Στο προηγούμενο άρθρο μας, αναφέραμε ότι θα παραθέσουμε στοιχεία, που θα αποδεικνύουν ότι ο Διαφωτισμός, σε θέματα ελευθερίας του ανθρώπου, έκανε φοβερές ανατροπές, που εκτός των άλλων, λειτούργησαν και εναντίον της χριστιανικής ελευθερίας, πίστεως και ζωής και άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει, γενικά, το πρότυπο ζωής τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ο εγκλωβισμός του Διαφωτισμού στις παιδαγωγικές αρχές του ορθού λόγου, που αρνούνται το πνεύμα της χριστιανικής αποκαλυπτικής αλήθειας, αλλάζει τα θεμέλια της χριστιανικής κοινωνικότητας και, γενικά, του τρόπου θέασης και αντιμετώπισης του συνανθρώπου.
Έτσι, οδηγείται η ανθρωπότητα σε μία νέα φιλοσοφία ζωής, με νέα πρότυπα -στην ουσία αντιπρότυπα- η βίωση των οποίων αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αδιεξόδων του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού.
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού συνεχίζεται και στην εποχή μας, με την διάδοση και επικράτηση της ψευδαίσθησης ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί την κατοχύρωση της Δημοκρατίας και των ανθρώπινων ελευθεριών, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελεί μια παραποίηση και μια πλασματική έκφρασή τους, με στόχο την περικοπή ή ίσως και την ολοκληρωτική τους κατάργηση.
Για να κατανοήσουμε, όσα καθορίστηκαν στο πλαίσιο της «φιλοσοφίας» ζωής που εγκαινιάστηκε από τον Διαφωτισμό και συνεχίζεται με τη «φιλοσοφία» της Νέας Τάξης καθώς και με όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, στο πλαίσιο μιας πειραματικής εφαρμογής της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, με το πανανθρώπινο υγειονομικό και οικονομικό έγκλημα του Κορωνοϊού και των εμβολίων, παραθέτουμε κάποια στοιχεία – ιδέες ενός από τους κύριους διαμορφωτές του Διαφωτισμού του Ρουσσώ:
Στο έργο του «Κοινωνικό Συμβόλαιο», αναγνωρίζει ότι στις διανθρώπινες ή διακρατικές σχέσεις ισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου.
«Ο ισχυρότερος είναι τόσο δυνατός, ώστε να μένει παντοτινά κύριος, αν μεταλλάξει τη δύναμή του σε δίκαιο και την υποταγή σε καθήκον. Από δω πηγάζει το δίκαιο του ισχυρότερου... Η ισχύς είναι μια δύναμη φυσική... Και μια και το δίκιο το ’χει πάντα ο πιο δυνατός, το ζήτημα είναι να τα καταφέρνεις να είσαι ο ισχυρότερος… Να υπακούμε στη δύναμη. Αυτό πάει να πει: Υποταχθείτε στην ισχύ, η προσταγή είναι καλή… Κάθε δύναμη προέρχεται από το Θεό».
Είναι εμφανές ότι στις μέρες μας, βήμα - βήμα οδηγείται ολόκληρη η ανθρωπότητα, στον δρόμο της φεουδαρχικού κατεξουσιασμού και της στέρησης της ελευθερίας του προσώπου.
Ο Ρουσσώ, καθορίζοντας τις σχέσεις του πολίτη με την πολιτεία και τον ηγεμόνα της, θεωρεί ότι η τυφλή υποταγή του πολίτη στον κυρίαρχο ηγέτη, δεν αποτελεί, απλώς, επιλογή του, αλλά απαράβατη υποχρέωσή του, ως αδύναμου έναντι του δυνατού που αποφασίζει γι’ αυτόν:
«Με το κοινωνικό συμβόλαιο ο καθένας απαλλοτριώνει από τη δύναμή του, από τ’ αγαθά του, από την ελευθερία του, μόνο εκείνο το μέρος, που η χρήση του ενδιαφέρει την κοινότητα. Πρέπει, όμως, να συμφωνήσουμε ακόμα πως μονάχα ο κυρίαρχος κρίνει τι είν΄ αυτό που του χρειάζεται. Όλες τις υπηρεσίες, που μπορεί ένας πολίτης να προσφέρει στο κράτος, έχει χρέος να του τις προσφέρει μόλις το ζητήσει ο κυρίαρχος».
