τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
Πρίν ἀπό ἑνάμισυ περίπου χρόνο (Ἰούνιο 2016) ἔλαβε χώρα ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, ὅπως εἶχε προγραμματισθεῖ, καί προκάλεσε μέγα διχασμό στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἰτία ἦταν, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἐπισημοποίησε καί ἐπικύρωσε αἱρετικές ἀπόψεις κυρίως ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογία (τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία) τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπόψεις οἰκουμενιστικές.
Στόν περιορισμένο χῶρο ἑνός ἄρθρου, θά προσπαθήσω νά συνοψίσω χάριν τοῦ εὐρύτερου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ μερικά ἀπό τά τεκμήρια τῆς προδοτικῆς παρεκκλίσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς (στό ἑξῆς θά τήν ἀναφέρω ὡς«Τό Κολυμπάρι»).
- Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός καί τί γενικῶς ἡ αἵρεση
Μέ τόν ὅρο «Οἰκουμενισμός» ἐννοεῖται ἡ (παν)αἵρεση ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μία τεχνητή, ἐξωτερική, ἕνωση διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πίστεων, ὄχι μέ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (τήν μόνη Ἐκκλησία), ἀλλά μέ ἀμοιβαῖες θεολογικές ὑποχωρήσεις, τόσο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσο καί τῶν χριστιανῶν αἱρετικῶν (ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, ἀργότερα), ὥστε νά μειωθοῦν ὅλοι σέ ἕνα - τό κατά δύναμιν – κοινά ἀποδεκτό παρονομαστή θρησκευτικῆς πίστεως ἤ πρακτικῆς. Ἡ αἵρεση αὐτή ἐπικαλύπτεται μέ τήν πρόφαση τῶν «θεολογικῶν διαλόγων».
Πρέπει πρωτίστως νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι «αἵρεση» συνίσταται στήν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Χριστιανισμοῦ παραμικρή ἔστω ἀπόκλιση ἀπό τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, καί ὄχι, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης), στήν ἀπόκλιση μόνον ἀπό τά βασικά δόγματα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (τοῦ «Πιστεύω»). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει π.χ. ὅτι «ὅποιος δέν πιστεύει ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος» (PG 94, 1128a), ἐνῷ καί ὁ βυζαντινός νομικός Κώδικας συνοψίζοντας τήν κοινή ἀντίληψη αὐτή ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων λέει, ὅτι «εἶναι αἱρετικός αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη» (Ράλλη-Ποτλῆ, Α΄ 261).
- Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τόν ὅρο «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς
Τό ἐπίμαχο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ αὐτήν» (παρ. §6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση, ὅτι στή Μία Ἐκκλησία μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα καταδικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895 (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια - γι΄ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί διαφορετικό τρόπο βαπτίσματος (ράντισμα, δῆθεν νοητή ἐπιφοίτηση κ.ἄ.).
Ἀπό τούς Οἰκουμενιστές προβλήθηκε ἡ δικαιολογία, ὅτι ἡ λέξη αὐτή («Ἐκκλησία») εἶναι ἐδῶ «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος» καί δέν ἔχει τήν κυριολεκτική της σημασία. Ὅμως αὐτό εἶναι ἀναληθές. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἐπισήμαναν, ὅτι πρέπει νά ἀναζητοῦμε τό νόημα πού κρύβουν οἱ αἱρετικοί πίσω ἀπό μία διφορούμενη ἤ ἐπιφανειακῶς σωστή ὁρολογία (π.χ. Μ. Ἀθανάσιος PG 25, 545c.560ab). Οἱ ὑπόλοιπες ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου (ὅπως θά δείξουμε παρακάτω) δείχνουν ὅτι τά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου πιστεύουν, ὅτι στίς αἱρέσεις ἐνεργεῖται ἡ σωτηρία· συνεπῶς δέν τίς θεωροῦν αἱρέσεις, ἀλλά «Ἐκκλησία», ἔστω καί «διαφορετική» ἤ «κάπως ἐλλιπῆ».
Ἐπίσης, ἀκόμη καί ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιήθηκε ὡς «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος», καταχρηστικῶς, καί πάλι αὐτό ἀποδεικνύει αἱρετικό φρόνημα, διότι οἱ Ἅγιοι Πατέρες προειδοποιοῦν, ὅτι οἱ αἱρετικοί προσπαθοῦν νά «θολώνουν» τήν ὁρολογία, ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι προσπαθοῦν πάντοτε νά τήν διαλευκαίνουν καί νά τήν κάνουν «μονοσήμαντη» (νά ἔχει μία μόνον ἔννοια), ὥστε νά μή ξεγελῶνται οἱ ἀκατάρτιστοι (Μ. Ἀθανάσιος PG 25, 561a & PG 26, 773d-776a).
- Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»
Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις...») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη [...] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τή «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
- Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.ἄ.
Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις...»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ.«ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ...], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.
Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τί ἀπαράδεκτα καί αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία !
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέει (παρ. §§13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του [...] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. §30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς, ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐγκύκλιος, VII, §20).
- Τό Κολυμπάρι ἀπέρριψε ὀρθόδοξες βελτιωτικές προτάσεις
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος συμμετέσχε στή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἀλλά δέν ὑπέγραψε τό ἐν λόγῳ προβληματικό κείμενο, σέ εἰδική ἀνάλυσή του («Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ΑκΜΣ καί ἡ κατάληξή τους»), μαρτυρεῖ ὅτι στό Κολυμπάριἀπορρίφθηκαν (προσοχή!) οἱ ἑξῆς διορθωτικές (ὀρθόδοξες) προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (βλ. «Θεοδρομία», ΙΗ΄ 3.4 [Ἰολ –Δεκ 2016] 416-436):
(α) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων (αἱρετικῶν), ἀσχέτως ἀπό τόν τρόπο πού τούς ἐντάσσει στήν Ἐκκλησία, ὅταν μεταστραφοῦν.
