Του Κυριάκου Κυριαζόπουλου*
Το κοινό ανακοινωθέν της δήθεν «Αδελφικής Συνάντησης του Αμμάν» δεν έχει καμία σημασία, ούτε η φαινομενική αναγνώριση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τη δεύτερη επιστολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, η παραδόθηκε από αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στον Οικουμενικό Πατριάρχη και τα μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου λίγες ημέρες πριν την έναρξη αυτής της «Συνάντησης». Σημασία έχει η δήλωση της 26-2-2020 του Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας) γι’ αυτήν την Συνάντηση, Από τη δήλωσή του αυτή του Βολοκολάμσκ προκύπτουν οι ακόλουθες κατευθύνσεις πολιτικής διορθόδοξων σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας και γεωστρατηγικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας:
1. Να παραμεριστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τη πρώτη θέση στα δίπτυχα των
Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Αυτή η πρώτη κατεύθυνση πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας αναδύεται σαφώς από τη δήλωση του Βολοκολάμσκ κατά την οποία «υπάρχουν πολλά ζητήματα στην ημερήσια διάταξη τα οποία δεν έχουν λυθεί, λόγω του ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει περάσει στην αυτοαπομόνωση». Το απόσπασμα αυτό της δήλωσής του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διότι στη Συνάντηση του Αμμάν συμμετείχαν μόνον οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών των Ιεροσολύμων, της Ρωσίας, της Σερβίας, της Τσεχίας – Σλοβακίας, και αντιπροσωπείες των Εκκλησιών της Ρουμανίας και της Πολωνίας. Τούτο σημαίνει ότι με το Πατριαρχείο Μόσχας συντάσσονται μόνον το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο της Σερβίας και η Εκκλησία Τσεχίας – Σλοβακίας, δεδομένου ότι εκπροσωπήθηκαν σε επίπεδο Προκαθημένων τους. Το Πατριαρχείο Ρουμανίας και η Εκκλησία Πολωνίας παρουσιάζουν μια διψυχία, έχοντας το ένα μέρος της διάθεσής τους προσανατολισμένο στο Πατριαρχείο Μόσχας και το άλλο μέρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεδομένου ότι εκπροσωπήθηκαν μόνο σε επίπεδο μητροπολιτικό. Οι λοιπές επτά Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συντάσσονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και η μέχρι τώρα αναγνωριζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Εκκλησία της Ελλάδος Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
2. Να ηγείται τυπικά των Πανορθόδοξων Συνόδων ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ουσιαστικά ο Πατριάρχης Μόσχας. Αυτή η δεύτερη κατεύθυνση πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας αναδύεται σαφώς από τη δήλωση του Βολοκολάμσκ κατά την οποία «ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων συγκέντρωσε εδώ τους Προκαθημένους και τους αντιπροσώπους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών». Μετά τη συνεννόησή του με το Πατριαρχείο Μόσχας και τον Πρόεδρο της Ρωσίας στη Μόσχα το Νοέμβριο 2019, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων προσκάλεσε τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες στο Αμμάν, με παράκαμψη και χωρίς συνεννόηση με του πρωτόθρονου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δήλωση αυτή του Βολοκολάμσκ είναι ανακριβής, διότι στην πρόσκληση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων δεν ανταποκρίθηκαν όλοι, αλλά μόνον μια μειοψηφία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
3. Σταδιακή προσέλκυση και άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στην σχεδιαζόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο υπό την τυπική ηγεσία του Πατριαρχείου Ιεοσολύμων και υπό την ουσιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Αυτή η τρίτη κατεύθυνση πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας αναδύεται σαφώς από τη δήλωση του Βολοκολάμσκ κατά την οποία «αν συνεχιστεί η διαδικασία των διο-ορθόδοξων διαβουλεύσεων, τότε και άλλες Εκκλησίες θα συμμετάσχουν, καθώς δεν υπάρχει πλέον εναλλακτική διαδικασία». Από τη δήλωση αυτή του Βολοκολάμσκ προκύπτει, εκτός από την πρόθεση του Πατριαρχείου Μόσχας για προσέλκυση και άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε μια σχεδιαζόμενη από το Πατριαρχείο Μόσχας Πανορθόδοξη Σύνοδο υπό την τυπική ηγεσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και υπό την ουσιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας, και η απαξίωση του ίδιου Πατριαρχείου Μόσχας στις Πανορθόδοξες Συνόδους υπό την ηγεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει πρεσβεία τιμής στα δίπτυχα των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
