Πολλοί ίσως απορούν, γιατί το κείμενο αυτό χαρακτηρίζεται δοκίμιον και όχι άρθρο ή απλώς μία προσωπική άποψη του γράφοντος. Είναι δοκίμιον, διότι εδώ επιχειρείται διατύπωσις σκέψεων προκαλουσών σειρά ερωτημάτων πάνω σε ένα ζήτημα εθνικής σημασίας. Στην περίπτωσή μας, θίγονται ορισμένες πλευρές τού υπό εντρύφησιν θέματός μας, χαρακτηριζόμενες μοιραίες και ιδιαιτέρως επικίνδυνες. Εδώ αποπειρώμεθα να προσεγγίσουμε το πρόβλημα με τις εθνικές, τις ψυχολογικές, τις κοινωνικές, τις οικονομικές και τις ηθικές του διαστάσεις. Με δυο λόγια, προσπαθούμε να αινιγματολύσουμε τις σκιερές πλευρές του Κυπριακού καθώς και της Ελλαδικής αβελτηρίας για την επιβίωση του Ελληνισμού, όπως και της πολιτικής ολιγωρίας σε ό,τι αφορά ημάς, Ελλαδίτες και Κυπρίους.
Υπάρχει καταγραφή αλυσίδας απρονοησιών. Αποτέλεσμα; Άκαρπος μετάγνωσις, αθροιστική προδοσία, πόνος, θλίψη, απουσία προνοητικών σχεδίων, θολό μέλλον.
Το σχέδιον Dean Acheson, συμβούλου του προέδρου Johnson, συζητηθέν κατά το δίμηνον Ιουλίου-Αυγούστου 1964 στην Γενεύη, ως εκ των εκβάντων διεπιστώθη, χαρακτηρίζεται, ως το πλέον ευνοϊκό για την ελληνική πλευρά, εφόσον ληφθεί υπ’όψιν το μεταγενέστερον αδιέξοδον καθεστώς, στο οποίον περιήλθεν η Κύπρος και επομένως και η Ελλάς, 50 έτη μετά την τουρκικήν εισβολή στην Κύπρο το θέρος του 1974. Για την ελληνική πλευρά το 1964 η λύση Acheson ήταν συμβιβαστική, καλόβολη. Απεφεύγετο μία εθνική αμηχανία με την εκτίμηση, ότι επιτυγχάνετο σχέσις εγγυήσεως, αφ’ής η πρότασις προήρχετο από τις ΗΠΑ. Και μάλιστα εκείνη την εποχή η Ελλάς λόγω των εσωτερικών της πολυδαιδάλων πολιτικών προβλημάτων δεν είχε την πολυτέλεια ουσιαστικής υποστηρίξεως, ποιάς τινος μαξιμαλιστικής απαιτήσεως, αφορώσης στην πλήρη -πλην μέρους της Καρπασίας- ένωση την Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο Μακάριος απέναντι στα διαλαμβανόμενα, με πρωταγωνιστούσα την Ελλάδα προέβαλεν αντιρρήσεις. Θεωρούσε ασύμφορες -για τον ίδιο- προτάσεις «απροσκλήτων μεσολαβητών», δεδομένου, ότι εκείνος προσέβλεπεν περισσότερον στην «αιγίδα» της Σοβιετικής Ενώσεως παρά στους Δυτικούς αυτοκλήτους οικείους και λοιπούς καλοθελητές. Επί πλέον η ιδέα του να απωλέσει τον θρόνο αρχηγού κράτους τον ώθησε στο να διαδώσει την επιτηδευμένη του διαφωνία με χρήση εναλλασσομένων πολιτικών ελιγμών. Ο ίδιος σε κάποια εκμυστήρευσίν του απεκάλυψεν, ότι δεν σκοπεύει από αρχηγός κράτους να υποβιβασθεί -με την ένωση- σε νομάρχη της ελληνικής επικρατείας. Φυσικόν επόμενον, η αντίρρησή του αυτή να αιτιάται την αποτυχία σε οιοδήποτε σχέδιον Δυτικής εμπνεύσεως και επομένως εκμεταλλεύσεως του Κυπριακού παράγοντος. Εάν εξετάσουμε το ιδιόρρυθμον της Μακαριακής πολιτικής ερμηνευτικής, θα διαπιστώσουμε, ότι εκείνος ουδόλως επεθύμει να κατανοηθεί από την ελληνική κυβέρνηση το πόσο κοντά στην -σχεδόν απόλυτη- εύνοια προς την Ελλάδα προσεφέρετο μία λύσις. To μετέπειτα μάς κατέδειξε, ότι η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει και -κακῇ τῇ μοίρᾳ- και σαφώς υπαιτιότητί μας εξακολουθεί να γέρνει υπέρ της Τουρκίας. Ο Δυτικός συνασπισμός άλλωστε -και παρά την ασταθή γεωπολιτική και «συμμαχική» συμπεριφορά της Τουρκίας, την θεωρεί περισσότερο δυναμική και εξυπηρετούσα Δυτικούς σκοπούς και συμφέροντα, από ό,τι αυτή της -χωρίς αξιώσεις- «δεδομένης» και «εθελοδούλου» Ελλάδος.
Η Κύπρος, από την αρχή της ιστορίας του ενσόφου ανθρώπου, έχει ένα μοιραίο και δυσπερίγραπτο προνόμιον. Να έχει δηλαδή γεωγραφική, γεωπολιτική και γεωστρατηγική βαρύτητα. Μία αδιαμφισβήτητη χωρική σημειολογία. Μία αξία, απαιτούσα διαχρονικήν σπουδή. Επομένως, η γεωγραφική θέση, το γενικό ιστορικό πλαίσιο και οι περιβάλλουσες την νήσο πλουτοπαραγωγικές πηγές καθιστούν την Κύπρο ένα πόλον έλξεως για όσους έχουν την βούληση, την δύναμη και τον τρόπο να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες στην ιστορική της πορεία. Αυτό πρέπει να καταστεί σαφές. Τουτέστιν, όσοι εν τῇ αδυναμίᾳ των επικαλούνται την διεθνή νομιμότητα, την συμμαχική ηθική, τα διπλωματικά ενδεικνυόμενα, τα πολιτικώς ορθά, τα λογικώς αποδεκτά, και τα πολιτισμικώς πρέποντα, τότε και σύμφωνα με τα διεθνώς και αναποφεύκτως κακώς κείμενα, πλανώνται οικτρώς.