Με αυτήν την αυταρχική λογική, αντιμετωπίζεται σήμερα ο πολίτης, που προβληματίζεται να ακολουθήσει τυφλά τον υποχρεωτικά επιβαλλόμενο εμβολιασμό, αφού εκλαμβάνεται, όχι ως ελεύθερο πρόσωπο, αλλά ως υποτακτικό άτομο και ως μέλος μιας απρόσωπης μάζας.
Το πρόσωπο, επομένως, χάνεται και μηδενίζεται κατά την ένταξή του σε μια μάζα, στο «κοινό εγώ», στο δημόσιο πρόσωπο της συλλογικότητας: Ο Ρουσσώ είναι σαφής:
«Καθένας μας βάζει από κοινού το πρόσωπό του και όλη του τη δύναμη κάτω από την υπέρτατη διεύθυνση της γενικής θέλησης. Κάθε μέλος το δεχόμαστε σαν αδιαίρετο κομμάτι του συνόλου».
Έτσι, εάν ο αδύναμος δεν θελήσει να ταυτιστεί με τη θέληση των ισχυρών και να εκχωρήσει αυτό που θέλουν, τότε εξαναγκάζεται με τη βία: «Όποιος θ΄ αρνηθεί να υπακούσει στη γενική θέληση, θα εξαναγκαστεί σ΄ αυτό από ολάκερο το σώμα. Πράγμα που σημαίνει ότι θα τον βιάσουν να είν΄ ελεύθερος».
Μάλιστα, οι διαφωτιστές, για όσους δεν είναι υπάκουοι και υποτακτικοί, προτείνουν να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Η τιμωρία που εισηγείται ο Ρουσσώ είναι «είτε εξορία είτε θάνατος», αφού αυτός που δεν θέλει να συμμορφωθεί και να υποταχθεί στην απρόσωπη μάζα, θεωρείται «παραβάτης» και «δημόσιος εχθρός» και «ένας τέτοιος εχθρός δεν είναι ηθικό πρόσωπο. Και σ΄ αυτή την περίπτωση το δίκαιο του πολέμου επιβάλλει να θανατώνεται ο νικημένος. Δεν έχουμε το δικαίωμα να θανατώνουμε, μήτε και για παραδειγματισμό, έξω από κείνον που δε μπορούμε, χωρίς κίνδυνο, να τον αφήσουμε να ζήσει».
Βέβαια, όπως σημειώνει ο Ρουσσώ, πριν την καταδίκη ή την τιμωρία, δίνεται μία τελευταία προειδοποιητική ευκαιρία στον αδύναμο πολίτη ή σε οποιαδήποτε αδύναμη συλλογικότητα, να δεχθεί τους ταπεινωτικούς όρους του ηγεμονεύοντα, που θα του «χαρίσουν» την «ελευθερία» να συνυπάρχει στο συλλογικό σώμα, αλλά, πάντα, ως πιστός, τυφλός και υπάκουος ακόλουθος των δυνατών.
Του προσφέρεται, δηλαδή, ως λύση συμβιβασμού, να κατανοήσει ότι δεν επιτρέπεται η δυνατότητα της «διαφοράς», δηλαδή, της διατήρησης της προσωπικής του ταυτότητας, σε σχέση με τους άλλους υπηκόους.
Το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ αποτέλεσε κατά το παρελθόν και φαίνεται ότι για ορισμένους, σύγχρονους ηγεμονεύοντες, αποτελεί απαράβατο Ευαγγέλιο και φιλοσοφία διακυβέρνησης και στο παρόν και στο μέλλον.