4. Θεσμοθέτηση της Πανορθόδοξης Συνόδου υπό την τυπική ηγεσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και υπό την ουσιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Αυτή η τέταρτη κατεύθυνση πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας αναδύεται σαφώς από τη δήλωση του Βολοκολάμσκ κατά την οποία «Αυτή είναι η πρώτη συνάντηση και θα ακολουθήσουν κι άλλες, όπου θα συζητήσουμε αυτά τα θέματα μέχρι να τα λύσουμε… Υπάρχει μία γενική αίσθηση ότι οι Εκκλησίες θέλουν να έχουν κάποια πλατφόρμα για να συζητήσουν ζητήματα ζωτικής σημασίας, καθώς η πρώην πλατφόρμα, υπό την ηγεσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, έχει χάσει το νόημά της». Από τη δήλωση αυτή του Βολοκολάμσκ προκύπτει ότι ο σκοπός των δήθεν «Αδελφικών Συναντήσεων» τύπου Αμμάν είναι η θεσμοθέτηση μιας Πανορθόδοξης Συνόδου υπό την τυπική ηγεσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ως δήθεν «Μητέρας Εκκλησίας» - την ιδιότητα αυτή του οποίου οψίμως, δηλαδή ύστερα από 2.000 χρόνια, θυμήθηκαν - η οποία έχει την τέταρτη θέση στα πρεσβεία τιμής, αλλά υπό την ουσιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Η σκοπιμότητα αυτή του Πατριαρχείου Μόσχας εμφανίζεται από τον Βολοκολάμσκ ως δήθεν «γενική αίσθηση ότι οι Εκκλησίες θέλουν να έχουν κάποια πλατφόρμα για να συζητήσουν ζητήματα ζωτικής σημασίας». Η ίδια σκοπιμότητα αιτιολογείται από τη στοχοθεσία του ίδιου Πατριαρχείου Μόσχας για την αντικατάσταση της ηγεσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου την οποία έχει με βάση τους Ιερούς Κανόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από την τυπική ηγεσία της δήθεν «Μητέρας Εκκλησίας», δηλαδή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, και από την ουσιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας, με τη φράση του Βολοκολάμσκ «η πρώην πλατφόρμα, υπό την ηγεσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, έχει χάσει το νόημά της». Ως γνωστόν, το Πατριαρχείο Μόσχας διαθέτει πακτωλό χρημάτων και την υποστήριξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για την επιδίωξη των σκοπών της θρησκευτικής και πολιτικής γεωστρατηγικής τους. Η Ρωσική Ομοσπονδία χρησιμοποιεί το Πατριαρχείο Μόσχας ως μέσο άσκησης γεωστρατηγικής επιρροής στις χώρες με επικρατούσα Ορθόδοξη πληθυσμιακή πλειονότητα. Και το Πατριαρχείο Μόσχας επιχειρεί τη διάσπαση των εσωτερικών μετώπων των ποιμένων και των πιστών των λοιπών Αυτοκέφαλων Εκκλησιών με τη χρήση της ψευδο-θεολογικής και ψευδο-κανονικής προπαγάνδας 1) του δήθεν εξακολουθούντος «σχίσματος των σχισματικών αναθεματισμένων (του Φιλαρέτου) και αχειροτόνητων (του Μακαρίου)», το οποίο εκείνο προκάλεσε και διαιωνίζει με τη διαχρονική θρησκευτική και πολιτική γεωστρατηγική του, και 2) της δήθεν κοινωνίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το δήθεν εξακολουθούν «σχίσμα» αυτό. Σημειωτέον ότι το Πατριαρχείο Μόσχας, μέσω αρθρογράφων του ή απευθείας, δεν μπόρεσε να απαντήσει επαρκώς στα επιχειρήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μέσω αρθρογράφων του ή απευθείας, για τη δικαιοδοσία του πρωτόθρονου Πατριαρχείου στην Ουκρανία, με βάση τα έγγραφα του 1686 από το Ιστορικό Αρχείο της Ρωσίας και με βάση τους Ιερούς Κανόνες οι οποίοι δεν προβλέπουν την παραγραφή πατριαρχικών δικαιοδοσιών, αλλά μόνον επισκοπικών δικαιοδοσιών σε ενορίες χωριών που βρίσκονται στα όριά τους, όταν συμπληρωθούν τριάντα χρόνια από την αυθαίρετη κατάληψή τους από πλησιόχωρο επίσκοπο. Από τη σύγκριση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων προέκυψε ότι το Πατριαρχείο Μόσχας διέπραξε το κανονικό αδίκημα της εισπήδησης στην Ουκρανία, η οποία αποτελεί κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μέσω της παραβίασης των όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1686 του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