(β) Τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ἡ Ὀρθοδοξία τήν κατανοεῖ μόνον ὡς ἐπιστροφή («ἐπισυναγωγή») τῶν ἄλλων στήν Ὀρθοδοξία.
(γ) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν βλέπει τόν ἑαυτό Της ὡς μέρος «τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου», δηλ. σάν θραῦσμα ἑνός ἑνιαίου μείγματος Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως.
Ἡ ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραπάνω διευκρινίσεων «φωτίζει» τό τί πραγματικῶς ἐννοεῖ τό Κολυμπάρι ὀνομάζοντας «Ἐκκλησίες» τούς ἑτεροδόξους-αἱρετικούς. Τούς θεωρεῖ «Ἐκκλησία», ὅπως εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι.
- Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολή μας στούς αἱρετικούς
Στό ἴδιο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. §23).
Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», καθιστᾷ καταφανές, ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξία, ἐπικρίνοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.!
Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία πρέπει νά τιμωρεῖται (Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).
- Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρρητική θεολογία τῆς τελευταίας χιλιετίας
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ «Στῦλος γεγονώς Ὀρθοδοξίας», θεωρεῖ προβληματική ὁποιαδήποτε Σύνοδο δέν συντελεῖ στήν ἐπίλυση εἴτε κάποιου ἐπείγοντος λειτουργικοῦ θέματος εἴτε κάποιας αἱρέσεως, καί προσθέτει: «Οἱ σύνοδοι ὅμως πού τώρα ὑποκινοῦνται ἀπό αὐτούς ποιά εὔλογη αἰτία ἔχουν; Ἄν μέν ἔχει προκύψει κάποια ἄλλη νεότερη αἵρεση [...] νά ποῦν ποιές εἶναι οἱ ἐπινοήσεις στήν ὁρολογία καί ποιοί οἱ εἰσαγωγεῖς της» (PG 26, 689a). Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶχε οὔτε τήν ἀγάπη οὔτε τήν φώτιση γιά νά ἐπιλύσει τό παλαιοημερολογιτικό πρόβλημα· καί δέν καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἤ πολύ περισσότερο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τίς περιλαμβάνει καί τίς ἀθωώνει ὅλες· δέν ἐπικύρωσε π.χ. οὔτε δέχθηκε ὡς 8η καί 9η Οἰκουμενικές τίς σχετικές προηγηθεῖσες Συνόδους τοῦ 879-880 καί τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰ. (Ἡσυχαστικές). Ταιριάζει σχετικῶς τό τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτοί πού ἀπαξιώνουν τήν Σύνοδο πού ἔγινε ἐναντίον της [τῆς αἱρέσεως], δηλαδή ἐκείνην τῆς Νικαίας, τί ἄλλο θέλουν ἀπό τό νά ἐπικρατήσουν τά φρονήματα τοῦ [αἱρετικοῦ] Ἀρείου; Γιά ποιό ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἄξιοι λοιπόν παρά νά καλοῦνται Ἀρειανοί καί νά ἔχουν τό ἴδιο ἐπιτίμιο μέ ἐκείνους;» (PG 26,1032a).
Ἑπομένως, καί στήν ἐποχή του, ὅπως καί σήμερα, οἱ αἱρετικοί δέν ἐπιδίωκαν τήν καταδίκη τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά τήν σιωπηλή προσπέραση-ἀντικατάστασή της καί τοῦ Συμβόλου της ἀπό ἄλλη, αἱρετική, σύνοδο καί ἀπό διφορούμενο σύμβολο πίστεως (Μ. Ἀθανάσιος PG 25,549a-c & 26,808d). Καί ἐδῶ ἀντιστοίχως, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάσει τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε καί «ἐκκλησίες», καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική !
Ἀντί ἐπιλόγου
Ἀπό ὅσα ἀναπτύχθηκαν γίνεται ἀντιληπτό τό μέγεθος τῆς αἱρέσεως τοῦ Κολυμπαρίου. Οἱ παραπάνω αἱρετικές θέσεις εἶχαν ἀκουσθεῖ καί νωρίτερα, ὅμως τώρα ἔχουμε ἐπισημοποίησή τους ἀπό Σύνοδο, μέ ταυτόχρονη ἐκτόξευση διωγμῶν καί ἀπειλῶν ἐναντίον ὅσων δέν τίς δεχόμαστε. Ἔτσι ἰσχύουν ὅσα λέγει γιά τήν κλιμάκωση τῆς αἱρέσεως ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: Πῶς λέγεται, ὅτι δέν κηρύσσουν οὔτε διδάσκουν αἵρεση, «μολονότι διδάσκουν κάθε μέρα ἐμπράκτως αὐτό πού διακήρυξαν συνοδικῶς καί πού τό ἐπιβεβαίωσαν ἀναθεματίζοντας ἐκείνους πού ἀντιδροῦν στήν ἀπόφαση, δηλ. στήν “συγκατάβαση” αὐτῶν [τῶν αἱρετικῶν];» (PG 99,1072b).
(ΠΗΓΗ: «Στῦλος Ὀρθοδοξίας», 14 Ὀκτωβρίου 2017)