Ολόκληρη η ανθρωπότητα, στην πορεία της ιστορίας των τριών τελευταίων αιώνων, βίωσε και βιώνει τον ταυτιστικό «λόγο» του Διαφωτισμού, μέσω της αφομοιωτικής και ομογενοποιητικής πρακτικής, που επιβλήθηκε κατά τον 17ο και 18ο αι. από την ευρωπαϊκή Φεουδαρχία και Μοναρχία, αλλά και αργότερα από τον υπαρκτό Σοσιαλισμό και τον Καπιταλισμό και στις μέρες μας, από τη σύγχρονη Νέα Τάξη Παγκόσμιας φεουδαρικής διακυβέρνησης των λαών.
Πρόκειται για έναν «λόγο» παράλογο και μισάνθρωπο, που χρησιμοποιείται, ως μέθοδος για να ελέγχεται και να καθυποτάσσεται η ελευθερία και η ανεξαρτησία κάθε ανθρώπου, λαού ή κράτους, μέσω ισχυρών παραγόντων και μηχανισμών, όπως είναι η οικονομία, το εμπόριο, η τεχνολογία, η κοινωνία της πληροφορίας κ.ά.
Η εφαρμογή αυτής της φιλοσοφίας διακυβέρνησης των λαών συμβάλλει σε μια απόλυτη εξάρτηση του εκάστοτε αδύναμου από τον δυνατό, μέσω ενός μεθοδευμένου νομικού και οικονομικού πλαισίου, που εκφράζει τις αποφάσεις της γενικής βούλησης του ηγεμόνα, ο οποίος αναγνωρίζεται, στον Ρουσσώ, ως «υπέρτατος κριτής και μοναδικός κυρίαρχος».
Για να ακολουθούν, εύπιστα, οι άνθρωποι και οι λαοί αυτούς τους σχεδιασμούς του Διαφωτισμού, που συνεχίζουν να ισχύουν και να χρησιμοποιούνται στην εποχή μας από τους ισχυρούς της Παγκοσμιοποίησης, χρειάζεται καταρχάς ο εθισμός τους στην υποταγή και σ αυτό καλείται να συνδράμει η παιδεία.
Γι αυτό, έχει μεθοδευθεί μία στενή σχέση μεταξύ πολιτικής και αγωγής, όπου συνδυάζεται, ως θεμιτό και λογικό σχήμα, ο καταναγκασμός με την ελευθερία.
Αυτό θεωρείται, μάλιστα, σύμφωνα με τις οδηγίες του Καντ, στο έργο του «Περί Παιδαγωγικής», «ένα απ᾿ τα μέγιστα προβλήματα της αγωγής: Πώς, δηλαδή, μπορεί κανείς να συνδυάζει την υποταγή στον νομικό καταναγκασμό, με την ικανότητα να κάνει χρήση της ελευθερίας του». Γιατί, «ο καταναγκασμός είναι αναγκαίος». Το θέμα είναι «πώς να καλλιεργηθεί η ελευθερία στην περίπτωση του καταναγκασμού».
Προτείνεται λοιπόν, ως λύση, να μάθει και να συνηθίσει το παιδί να υπομένει «κάποιο καταναγκασμό της ελευθερίας του, και, συγχρόνως, να καθοδηγείται στο να κάνει χρήση της ελευθερίας του… Πρέπει να του αποδεικνύουμε ότι του επιβάλλουμε έναν καταναγκασμό, που το οδηγεί στη χρήση της ίδιας του της ελευθερίας, ότι το καλλιεργούμε, για να μπορεί να είναι κάποτε ελεύθερο».
Ωστόσο όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτός ο περίεργος συνδυασμός, προωθεί ένα αντιπρότυπο ζωής, αντίθετο με τη χριστιανική πίστη και ζωή, καθώς εμφυτεύει στη συνείδηση των παιδιών έναν απαράδεκτο και αφύσικο εθισμό «μιας καλά ρυθμισμένης ελευθερίας», που οδηγεί στην εξάρτηση (εθισμό) και στην, εφ΄ όρου ζωής, τυφλή αποδοχή της υποταγής τους στη θέληση των δυνατών, όπως θα εξηγήσουμε στο επόμενο άρθρο μας.