Όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό γινόμαστε δέκτες φορτισμένων δηλώσεων και ασυνήθιστων εκδηλώσεων από πρωταθλητές παγκοσμίου κλάσεως. Κι ενώ φαίνεται τόσο φανταχτερό και γοητευτικό το περίβλημα του κόσμου τους – η δημοσιότητα, τα μετάλλια, η δόξα – όταν μας αποκαλύπτονται εσώτερες οδυνηρές όψεις της ζωής τους, αδυνατούμε συχνά να τις κατανοήσουμε, πολύ περισσότερο να τις ερμηνεύσουμε.
Ανέκαθεν ο δρόμος για τον πρωταθλητισμό ήταν ένα δύσβατο μακρύ μονοπάτι προσωπικού μόχθου, μια σκληρή αναμέτρηση με τα ανθρώπινα βιολογικά όρια και τις ψυχικές μας αντοχές. Το κινητήριο όμως έναυσμα, ο βαθύτερος αθλητικός πόθος, που γίνεται αγωνιστικός στόχος, είναι αυτός που ανατροφοδοτεί τον πρωταθλητή, που θερμαίνει την ψυχή του και φτερώνει το σώμα του. Στην αρχαία Ελλάδα αυτοί οι πόθοι και οι στόχοι ήταν στην πλειοψηφία τους εμβαπτισμένοι στο ολυμπιακό αθλητικό ιδεώδες. Εμφορούνταν από την ιδέα της αρετής, υπηρετούσαν και δόξαζαν το ψυχοσωματικό κάλλος. Αλλά και τα νεότερα χρόνια (μέχρι τα τέλη του 20ου αι.) – με εξαίρεση ιστορικές περιόδους παρακμής και ξεπεσμού – τα υψηλά ιδανικά του «Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού» ήταν οι τροχιοδεικτικές αξίες που μας κρατούσαν κοινωνούς με την αθλητική μας παράδοση και νοηματοδοτούσαν πολιτισμικά τις αθλητικές μας διοργανώσεις. Στην αρχαία Ολυμπία οι γιοί του Διαγόρα περιέφεραν στο στάδιο στους ώμους τους τον γηραιό πατέρα τους εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη νίκη τους και ο Σπύρος Λούης ως δώρο από το βασιλιά Γεώργιο ζήτησε ένα ταπεινό γαϊδουράκι για να συνεχίζει να δουλεύει ως νερουλάς…
Στην εποχή μας, φρονώ, τείνει να εξαλειφθεί αυτό το υψηλό νόημα. Ένα νόημα που για να το υπηρετήσουν όλο και λιγότεροι πλέον συνειδητοποιημένοι αθλητές, απαιτείται μια γιγάντια αυθυπέρβαση, ασύμμετρη με τις ενδημούσες ευτελείς νοοτροπίες. Τώρα το βάθρο έχει περισσότερο υλικό αντίκρισμα, λειτουργεί σαν εφαλτήριο κοινωνικής δύναμης, σαν αυτοεπιβεβαίωση προσωπικού άθλου και ενίοτε ως έπαθλο εθνικού συγκριτισμού. Το μετάλλιο δεν έχει πλέον εκείνο το ειδικό βάρος της πολιτικής ευθύνης και της πνευματικής καταξίωσης που κοσμούσε πάλαι ποτέ τους Έλληνες ολυμπιονίκες. Πίσω από την υλική του πολυτιμότητα και την αστραφτερή του φωτογραφική λάμψη, κρύβεται συχνά μια ατελέσφορη καταναλωτική δίψα, μια ψυχολογική εξόντωση. Και οι τελευταίοι που ευθύνονται γι’ αυτό είναι οι αθλητές. Απλά, και οι ίδιοι βαδίζοντας την επίπονη οδό του πρωταθλητισμού γίνονται άθυρμα ενός αδήριτου καταναλωτικού ψυχαναγκασμού. Υπερθεματίζουμε τόσο τα υπεράνθρωπα ρεκόρ, περιδινούμαστε αυτοκαταστροφικά στον εξοντωτικό χορό του ανταγωνισμού, που όταν φτάσει η στιγμή της αγωνιστικής πράξης – εκείνη η υπέρτατη στιγμή που προσμένουμε «να φανερωθεί και ν’ αστράψει» η δόξα της ανθρώπινου μεγαλείου – εμείς είμαστε τόσο πιεσμένοι, τόσο άδειοι, τόσο μόνοι… Ίσως κάπως έτσι δικαιολογούνται και ερμηνεύονται τα πρόσφατα ξεσπάσματα δημοφιλών πρωταθλητών μας.