Ποίος έχει την δύναμη να ελέγξει εκείνο το γεωγραφικό σημείο του κόσμου, όπου συναντώνται τρεις ήπειροι, ήγουν Ευρώπη, Ασία, Αφρική; Ποίος μπορεί να εκμεταλλευθεί την εγγύτητα της Κύπρου προς την Μέση Ανατολή; Εν προκειμένῳ την γειτονία με αρκετές άστατες, πτητικές και ευμετάβολες αραβικές, εβραϊκές, λεβαντίνικες και ασιατικές φυλετικές τε και κρατικές οντότητες; Αυτή η ιδιαιτερότητα της νήσου «προσκαλεί» για εγκαθίδρυσιν δυνητικών βάσεων για «παρακολούθηση» και «επιρροή» στις εξελίξεις, τις επισυμβαίνουσες γύρωθεν. Αυτή την αξία της Νήσου την γνώριζαν και εξακολουθούν να την ασπάζονται οι Άγγλοι, δι’ ό και από την εποχή της παντοκρατορίας των η Κύπρος απετέλει ένα καίριο προγεφύρωμα στο γεωγραφικό αυτό σταυροδρόμι καθώς και στην εν διαρκῇ επικαιρότητι ζώνη Rimland. Η Κύπρος -είναι κατανοητό- αποτελεί ένα κρίσιμο μέρος στο πλαίσιο της Rimland Zone οφειλόμενο στην ελκυστική στρατηγική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι θέση μαγνητίσιμη που έλκει εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν και εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία στο να αποκομίζουν από αυτή κέρδη εις το διηνεκές. Να ρυθμίζουν περιφερειακές σχεδιάσεις με βάση τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές διοράσεις τους. Και τούτο δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση, όταν είναι παγκοσμίως γνωστό, ότι η Κύπρος λειτουργεί ωσάν ζωτικό σημείο ελέγχου θαλασσίων οδών, ενεργειακών πηγών και στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενεργώντας ως απορροφητής μεταξύ των ηπειρωτικών δυνάμεων της Ευρασίας και των ναυτικών δυνάμεων της Δύσεως. Συνεπώς ο έλεγχος της Κύπρου και των περιβαλλόντων αυτήν υδάτων προσδίδει πολυσήμαντον αξία στο ευρύτερο πλαίσιο μιας λειτουργούσης πλανητικής δυναμικής, όπως είχε φανταστεί αυτή την ζώνη ο Nicholas John Spykman.
To ζήτημα για τους Έλληνες είναι, ότι ενώ καταλαβαίνουμε την αξία της Κύπρου, όπως αυτή εκτιμάται εντός του κάδρου του παγκοσμίου γίγνεσθαι, αλλά αυτή η κατανόηση της αξίας αποτελεί για τους εκάστοτε κυβερνώντες, κατά την τελευταία 50ετία ένα ανυπέρβλητο πολιτικό Γολγοθά, ο οποίος ίσταται εμπρός τους βλοσυρός, άκαμπτος, αδιαπραγμάτευτος και όπου ακόμη και ο ίσκιος του τρομάζει εκείνους τους διοικούντες, οι οποίοι δεν έχουν διάθεση να ασχοληθούν με το αύριον ενός ενιαίου Μεσογειακής υφάνσεως ελληνισμού παρά μόνον για τα εφήμερα τοπομαχούμενα εκλογομαγειρέματα. Τί μπορούν άραγε να διεκδικήσουν, υποκλινόμενοι στον Τούρκο, ο οποίος δια συγγραφής Νταβούτογλου αποσαφηνίζει, ότι: «Είναι λανθασμένη η αντίληψη, ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται για την Κύπρο, επειδή εκεί υπάρχει τουρκική κοινότητα. Ακόμη και να μη ζούσε ούτε ένας Τούρκος στην Κύπρο, για την Τουρκία υπάρχει Κυπριακό και δεν θα παραιτηθεί από αυτό. Η Κύπρος είναι ζωτικής σημασίας για την Τουρκία, λόγω της πολιτικής της στην Ανατολική Μεσόγειο» (βιβλίο “Στρατηγικό βάθος”).
Το να τολμήσουμε να κάνουμε συνειρμούς για την περιπόθητη Mavi Vatan (Γαλάζια Πατρίδα), όπου στα Ελληνικά νησιά δεν υπάρχουν Τούρκοι, αλλά ο Τούρκος τα θεωρεί -στις ονειροπολήσεις του- φυσική ζωτική προέκταση της Ανατολίας, τότε θα περιπέσουμε σε γεωπολιτική κατάθλιψη, σκεπτόμενοι ότι δεν είμαστε σε θέση να ασφαλίσουμε ούτε τα εθνικά μας περιουσιακά και κυριαρχικά στοιχεία. Το να κομπορρημονούμε με στομφώδεις κυβερνητικές δηλώσεις, ότι θα το μετανοήσει εκείνος που θα προσβάλλει την δική μας επικράτεια προκαλεί μάλλον θυμηδία. Ο κατευνασμός και η υποχωρητικότης δεν συνηγορούν στην πειστικότητα των αερολογιών. Για του λόγου το αληθές υπάρχουν κάποιες καταγραφές τέτοιας ενδοτικής αντιμετωπίσεως με εμφανή (μάλλον κραυγαλέα) την ασθενή κυβερνητική ηθική αντοχή σε διαδραματισθέντα επεισόδια των τελευταίων ετών.