5. Εκτός ορίων εκκλησιαστικής και κοσμικής ηθικής προπαγάνδα του Πατριαρχείου Μόσχας
για την αμφισβήτηση της ηγεσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου την οποία έχει με βάση του Ιερούς Κανόνες, εμφανίζοντάς το παραπλανητικά ως δήθεν πηγή δημιουργίας προβλημάτων στις διορθόδοξες σχέσεις και ειδικότερα ότι δήθεν κοινωνεί με «ακοινώνητους σχισματικούς της Ουκρανίας», δηλαδή τα μέλη της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, την οποία μέχρι στιγμής αναγνωρίζουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το δευτερόθρονο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και τη Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτή η πέμπτη κατεύθυνση πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας αναδύεται σαφώς από τη δήλωση του Βολοκολάμσκ κατά την οποία «(ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, αφού η Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη διαχρονική της πολιτική της αμφισβήτησης της ιεραρχικής τάξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποφεύγει να αποκαλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά τον αποκαλεί ως Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, και μάλιστα μερικοί αρθρογράφοι του περιφρονητικά ως Πατριάρχη της Ινστανμπούλ) δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει στην επίλυση της σύγκρουσης που δημιούργησε ο ίδιος. Είναι κομμάτι της διαμάχης. Έτσι, είναι απαραίτητο για όλους μας να λύσουμε τα προβλήματα που δημιουργούνται από εκείνον». Τα μέλη της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας θεωρούνται από το Πατριαρχείο Μόσχας ως δήθεν «σχισματικοί», υπό το πρίσμα και για την πραγμάτωση της πολιτικο-θρησκευτικής του θεωρίας και ιδεολογίας της ενότητας τριπλής Ρωσίας, της Μεγάλης Ρωσίας (Ρωσικής Ομοσπονδίας), της Μικρής Ρωσίας (Ουκρανίας) και της Λευκής Ρωσίας (Λευκορωσίας), δεδομένου ότι η ίδια Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν είναι φιλορωσική, αλλά φιλοδυτική από πλευράς προσανατολισμού της Ουκρανίας στον πολιτικό, γεωστρατηγικό και στρατιωτικό τομέα. Η θεωρία και ιδεολογία αυτή έχει κατ’ επέκταση ως σκοπούς την ανάληψη της ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη δημιουργία γεωστρατηγικού τόξου ορθόδοξων χωρών υπό την ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, και προς ανάσχεση της φατρίας των τεσσάρων (4) Προκαθημένων, Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας και Τσεχίας-Σλοβακίας και της πολιτικής του Πατριαρχείου Μόσχας, την οποία, όπως φαίνεται από το αρχικό της στάδιο, εκτελεί το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για αντικατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την ηγεσία Πανορθόδοξης Συνόδου την οποία έχει με βάση τους Ιερούς Κανόνες, απαιτείται η άμεση σύγκληση είτε της κανονικής Πανορθόδοξης Συνόδου είτε της κανονικής Συνόδου των Προκαθημένων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ημερήσια διάταξη την οποία εκείνο, με τη σοφή του κρίση, μπορεί να καθορίσει. Στην ημερήσια αυτή διάταξη, πάντως, πρέπει ενημερωτικά να αντιπαραβληθούν τα κανονικά επιχειρήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εκείνα του Πατριαρχείου Μόσχας, όπως αυτά διατυπώθηκαν από εκατέρωθεν συνοδικές αποφάσεις και δηλώσεις και από κείμενα αρθρογράφων τους. Στην Πανορθόδοξη Σύνοδο υπό την κανονική ηγεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν πρέπει να κληθούν οι παραπάνω τέσσερις Προκαθήμενοι, οι οποίοι είναι σαφές ότι διέπραξαν απόπειρα φατρίας σε βάρος της ιεραρχικής τάξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκτός αν προβούν σε δημόσιες δηλώσεις ειλικρινούς μετάνοιάς τους.
*καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω και θεολόγου