«Είμαι κάτι παραπάνω από τα αποτελέσματά μου και τη γυμναστική μου» δήλωσε παραιτούμενη από τα περισσότερα αγωνίσματα στους φετινούς Ολυμπιακούς η πολύ-ολυμπιονίκης της ενόργανης Simon Bails.
«Θα ήθελα να τονίσω ότι ποτέ δεν θα ευτέλιζα την ψυχική μου υγεία» επεσήμανε κατηγορηματικά η κορυφαία τενίστρια Naomi Osaka αποσυρόμενη από το πρόσφατο Γαλλικό Open.
Πολλές ψυχές Ελλήνων, και όχι μόνο, πριν λίγες μέρες δονήθηκαν (μακάρι και να διδάχθηκαν) από το κλάμα του Θοδωρή Ιακωβίδη, πρωταθλητή της άρσης βαρών, που ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί, γιατί δεν απέδωσε στο Τόκιο το 100% των δυνατοτήτων του, έχοντας μια στήριξη εντελώς αναντίστοιχη του ταλέντου και των στόχων του. Υπακούοντας στην αξιοπρέπεια και το ήθος του ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το αγαπημένο του άθλημα…
O αγαπημένος των Ελλήνων και του κόσμου, Γιάννης Αντετοκούνμπο, αυτός ο γίγαντας υπεραθλητής με την παιδική καρδιά, στην πρώτη συνέντευξή του στην Ελλάδα μετά τον άθλο του στο NBA, στηρίζοντας τον Θοδωρή μίλησε αφοπλιστικά αυθόρμητα και εξομολογητικά: «Τον καταλαβαίνω τόσο πολύ…» είπε. «Είναι τόσο δύσκολο αυτό που ζούμε οι αθλητές. Μπορεί να έχουμε τους δικούς μας ανθρώπους, τους προπονητές κ.α., αλλά εκεί, στον αγώνα είμαστε μόνοι μας.» Και αναφερόμενος στον πρόσφατο σοκαριστικό τραυματισμό του, όταν σφάδαζε για ώρα στο παρκέ, μετά από χτύπημα και γύρισμα στο γόνατό του, υπογράμμισε: «Εγώ όταν τραυματίστηκα, ήμουν μόνος μου…».
Αυτή η μοναξιά των πρωταθλητών – τόσο κατά τις πολύωρες και επίπονες προπονήσεις τους όσο και όλες εκείνες τις στιγμές της αγωνιστικής τους διάκρισης, τότε που οι προβολείς και τα βλέμματα καρφώνονται πάνω τους – ανέκαθεν υπήρχε και θα υπάρχει. Στις μέρες μας όμως γίνεται ολοένα και πιο αβάσταχτη. Ο ανταγωνισμός δεν συγχωρεί. Η επεκτατική παρείσφρηση της τεχνολογίας θέτει ως αυτοσκοπό την διαρκή υπέρβαση των ανθρώπινων μέτρων. Ο πρωταθλητής ζαλίζεται… χάνει τον εαυτό του. Εκεί, μες στα πολυπληθή στάδια, περιστοιχιζόμενος από οπαδούς που κραυγάζουν και αδημονούν, ίσως βιώνει την πιο εφιαλτική μοναξιά του. Είναι η μοναξιά του σχοινοβάτη, που η πτώση του ταυτίζεται με την αποτυχία. Είναι η μοναξιά που σου αφήνει το ανικανοποίητο μιας ήττας, που «ποινικοποιείται». Είναι η μοναξιά που ορίζεται από τις αμετάκλητες συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου, μες στις οποίες «υποχρεούσαι» να αποδώσεις τα μέγιστα. Είναι η μοναξιά στην οποία σε καθηλώνει το αδηφάγο βλέμμα των θεατών, αυτών που απαιτούν εδώ και τώρα το ρεκόρ σου, αγνοώντας την πάλη σου με τους δαίμονες του παρελθόντος, αδιαφορώντας για την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή σου, χλευάζοντας συχνά κάθε απόπειρα δικαιολόγησης της μη επιτυχίας σου.
Όσο αδυνατούμε να προσεγγίσουμε τον κάθε αθλητή ενσυναισθητικά και θυσιάζουμε την αυθεντικότητα του προσώπου του στο βωμό του υπεραθλητικής του εικόνας (συχνά ιδεατής), τόσο περισσότερα βάρη θα φορτώνουμε στα σώματα και στις ψυχές των πρωταθλητών μας και τόσο θα χάνεται στο παγκοσμιοποιημένο στερέωμα το φωτεινό άστρο του αθλητικού μας πολιτισμού.