Για την τραγωδία της Κύπρου του 1974 συνέτρεξαν πολλοί αλλοπρόσαλλοι δόλιοι και πολυπρόσωποι προδοτικοί παράγοντες. Ένας σημαντικός -θα λέγαμε ο ουσιαστικότερος- αιτιατός συντελεστής της συμφοράς υπήρξεν ο Μακάριος. Στην περίπτωση του Μακαρίου δεν μπορούμε να αποφανθούμε για την κρυφή του όψη, ωστόσο, υπολογίζοντας με την δική μας αντιληπτική δυνατότητα βαθμολογήσεως βίων και πολιτείας προσώπων είμαστε σε θέσιν να τακτοποιήσουμε το γραπτώς καταθέτειν και το νοείν. Το νοείν της πολυδιασπάσεως του αισθητού πολιτικού πράττειν και της προσλήψεως νοημάτων, διαστάσεων και σχημάτων, ακόμη και πέραν των δυνατοτήτων παραγωγής κάθε πολιτικής συνειδήσεως. Εάν εξαιρέσουμε εκείνους που δανείζονται την παραπλανητική και ποδηγετούσα κριτική σκέψη των καλοπληρωμένων από το σύστημα (κρατικές ψυχολογικές επιχειρήσεις) δημοσιογράφων, πηγαίνουμε στους διαθέτοντες αυθεντικήν κρίσιν, οι οποίοι ερωτούν: «…πού διενεργείται η ιστορία; Ποίος την διενεργεί»; Βεβαίως, όλοι μας είμεθα μέτοχοι στο πεδίον της ιστορίας. Όταν μάλιστα κάποτε κατανοηθεί το μέγεθος της ευθύνης του καθενός μας και στηθεί ο εκδεχόμενος αναθεωρητισμός μας επί το εθνικότερον τότε η ιστορία θα καταδεχθεί να μας ταξιθετήσει στην σωστή πλευρά της. Όταν όμως οι ηγέτες είναι αρνητικοί συντελεστές στην εθνική μας πορεία, τότε η ιστορία τιμωρεί. Τιμωρεί και όλους εμάς, ένεκα του ασυλλογίστου βαθμού της δικής μας ανοχής προς τους όσους απροσδέκτους ηγέτες εστιάζουν το πολιτικό τους «είναι» στον περισπασμό που ονομάζεται «ιδιωφέλεια».
Ο Μακάριος εξεμεταλλεύθη την ιδιότητά του ως θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός. Ο Κυπριακός λαός, έχει στον εσωτερικό του κόσμο, υψηλά τοποθετημένο το θρησκευτικό του αίσθημα. Φυσικόν επακόλουθον είναι ένας θρησκευτικός και συνάμα πολιτικός αρχηγός να περιβάλλεται από μία αύρα, η οποία αύρα συνήθως τυφλώνει εκείνο τον λαό, ο οποίος ενώ προσπαθεί να γνωρίσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό καταλήγει σε κάποια κοινωνικο-πολιτική διάπλαση μιας ψυχοσυνθέσεως που συνήθως βασίζεται στην «φαινομενικότητα». Λίγοι καταλαβαίνουν υποθέσεις, προθέσεις και σκοπούς. Λίγοι εκδηλώνουν εναντίωση στην γνώμη των πολλών πιστών, που θεωρούν, ότι προστατεύονται από την δύναμη μιας θεοπνεύστου εξουσίας. Οι περισσότεροι Κύπριοι στην εποχή του Μακαρίου βλέπουν ένα Μακάριο σπλαχνικό, φιλάνθρωπο, ειλικρινή επί Γης εκπρόσωπο του Θεού. Βλέπουν στον αρχηγό αρετές. Πολλές φορές αρετές υπαρκτές αλλά πάντοτε σαν αφηγήματα προεκτεταμένου μύθου, όχι ασφαλώς αισθητές αλλά σαν αποκρυσταλλώσεις. Σαν είδος ιστορικής καταγραφής. Ωστόσο η ιστορική καταγραφή παραλείπει μία σημαντική λεπτομέρεια. Δηλαδή, ο Μακάριος προ της αποδράσεώς του από την Κύπρο την εσπέραν της 15ης Ιουλίου 1974 εξέπεμψε ραδιοφωνικό μήνυμα προς τον Κυπριακό λαό προτρέποντας τον να αντισταθεί ενόπλως κατά της χούντας των Αθηνών. Η επιχειρησιακή λεπτομέρεια έγκειται στο γεγονός, ότι ενώ οι Τούρκοι εξεδήλωναν την εισβολήν των, οι «Ενωτικοί» και οι «Μακαριακοί» εμάχοντο αλλήλοις προκαλούντες μίαν επιπρόσθετον παρέκκλισιν στο σύστημα αμύνης της νήσου.
Και σήμερα, 50 χρόνια μετά, υπάρχει μία εικόνα εκείνου του αρχηγού των υπερόχων ημερών. Ο ίδιος ο Μακάριος σκιαγραφεί τον εαυτόν του με ουτοπικά δηλωτικό και με ένα σχεδόν παντοδύναμο τρόπο. Μεγαλειώδης εαυτός. Με προσωπική φρουρά τριών χιλιάδων ενόπλων εξοπλισμένων ανδρών με οπλισμό τελευταίας γενιάς. Έκδοση μεγαλομανίας και έκφραση ακραίου ναρκισσισμού. Ένας παρόμοιος ναρκισσισμός παρατηρείται και στους σημερινούς μας πολιτικούς. Ανασχετικό ρόλο βεβαίως παίζουν οι image makers, οι οποίοι επισημαίνουν επιβολή δεσμεύσεως τών ναρκίσσων στο να συγκαλύψουν (έστω μεταμφιέσουν) αυτή τους την αδυναμία και εν ταυτῷ να προβάλουν άλλα κοινώς αποδεκτά διαπιστευτήρια, ιδίᾳ υπερεκτιμημένα δεξιοτεχνικώς γνωρίσματα χαρακτήρος. Αυτοί οι πολιτικοί αναπτύσσουν ένα είδος «ιδιωτικής λογικής» ή κάτι σαν «υποκειμενική αντίληψη» της δημοσίας ζωής, η οποία μάλιστα οργανώνει τις σκέψεις τους στα αφορώντα στον κόσμο των οπαδών τους και την θέση τους μέσα σ’αυτόν τον κόσμο, για τον οποίον και μεριμνούν, ώστε ο κόσμος αυτός να επηρεάζεται αδιαλείπτως από τις δικές τους αποκλειστικές επιλογές.
