Πώς συνάδει με την Ορθοδοξία μια διδασκαλία, που αποπλανεί τα ορθόδοξα παιδιά, με τη την πλύση εγκεφάλου που τους κάνει, ότι οι ξένες και αντίθετες στην ορθόδοξη πίστη «θρησκείες είναι πηγή ελπίδας για σωτηρία», όταν η ορθόδοξη παράδοση αναγνωρίζει, ως µοναδική πηγή ελπίδας, τον Ιησού Χριστό;
Πώς μπορεί να εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση η παραδοχή ότι υπάρχουν «άγιοι άνθρωποι στις θρησκείες του κόσµου» όπως: «ο Βούδας, ο Κοµφούκιος, ο Μωάµεθ, ο Βισνού (Κρίσνα), ο Δαλάι Λάµα, ο Γκάντι και πολλά άλλα πρόσωπα ιστορικά και µυθικά;».
Πως είναι ορθόδοξη μια διδασκαλία, όταν παροτρύνει τους/τις ορθόδοξους/ες μαθητές/τριες για «χειραφέτηση», δηλαδή, απελευθέρωση «από ό, τι ονοµάζεται πρόσδεση στο παρελθόν», δηλαδή σε χειραφέτηση από την ορθόδοξη παράδοση;
Πώς μπορεί να είναι ορθόδοξο αυτό το Πρόγραμμα, όταν, αναφερόμενο στον δάσκαλο ή στον καθηγητή που διδάσκει το θρησκευτικό Μάθημα, σημειώνει
α) ότι «δεν υφίσταται καμιά ιδιαίτερη θρησκευτικού χαρακτήρα προϋπόθεση για να διδάξει το Μάθημα. Μάλλον απευκταίες θα πρέπει να θεωρούνται τέτοιες προδιαθέσεις. Ένας άθρησκος ή αγνωστικιστής, ή αδιάφορος μπορεί να διδάξει με επιτυχία το ΜτΘ, όπως και ένας θρησκευόμενος. Αντίθετα ένας ζηλωτής θρησκευόμενος έχει μάλλον εξασφαλισμένη την αποτυχία»;
β) ότι «οι δάσκαλοι στα σχολεία της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας είναι σημαντικό, κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, να αποστασιοποιούνται κατά το δυνατόν από τη θρησκεία στην οποία ενδεχομένως ανήκουν είτε πατροπαράδοτα είτε από επιλογή»;
Πώς είναι ορθόδοξο ένα Πρόγραμμα, όταν η φιλοσοφία του βασίζεται σε μια αλλοπρόσαλλη θεολογία, που οι ίδιοι οι εμπνευστές της την ονομάζουν «θεολογία της πολυπολιτισμικότητας», που απαιτεί «να αλλάξει φυσιογνωμία και χαρακτήρα» το θρησκευτικό μάθημα, να «αναπλαισιωθεί ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας σε νέες βάσεις και αρχές» και προτρέπει, έτσι ώστε «η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας, όχι απλώς να το αγγίξει, αλλά να το διαπεράσει, κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου»;
Στην πραγματικότητα, η διδασκαλία της πολυθρησκείας σημαίνει, ουσιαστικά, απαξίωση της ορθόδοξης πίστεως και της διδασκαλίας της, αλλά, ταυτόχρονα, διάπραξη ενός θεολογικοπαιδαγωγικού σχίσματος, αφού όλο το οικοδόμημα της πολυθρησκείας, αντιτίθεται, τόσο στη διδασκαλία της ορθόδοξης παραδόσεως όσο και στην, διαχρονικά, καθιερωμένη συνταγματική τάξη της χώρας, που ορίζει να αναπτύσσουν οι μαθητές/τριες την ορθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση.
Είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των αρχών αυτού του Προγράμματος οδηγεί, τελικά, σε μια απαγκίστρωση της συνείδησης των ορθοδόξων μαθητών από τη χριστιανική τους πίστη, καθώς τους εμποτίζει και τους μυεί σε ένα άθρησκο και άθεο πνεύμα και σε μια εκκοσμικευμένη διαθρησκειακή πνευματικότητα.
Και όμως, μέλη της ομάδας των «θεολόγων της μόδας», των οποίων το Πρόγραμμα και οι φάκελοι (βιβλία) των μαθητών/τριών, μετά από προσφυγές της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ, ως ασύμφωνα και ασύμβατα με την ορθόδοξη πίστη και το Σύνταγμα της χώρας, γεγονός που γνωρίζει το Υπουργείο, συνεχίζουν να επιλέγονται από αυτό, ως υψηλόβαθμα στελέχη και να τους ανατίθενται υπεύθυνες θέσεις, για να αποφασίζουν ως προς τις νέες δομές του Μαθήματος. Αλίμονό μας!!!