για την εκκλησία στην οποία ανήκει».
Σχολιάζοντας το επιχείρημα κάποιων περί επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, ο κ. Ξυδάκης σημείωσε ότι υπάρχει και υπήρχε και στο παρελθόν, αλλά «δεν είναι ακριβείς οι εμβαδομετρήσεις, δεν είναι ξεκαθαρισμένοι οι τίτλοι ... γι' αυτό θα μπορούσε η Πολιτεία να δίνει μία ετήσια αποζημίωση έναντι, ώστε να μην εγείρονται αξιώσεις και να διευκολύνεται και η Εκκλησία».
Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να σταματήσουν να είναι «δημόσιοι υπάλληλοι» οι ιερείς, θυμίζοντας ότι «ο νόμος του 1952 προβλέπει 6.000 κληρικούς. Δεν είναι τόσοι, είναι 8.500-9.000 ή και παραπάνω. Το βάρος αυτό έτσι κι αλλιώς η Πολιτεία το αναλαμβάνει, θα μπορούσε με άλλο τρόπο, χωρίς να είναι απευθείας, χωρίς να έχουν αυτή την ιδιότητα οι κληρικοί και να έχει και μία αυτοτέλεια. Είναι μία σκέψη, για να μπορέσει ομαλά, σταθερά και με αμοιβαιότητα να προχωρήσει αυτή η διάκριση των ρόλων».
«Σήμερα, η Εκκλησία είναι ενθυλακωμένη μέσα στην κρατική δομή, δεν είναι σωστό για πολλούς λόγους, κυρίως για την πνευματική της αυτοτέλεια. Μπαίνουν σε πειρασμό διάφοροι ιεράρχες να συμπεριφέρονται ως οιωνεί πολιτικοί άρχοντες, μη εκλεγμένοι αλλά με κάποια εξουσία», υπογράμμισε ο ίδιος.
«Καραμέλα» τα περί άρθρου 16 της ΝΔ
Για την στάση της Νέας Δημοκρατίας που βάζει ως προαπαιτούμενο για την συμμετοχή της στην συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση να είναι προς αναθεώρηση το άρθρο 16 για την παρεχόμενη εκπαίδευση, πρακτικά για να ανοίξει ο δρόμος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ο κ. Ξυδάκης σχολίασε ότι «δεν βλέπουμε την ουσία εάν δεν δούμε ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι κανενός είδους ελευθερία, παρά μία «καραμέλα»».
Ανέφερε ως παράδειγμα την Χιλή, όπου η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας είναι απόλυτη. «Και το 2006 και το 2011 έγιναν δύο τεράστια φοιτητικά κινήματα που άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη της χώρας, σήμερα το 20%-25% των εδρών σε Βουλή και Γερουσία καταλαμβάνονται από πολιτικούς σχηματισμούς που προέκυψαν από αυτά τα φοιτητικά κινήματα. Αυτή είναι η νέα Αριστερά, στη Χιλή ...Υπάρχουν εκεί 24 Νομικές Σχολές, εκ των οποίων δύο είναι σοβαρές και ανήκουν στα μεγάλα κρατικά πανεπιστήμια», αλλά και «34 Οδοντιατρικές Σχολές ... όταν στην Ελλάδα έχουμε δύο και στις ΗΠΑ 16 ... στη Χιλή και πάλι δύο είναι οι καλές, οι υπόλοιπες μαζεύουν χρήματα κυρίως από φτωχές οικογένειες, ενώ το ποσοστό εγκατάλειψης είναι περίπου 65%. Ξεκινούν, στο δεύτερο έτος έχουν εγκαταλείψει, χάνουν τα χρήματα που έχουν δώσει και δεν τελειώνουν ποτέ...», είπε ο κ. Ξυδάκης.
«Υπάρχουν πολλές υποσχέσεις και εξαπατήσεις, αλλά αυτό που ενδιαφέρει είναι η εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης -και της ανώτατης. Είναι ο μόνος ιστορικά αποδεδειγμένος τρόπος για ισονομία, ισοπολιτεία, ίσες ευκαιρίες σε όλο το εύρος και βάθος της κοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα με το απολύτως δωρεάν δημόσιο πανεπιστήμιο στις αρχές της δεκαετίας του '60 είχαμε ένα πρωτοφανές φαινόμενο και κοινωνικής κινητικότητας και διαμόρφωσης μίας μορφωμένης μεσαίας τάξης. Από τα λαϊκά στρώματα ξεπήδησαν, οι επιστήμονες, οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες, οι μορφωμένοι, τα τελευταία 60-70 χρόνια», κατέληξε.