Ο Μακάριος, εν τέλει, αισθανόμενος την απόλυτη κυριαρχία του σε ένα αξιοσημείωτο γεωγραφικό μέρος του κόσμου, ήταν αδύνατο να δεχθεί οιαδήποτε λύση πλην εκείνης, που θα τον διατηρούσε δια βίου μονάρχη και -οπωσδήποτε- χωρίς «κουτσουρεμένη» κυριαρχία. Αυτή η εφηρμοσμένη τριτοκοσμική ισχυρογνωμοσύνη τού Μακαρίου απέναντι σε οποιαδήποτε Δυτικής εμπνεύσεως εισήγηση πολλάκις δημιούργησε αμηχανία στις προ του 1967 ελληνικές κυβερνήσεις. Αργότερα, οι στρατιωτικές κυβερνήσεις θεώρησαν τον Μακάριο δυσάρεστη ενόχληση, αφού εκείνος τεχνηέντως παρέκαμπτε την από του δημοψηφίσματος του 1950 κατάφαση ενώσεως της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα. Άλλωστε, αυτή η ιδέα ενώσεως του προκαλούσε πολιτειακή αλλεργία με ξενιστή την παρουσία στην Κύπρο ελλαδιτών στρατιωτικών. Πίστευε, ότι καλύπτεται από τον εξωτερικό παράγοντα μιας υπαινισσομένης ταυτότητος υπερδυνάμεως απέναντι στην απειλή της υποκινουμένης από το ΝΑΤΟ στρατιωτικής κυβερνήσεως των Αθηνών. Σ’αυτή του την καχυποψία δεν παρεπλανήθη. Το ΝΑΤΟ εύρισκε ως άκρως επικίνδυνη την αντινατοϊκή αυτή στάση, δι’ ό και μεθόδευσε την ανατροπή του. Όμως άλλες οι βουλές των Αθηνών και άλλες του ΝΑΤΟ. Οι Έλληνες στρατιωτικοί μη διαθέτοντες πολιτικά αισθητήρια υπέπεσαν στο θανάσιμον ατόπημα να πιστεύσουν σε διαβεβαιώσεις αγγλο-αμερικανών, ότι δηλαδή μία «απάλειψη» του Μακαρίου δεν θα είχε συνέπειες για την Ελλάδα.
Η ιστορία διδάσκει, ότι ελάχιστοι εκ των στρατιωτικών διαθέτουν πολιτική διόραση, όπως π.χ. ο Dwight Eisenhower, ο Charles de Gaulle κ.α. Συνεπώς οι στρατιωτικοί «κατεδίκασαν εις θάνατον» πάσαν ιδέα συνάψεως Κύπρου-Ελλάδος. Αυτή ήταν και η ευκαιρία επανόδου των πολιτικών στους ορφανεμένους θώκους της εξουσίας. Τούτο ωστόσο σε ουδέν συνέβαλε στο να εξευρεθεί κάποια λύση στο Κυπριακό.
Η εισβολή των Τούρκων στο νησί επεδείνωσε έτι περισσότερον τις σχέσεις ισορροπίας μεταξύ δύο χωρών «συμμάχων» του ΝΑΤΟ. Πολιτικά οξύμωρα. Στρατιωτικές ασυμμετρίες. Κοινωνικές συμφορές. Διπλωματικές γενικολογίες. Ακαθόριστο μέλλον. Εθνικός κυβερνήτης της προσβεβλημένης κυπριακής οντότητος ο «κανένας». Διαχειριστής της κυπριακής ακαταστασίας ο Γενικός Γραμματεύς των Ηνωμένων Εθνών. Στην ουσία οι αγγλο-αμερικανοί. Η Τουρκία από της εισβολής και στρατιωτικής σταθεροποιήσεώς της στην νήσο απέκτησε ένα κρίσιμο πλεονέκτημα. Τον χαρακτηρισμό της ως ατύπου ρυθμιστού σε ένα γεωστρατηγικό τομέα. Ένα πολυπόθητο τοπίο, όπου ναί μεν πολλοί έχουν λόγο παρουσίας, ωστόσο και μετά την αγνόηση όλων των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας/Η.Ε. περί αποχωρήσεως των ξένων στρατευμάτων, η Τουρκία απέκτησε και την από μακρού επιζητουμένη αυτοπεποίθηση και ιδιαιτέρως μετά την διαπίστωση, ότι οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Δικαίου ίστανται απέναντί της ανήμποροι να επιβάλουν τον καταστατικό τους χάρτη. Αυτή η -κατά μίαν ερμηνεία- ψευδαίσθηση παραπέμπει σε μεγεθυνόμενη αλαζονεία, η οποία μακροπροθέσμως -ευχόμεθα χωρίς άλλη επιλογή- θα αποδώσει τα αναλογούντα επίχειρα μιας αδιανοήτου στον ορθόφρονα κόσμο συμπεριφοράς.
Τα διεθνή δρώμενα δεν μας πείθουν, ότι υπάρχει Διεθνές Δίκαιον. Ουδεμία ισχυρά κρατική οντότητα ή ένας συνασπισμός σέβεται το Διεθνές Δίκαιον, όταν βρίσκει χρήσιμη την συνταγή του Θουκυδίδου, που λέει: «…το δίκαιο και το άδικο φαίνεται να εξαρτώνται από την δύναμη των όπλων, όχι από την ηθική των ανθρώπων». Είναι πράγματι διαπιστωμένον, ότι από αρχαιοτάτων χρόνων αγνοείται το δίκαιον, όταν τα συμφέροντα υπερισχύουν.
Και η ελπίδα Ελλαδιτών και Κυπρίων εστράφη στους πολιτικούς, που επέστρεψαν από την αυτοεξορίαν των και οι οποίοι εκεί στα ξένα πίστευαν, ίσως και το μεθόδευσαν, ότι μία εθνική συμφορά θα τους αποκαθιστούσε στην αξιολάτρευτή τους εξουσία. Παρ’όλα όμως αυτά τα ευχάριστα, περί αποκαταστάσεως της δημοκρατίας και όπου εορτάζεται η επέτειος την 23η Ιουλίου καθ’ έκαστον έτος με δεξιώσεις και πανηγύρια εν Ελλάδι και την ίδια ημέρα τελούνται μνημόσυνα στην Κύπρο, η μεταπολίτευσις απεφάνθη, ότι η Κύπρος κείται μακράν. Ὅπερ μεθερμηνευόμενον εστί, δεν επιθυμούμε πόλεμον με την Τουρκία. Ένας πόλεμος έχει απώλειες. Η βασικότερη απώλεια σύμφωνα με την μεταπολιτευτική λογική δεν είναι η απώλεια ελληνικών ψυχών, ούτε η απώλεια ζωτικών εδαφών της ελληνικής επικρατείας. Είναι η απώλεια εδράνων της εξουσίας των ολίγων επιτηδείων της πολιτικής, των ανεγνωρισμένων ως απεκδεδυμένων ελληνικής συνειδήσεως. Το πολιτικό κόστος ενός πολέμου δεν αντανακλά τις λεπτές αποχρώσεις μιας ελληνοσύνης πολιτικών προσωπικοτήτων. Είναι η στυγνή λογική ανθρώπων, που γαντζώνονται στο άρμα του αφέντη και αδυνατούν να το αποδεχθούν ή ακόμη και να το διανοηθούν, ότι μπορεί να ζήσουν σαν απλοί υπήκοοι. Είναι μαέστροι στο να αποφεύγουν τις ευθύνες και ευστόχως διαμορφώνουν κάθε τους άστοχη ενέργεια με τρόπο που να φαίνεται δικαιολογημένη. Και ως είναι «πολιτικώς αρμόζον», αποκρύπτουν αποτυχίες και δημοσιοποιούν μόνον επιτυχίες.
Το να αποφεύγεις τον πόλεμον σημαίνει, ότι αναγκάζεσαι σε κατευνασμό εκείνου που τον θεωρείς απειλή. Επομένως αναγκάζεσαι σε υποχωρήσεις. Παραχωρείς κυριαρχικά σου δικαιώματα. Επικαλείσαι το Διεθνές Δίκαιον χωρίς να περιμένεις να δικαιωθείς αλλά πιστεύεις, ότι μ’αυτό κερδίζεις χρόνο. Το να κερδίσεις χρόνο για να ετοιμάσεις ένα αποφασιστικό αιφνιδιασμό ενός εφησυχάζοντος αντιπάλου έχει νόημα. Το να κερδίσεις χρόνο άνευ αντικρίσματος ισχύος σημαίνει, ότι θα συρθείς σε πόλεμο με όλες τις απευκταίες συνέπειες. Καταφεύγεις στην διπλωματία, η οποία σπανίως φέρει θετικά αποτελέσματα εάν πίσω από την διπλωματία δεν υπάρχουν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Ο Einstein είχε πει, ότι η ειρήνη επιτυγχάνεται μόνο με κατανόηση. Αλλά αυτός ο ύπατος της ανθρωπίνης διανοήσεως δεν έλαβε υπ’όψιν του μία σημαντική λεπτομέρεια⸱ τον Τούρκο. Του Τούρκου ό,τι και αν του δώσεις την επομένη θα σου ζητήσει περισσότερα μέχρι να σε καθυποτάξει ολοκληρωτικά. Ο Τούρκος δεν μπορεί να φανταστεί, ότι αιώνες Οθωμανικής Αυτοκρατορίας των τριών ηπείρων έχουν σβήσει οριστικά. Η αναβίωση αυτής της αυτοκρατορίας είναι το εγερτήριον όνειρό του. Είναι η Μεγάλη Οθωμανική Ιδέα. Απέναντί του εμείς καλημερίζουμε την θλίψη αναμιμνησκόμενοι έναν Έλληνα πρωθυπουργό να λέει μετά παρρησίας «…δεν πειράζει, ας δώσουμε στους Τούρκους ένα νησί. Αρκεί να κοιμόμαστε ήσυχοι». Η ελαχίστη ερμηνεία της ρήσεως αυτής είναι η κατάδειξις της πολιτικής έξεως στην υποχωρητικότητα, ωσάν αυτό να είναι συνήθης πολιτική πρακτική και συνταγή αποφυγής δεινών.
Κατεχόμενοι από μελαγχολία ενθυμούμεθα τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος αρνούμενος τις ιταλικές επιτακτικές αξιώσεις κατοχής της Ελλάδος χωρίς μάχη, εξέφρασε την άρνησίν του να ενδώσει με την πεποίθησιν, ότι είναι καλύτερο να πολεμήσει κανείς για την ελευθερία του παρά να υποκύψει χωρίς αντίσταση καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εθνικής ταυτότητος και της Ιστορίας. Ήδη υπάρχει μία πρόγευση μιας χωρίς μάχη διαγραφής μέρους της Ελληνικής Ιστορίας όπου με μία απλή υπογραφή παρεδόθη η Μακεδονία σε ένα μωσαϊκό φυλών προς χάριν ξένων συμφερόντων και ατομική ωφέλεια ελληνονύμων ανθρωπίσκων σε ρόλους πολιτικών ταγών ενός εξασθενημένου ελληνικού φρονήματος.
Τελικά κάνει την εμφάνισίν του το βασανιστικόν ερώτημα: …όλα καλά αλλά τί πρέπει να κάνει η Ελλάς, οι Έλληνες, οι ηγέτες των Ελλήνων και η εν απογνώσει επίκλησις ενός από μηχανής θεού, για να επιβιώσει η πατρίδα;
Κατ’αρχάς υπολογίζουμε, ότι οι Έλληνες χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες μορφώσεως και αντιληπτικών δυνατοτήτων. Αυθαιρέτως λαμβάνουμε τις διαμετρικώς αντίθετες. Οι μεν έχουν την δύναμη της σκέψεως και οι δε είναι οι θυματοποιημένοι και τυφλωμένοι, είτε από κομματικές κατευθύνσεις είτε υπνωτισμένοι από τις μεταμοντέρνες εφαρμογές ψυχολογικών επιχειρήσεων, όπου επιτυγχάνεται η ακουσία και υποσυνείδητη συλλογική υπακοή. Δηλαδή κάτι σαν άτυπη διανοητική νάρκωση ή περιστατική συμμόρφωση. Οι μεν έχουν την δύναμη να στοχάζονται. Να καταλαβαίνουν π.χ. το γιατί η φήμη της ισχύος «είναι ισχύς». Οι δε, σαν ετερόφωτοι θα πρέπει να επιβεβαιώσουν το παράδειγμα με ερωτήσεις σε λάθος «πηγές». Όμως οι ορθοί συλλογισμοί ορίζουν, ότι η φήμη της ισχύος είναι κάτι που χρειαζόμεθα, διότι στην πραγματικότητα στερούμεθα τέτοιας φήμης. Συλλογιζόμεθα, ότι οι μεγάλες οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές και κοινωνικές επιτυχίες αποτελούν ισχύ και δημιουργεί φήμη φρονήσεως λαού, ο οποίος προοιωνίζει την καλή του τύχη. Η φήμη για σωφροσύνη κατά την προπαρασκευή πολέμου ή την διατήρηση της ειρήνης, άνευ φιλίου κόστους, αποτελεί ισχύ. Τούτο επιτυγχάνεται, όταν αναθέτουμε προθύμως και όχι κάτω από κομματικές ή ατομικές σκοπιμότητες την διακυβέρνησίν μας σε ανθρώπους σώφρονες και όχι σ’αυτούς που ακούγονται στ’αυτιά των αφελών σαν τα μυθικά πλάσματα, τις σειρήνες στην Οδύσσεια, που με τα μαγευτικά τους τραγούδια προσελκύουν τους ναυτίλους σε ναυάγιο.
Οι σκεπτόμενοι γνωρίζουν, ότι η τέχνη της ενδυναμώσεως της εθνικής μας ωφελείας στηρίζεται στο γεγονός, ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας θεωρούνται, ότι έχουν φθάσει σε ένα ασφαλή βαθμό ετοιμότητος, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα σκληροτράχηλο και πείσμονα στις επιδιώξεις του εχθρό. Επί πλέον γνωρίζουν, ότι αυτή η ετοιμότητα στηρίζεται στην εκπαίδευση, στην μαχητική ισχύ, στην ανωτέρα στρατηγική σκέψη, στον σύγχρονο εξοπλισμό, στην τεχνολογία, στην υποστήριξη διοικητικής μερίμνης, στην πειθαρχία, στο ηθικό, στις ανυπόκριτες συμμαχίες, στην διπλωματική προσεπικουρία, στην εθνική στρατηγική και σε ένα ευάρμοστο και ευκατόρθωτο δόγμα.
Ωστόσο, δεν αρκούν μόνον αυτά. Χρειάζεται η συντονισμένη βούληση των τριών Κλαουζεβικείων παραγόντων. Δηλαδή η βούληση της κυβερνήσεως να σταθεί απέναντι στον εχθρό. Να μην τον αποφεύγει. Να είναι αποφασισμένη να αναμετρηθεί μαζί του. Ο στρατός ούτως ή άλλως -και εκ του Συντάγματος- επιβάλλεται να έχει βούληση, όντας ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τέλος η τριαδικότητα κλείνει με την βούληση του λαού. Άραγε στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα υπάρχει τέτοια βούληση; Έχει ο λαός επί παραδείγματι ένα τόσο ισχυρό εθνικόν φρόνημα, ώστε να συναινέσει στο να θυσιαστεί για μία -όπως έχει «καταντήσει»- θεωρητική και αόριστη έννοια ελευθερίας; Μήπως νοιάζεται αποκλειστικά για τον εαυτούλη του και για το τρόπο ζωής, όπως αυτός τον έχει ορίσει σε μία ρότα ευμαρείας, ευζωΐας και τρυφής; Σε τυχαία δημοσκόπηση ερωτώμε πολίτες: …θα πολεμούσατε, όταν παρουσιαστεί ανάγκη και η πατρίδα σας χρειάζεται; Η συνήθης απάντηση είναι: «γιατί και για ποιόν να πολεμήσω»; Τέτοια απάντηση εκστομίζεται κυρίως από την νέα κοινωνική τάξη, την πολυπληθέστερη, δηλαδή το «πρεκαριάτο» (precariat). Μία άλλη απάντηση είναι της μορφής: «θεωρώ πατρίδα μου αυτή που μου δίνει και τρώω». Αυτή η απάντηση προέρχεται από την κατηγορία του brain drain.
Πώς άραγε σκέπτονται οι κυβερνώντες και μη δυνάμενοι να επανδρώσουν τις ένοπλες δυνάμεις δεδομένης της δημογραφικής μας αδυναμίας; Μήπως με ελληνοποιημένους αλλοθρήσκους αγνώστων φρονημάτων; Με το δεδομένον, ότι ένας μουσουλμάνος ουδέποτε αφομοιώνεται, πώς μπορεί το σύστημα της εθνικής μας ασφαλείας να στηρίζεται σε αλλοδόξους; Τουτέστιν, σε ανθρώπους με κουλτούρα απομονωτισμού, ετερορρύθμους, αλλοιοτρόπους και οι οποίοι σε περιπεπλεγμένες περιστάσεις εθνολογικής/ αλλοφύλου φορτίσεως εκτιμάται, ότι θα εγκαταλείψουν την «αποδώ» θέση και θα ενωθούν με την «αποκεί» θέση των αντιπάλων μας. Ήγουν, τους Τούρκους αδελφούς μουσουλμάνους.
Και ύστερα … τί;
Επειδή η κοινή λογική επιβάλλει έναν αθέλητο ρεαλισμό, εμείς μάλλον θα πρέπει να ξεχάσουμε την όποια επιστασία, επιτήρηση, εποπτεία και κηδεμονία των δικαιωμάτων μας από την διεθνή κοινότητα. Ούτε και την όποια υπόσχεση συμπαθείας. Ουδείς συγκινείται από το αρχαιόπνευστο πεδίο που οι ξένοι με ειρωνεία το διατυπώνουν, ως η «Ελληνική τραγωδία». Άλλωστε ουδείς, ουδέποτε και επ’ουδενί συνεκινείτο. Ας ξεχάσουμε την ρητορική συμπαράσταση της νατοϊκής συμμαχίας. Εξ άλλου αναμιμνησκόμεθα την οσμή της στο Κυπριακό αλλά και σήμερα με τον συμμαχικό καταναγκασμό να μειώσουμε την αμυντική μας ισχύ στο Αιγαίον αφαιρώντας κρίσιμο πολεμικό υλικό υπέρ της «δυνητικής συμμάχου» Ουκρανίας, χωρίς δέσμευση δικής μας υποστηρίξεως σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Η παγία νατοϊκή επωδός επί του προκειμένου είναι: «βρείτε τα μόνοι σας». Είναι γνωστό, ακόμη και στον τελευταίο Βουσμάνο της Μποτσουάνα, ότι το ΝΑΤΟ υπολογίζει περισσότερο στην Τουρκία, παρά την επιλήψιμη και παγκοίνως κατακριτέα αντινατοϊκή συμπεριφορά της.
Τί απομένει λοιπόν;
Ως φυσικόν, η πρώτη μας έγνοια πρέπει να είναι μία αμετάθετη στον χρόνο πτυχή της στρατηγικής. Αυτή η γνωστή τοις πάσιν, ως «αποτροπή». Η λέξη αποτροπή, με την ερμηνευτική της στρατηγικής, χρησιμοποιείται ευρέως ακόμη και σε κουβεντολόϊ μεταξύ βοσκών πάνω κει στις Πίνδου μας τις κορφές. Αλλά, τί είναι αυτό για το οποίο όλοι ομιλούν, όλοι υποστηρίζουν, όλοι επικαλούνται και όλοι πιστεύουν σ’αυτήν αλλά ουδείς συνεγείρεται στον προσήκοντα βαθμό, ώστε η αποτροπή να λάβει «σάρκα και οστά» μέσα σε τούτο τον ανελέητο πραγματικό κόσμο;
Κατ’αρχάς, γιατί αποτροπή. Διότι μέχρι εκεί μπορούμε⸱ προς το παρόν! Απέναντί μας υπάρχει ένας αδίστακτος, ως προς τις διεκδικήσεις του και άνευ περιστροφών «δεδηλωμένος» εχθρός, παρά τις αγκαλιές και τα φιλιά κατά τις -καθ’ημάς- ένθερμες (sic) υποκριτικές συναντήσεις τών αμφοτέρωθεν ηγετών. Αυτός ο εχθρός δεν είναι μόνον επί ενός ανατολικού μετώπου. Τον βρίσκουμε «ολούθε». Τον βρίσκουμε στα Σκόπια, στην Αλβανία, στην Λιβύη, στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Ας μην αναφερθούμε στην μεμακρυσμένη του διάταξη σε Ασία και Αφρική. Είναι αριθμητικά υπέρτερος. Είναι αξιόμαχος. Είναι επίμονος. Με τουρκικό φρόνημα από τα γεννοφάσκια του. Νοσταλγός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με επίγνωση της ανοχής και υποστηρίξεως από τον Δυτικό κόσμο. Ως εκ τούτου, με ένα τέτοιο εχθρό η Ελλάς -όπως τα αισθητά πράγματα μας προειδοποιούν- ίσταται αδρανούσα. Ατύπως συγκατατίθεται στον χαρακτήρα του αδιαστάτου της. Ουσιαστικά παραδέχεται την μικρότητά της απέναντι σε ένα υπερεκτιμημένο από αυτή αφέντη. Η συμπεριφορά τής ελληνικής διοικήσεως εμπρός του παραπέμπει σε συνειρμούς τύπου παραδόσεως άνευ πολέμου. Και εμείς οι ταπεινοί και καταφρονημένοι φανταζόμαστε την επομένη μιας τέτοιας παραδόσεως, ότι άλλοι από τους εξουσιαστές μας θα παραμείνουν σε ηγετικούς ρόλους, όπως παλιά. Δηλαδή προεστοί (κοτζαμπάσηδες), πρόκριτοι (προύχοντες) κλπ και άλλοι θα μετεγκατασταθούν σε ειδυλλιακές νήσους της Καραϊβικής έχοντας τα προς το ζην τόσα όσα χρειάζονται στις επόμενες επτά γενεές της φαμίλιας. Ίσως από κει να διεξάγουν και σθεναρά αντίσταση. Είναι γνωστό σε μας αυτό το «άθλημα».
Οι υπόλοιποι εμείς; Όπως έλεγαν οι παλαιότεροι για την απρονοησία γενικώς: «…ήθελές τα και παθές τα». Δική μας η υπαιτιότητα. Αυτό θέλαμε. Να είμαστε, δηλαδή απερίσπαστοι, με την κακή ερμηνεία της ορθής κοινωνικής στοιχήσεως. Και ου μόνον τούτο. Υποπέσαμε στην παγίδα να είμαστε ευπειθείς τοις κείνων δολίοις ρήμασι. Να είμαστε ασυγκράτητοι καταναλωτές. Να αδιαφορούμε για το δημογραφικό επειδή δεν τα βγάζουμε πέρα -λέει- διότι δεν φτάνουν τα λεφτά. Αν σκεφθούμε όμως, ότι και οι ευκατάστατοι και μάλιστα οι ζάπλουτοι δεν κάνουν πάνω από δύο παιδιά σημαίνει, ότι δεν είναι τα λεφτά ο λόγος. Είναι, ότι τα παιδιά συνιστούν δέσμευση στην προσωπική μας ελευθερία και για τους χίλιους άλλους λόγους που συμπεριέχονται στην εξήγηση του ποιήματος του Ορατίου: «carpe diem, quam minimum credula postero», που σημαίνει «άδραξε τη μέρα, μην εμπιστεύεσαι το αύριο (ή το μέλλον)». κλπ.
Και τί γίνεται με το εθνικό αύριον; Τέτοιες ώρες ποιος θυμάται τα λόγια του Ρήγα για μια ελεύθερη Ελληνική Φυλή; Υπάρχει γενική αίσθηση, ότι είμαστε δούλοι των αδυναμιών μας. Και εάν αυτή η αδυναμία εντοπίζεται σε αμελητέα κλίμακα, τότε το κακό διορθώνεται. Σε εθνική κλίμακα κρούομεν σήμαντρα συναγερμού. Την Τουρκική απειλή οφείλουμε να την αποτρέψουμε.
Τί τέλος πάντων είναι αυτή η αποτροπή; Διαβάζουμε στα σχετικά εγχειρίδια, ότι αποτροπή είναι μία στρατηγική που χρησιμοποιείται από ένα κράτος για να αποτρέψει έναν αντίπαλο, από το να επιτεθεί εναντίον του ή να προκαλέσει στρατιωτικές ενέργειες εναντίον του, μέσω απειλής μιας ισχυρής και συντριπτικής απαντήσεως. Η αποτροπή έχει σαν βάση την ιδέα, ότι ο εχθρός θα αποφύγει τις επιθετικές του ενέργειες εάν έχει πεισθεί, ότι το κόστος της επιθέσεώς του θα είναι βαρύτατο ή ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του είναι περιορισμένες. Τα βασικά στοιχεία της στρατιωτικής αποτροπής περιλαμβάνουν (α) πιστευτή απειλή αντιδράσεως, (β) αποτροπή μέσω τιμωρίας, ήτοι αποτελεσματικής αντεπιθέσεως με εχθρικές απώλειες και καταστροφές, (γ) αποτροπή μέσω αρνήσεως με αποφασιστική άμυνα των φιλίων, (δ) στρατιωτική ετοιμότητα και δύναμη. Δηλαδή αξιολογημένη, ως η απαράμιλλη φιλία μαχητική ισχύς, (ε) ψυχολογικός παράγων. Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις των φιλίων πείθουν το αντίπαλο στρατόπεδο, ότι η αντίδραση θα είναι τρομακτική και φρικιαστική.
Αυτός ο τρόπος της αποτροπής είναι ανασχετικός της εχθρικής επιθετικότητος υπό την προϋπόθεσιν, ότι ο εφαρμόζων την αποτροπήν, τῷ όντι είναι σε θέση να αποδείξει, της πειθούς του το αληθές. Βεβαίως, η αποτροπή δεν λύνει το Κυπριακό πρόβλημα, διότι αυτό το status θα διαιωνίζεται και θα οριστικοποιηθεί με μία σημείωση ποιάς τινος δέλτου της Παγκοσμίου Ιστορίας, ότι κάποτε η Κύπρος υπήρξεν ακραιφνώς ελληνική, ότι κατά την Οθωμανική κατοχή εξισλαμίσθη ένα 10% των εκεί χριστιανών, ότι η δημογραφική ευκαρπία των εξισλαμισθέντων ελλήνων αύξησε στο 18% τον μουσουλμανικό πληθυσμό με αποτέλεσμα η νέα Τουρκία πλέον να θεωρεί Τούρκους όλους τους μουσουλμάνους, όπως και σήμερα θεωρεί δική της την Δυτική Θράκη …και διηγώντας τα, εμείς κλαίμε.
Όμως, εάν εμείς θέλουμε να λύσουμε το Κυπριακό, όχι με παραμυθίες αλλά με βάση το -κατ’άλλους- ιδεολόγημα και -κατ’άλλους- εθνικό μας σαράκι, δηλαδή το «πάλι με χρόνους και καιρούς…κλπ», τότε υπάρχει η βασανιστική προϋπόθεση, (α) κοινή βούληση κυβερνήσεων Ελλάδος-Κύπρου, (β) ενιαίο στρατηγικό δόγμα με προβλέψεις όλων των φάσεων του αγώνος, με πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις ένθεν και ένθεν και αποφασισμένες να γράψουν επί τέλους ένα νέο κεφάλαιον στην ιστορία του Ελληνισμού, που να καθιστά τους επιγενομένους Έλληνες υπερηφάνους, όπως εμείς υπήρξαμε υπερήφανοι για τους προγόνους μας της Παλιγγενεσίας του 1821 και του Έπους του 1940 και (γ) αποχή των Ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδος και της Κύπρου από τις μικρότητες του πλούτου, τους ψευδορόλους του αναπτυξιακού προαγωγού, του καταναλωτού, του μετόχου, όπου ουδείς αρκείται στα απαραίτητα. Να αναγνωρίζουν τις έννοιες κοινωνικό κέρδος και εθνικό φρόνημα.
Είναι το εθνικό φρόνημα που έχουμε την ανάγκη του. Όμως παραλείπεται και πλέον δεν διδάσκεται στα σχολεία, με μία ζέση, ώστε να δοθεί ένα νόημα στην ζωή μας, ως ανήκοντες όλοι σε μία ενιαία και μοναδική ελληνική ψυχή. Εξ άλλου μία ήττα στην πορεία της εθνικής ζωής δεν είναι το τέλος. Η εθνική ζωή θα συνεχιστεί εφόσον δεν απωλέσουμε την θέληση να αγωνιστούμε. Η τελική λύση δίδεται με αίμα, με θυσίες, με πόλεμο. Έτσι απελευθερώνεται και αποκαθίσταται η γη των προγόνων. Οι όποιες διαπραγματεύσεις, οι ατέρμονες συζητήσεις, οι πολυφραδείς πολιτικές δηλώσεις, οι διπλωματικές περιπεπλεγμένες αοριστολογίες, οι σιβύλλειοι χρησμοί, οι διφορούμενες ερμηνείες άρθρων του δημοσίου-διεθνούς δικαίου και τα σούρτα-φέρτα των «επιτροπών» για να δικαιολογούνται και οι δαπάνες εκτός έδρας, ουδαμού οδηγούν.
Εάν εμείς θέλουμε να αποφύγουμε τον πόλεμο, τότε ας μην εκπλαγούμε, όταν θα μας τον επιβάλλουν. Διότι τότε θα είναι αργά.