Το Μακεδονικό ζήτημα είναι από αυτά που επιβεβαιώνουν ότι πολλές φορές η ιστορία βαραίνει πάνω στις επιλογές και τις σκέψεις των ανθρώπων.
Η αφετηρία του βρίσκεται στην κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Την εποχή εκείνη η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας η περιοχή της Μακεδονίας, που συνιστά μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε ελληνόφωνους, τουρκόφωνους, σλαβόφωνους και αλβανόφωνους πληθυσμούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, όπως και μεγάλο αριθμό Εβραίων, κατά κύριο σεφαραδιτών.
Η ιδιαίτερη συνθήκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεπε σε αυτούς τους πληθυσμούς, κατά βάση αγροτικούς, να διατηρούν γλωσσική και εθνοτική ταυτότητα, να αναφέρονται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και να ορίζονται με βάση το θρήσκευμα.
Την ίδια στιγμή, γύρω από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας αναπτύσσονται τα μεγάλα εθνικά κινήματα των Βαλκανίων. Ελλάδα και Βουλγαρία θα διατυπώσουν συγκρουόμενες αξιώσεις και αφηγήσεις για την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
Επίδικο αυτών των αξιώσεων και οι συμπαγείς σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Ο βουλγαρικός εθνικισμός επένδυε στη γλωσσική συνάφεια και την κοινή σλαβική καταγωγή, ο ελληνικός εθνικισμός στην ορθοδοξία και το ομόδοξο.
Εάν η Ελλάδα έχει το στόχο της «Μεγάλης Ιδέας», η Βουλγαρία έχει το στόχο της «Μεγάλης Βουλγαρίας», με πρόσβαση στο Αιγαίο, όπως αυτός αποτυπώθηκε πρόσκαιρα στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που θα ορίσει τις Βουλγαρικές αξιώσεις μέχρι και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο «Μακεδονικός Αγώνας» σε μεγάλο βαθμό αφορούσε το πώς θα προσεταιρίζονταν αυτούς τους σλαβόφωνους πληθυσμούς οι δύο χώρες στον ανταγωνισμό τους. Αυτό αφορούσε και την εκκλησία και την εκπαίδευση. Ήταν η μάχη του παπά και του δασκάλου στα χωριά.
Η διαπάλη των εθνικισμών
Εκείνη ακριβώς την ταραγμένη περίοδο, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας υπάρχουν σημαντικοί σλαβόφωνοι πληθυσμοί που γλωσσικά ή πολιτισμικά δεν εντάσσονταν σε κάποια από τις ήδη υπάρχουσες, αναδυόμενες «εθνικές αφηγήσεις». Είναι οι «Μακεντόν Ορτοντόξ» που αναφέρει ο Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», που δεν δηλώνουν ούτε Βούλγαροι ούτε Έλληνες.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα αναδύεται έτσι και ένα «μακεδονικό» εθνικό αίτημα. Τότε –το 1893– ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, στους κόλπους της οποίας κυριαρχεί ένταση ανάμεσα στη μερίδα που υπηρετεί τις βουλγαρικές επιδιώξεις και στη μερίδα που υποστηρίζει το σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες».
Η Οργάνωση διεξάγει ανταρτοπόλεμο κατά των Οθωμανών, ο οποίος κορυφώνεται με την εξέγερση του Ίλιντεν (δηλαδή της «ημέρας του Προφήτη Ηλία), κυρίως στο βιλαέτι του Μοναστηρίου αλλά με επιμέρους συγκρούσεις που απλώνονται από τα Σκόπια ως την Κλεισούρα. Η Δημοκρατία του Κρουσόβου, που ιδρύουν οι επαναστάτες, διαρκεί για λίγες μόνο μέρες, καθώς την εξέγερση την καταπνίγει ο οθωμανικός στρατός – όμως η εξέγερση αποτελεί μέχρι σήμερα σημαντικό κεφάλαιο του «μακεδονικού» εθνικισμού, περιτυλιγμένο με τη σειρά του με τους αντίστοιχους εθνικιστικούς μύθους.
Στην πραγματικότητα, ο «μακεδονικός» εθνικισμός κυρίως συγκροτήθηκε σε αντιδιαστολή προς δύο άλλους εθνικισμούς, τον ελληνικό και τον βουλγαρικό, με τις συνθήκες να είναι στην πράξη ιδιαίτερα σύνθετες. Αυτό σήμαινε και μια εσωτερική διαίρεση εντός του «μακεδονικού κινήματος» ανάμεσα σε βουλγαρόφιλους και οπαδούς της ανεξαρτησίας, όπως και φαινόμενα σλαβοφώνων που στρατεύονταν με τις ελληνικές επιδιώξεις.
Πάντως, στο κλίμα που αναπτύσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδίως μετά και την επανάσταση των Νεότουρκων, διαμορφώνεται ένα αίτημα για μια δημοκρατική πολυεθνική Μακεδονία, ενώ μερίδες του κινήματος συναντιούνται και με σοσιαλιστικές ή αναρχικές ιδέες.
Την ίδια ώρα και η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν εμπλακεί σε μια πραγματική «μάχη των στατιστικών» για να αποδείξουν ότι τα δημογραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα δικαίωναν τις διεκδικήσεις τους.
Βέβαια, τελικά, όπως συμβαίνει συχνά στα Βαλκάνια, τα σύνορα τα χάραξαν στο τέλος οι συσχετισμοί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ το ζήτημα των πληθυσμιακών αναλογιών θα επιλυθεί σε ό,τι αφορά το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, με την ανταλλαγή πληθυσμών μετά το 1922 που διαμόρφωσε μια συμπαγή ελληνική πλειοψηφία.
Το ζήτημα των σλαβόφωνων
Ωστόσο, την ίδια στιγμή παρέμεινε στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας ένας σημαντικός αριθμός σλαβόφωνων. Μάλιστα, στο βαθμό που υπήρχε και η διαρκής βουλγαρική διεκδίκηση, για ένα διάστημα ήταν το ελληνικό κράτος που προσπάθησε να καλλιεργήσει και «μακεδονική» συνείδηση (σε αντιδιαστολή προς τη βουλγαρική), συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης το 1925 και σχετικού αλφαβητάριου, του Abecedar.
Για ένα διάστημα η Κομμουνιστική Διεθνής στη δεκαετία του 1920 θα έχει μια τοποθέτηση για ανεξάρτητη Μακεδονία στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η τοποθέτηση αυτή που αντανακλούσε κυρίως μια αντίληψη «πολιτικής αρχών» ενάντια σε όλους εθνικισμούς θα καθίσταται σταδιακά ανεδαφική.
Το ΚΚΕ θα την εγκαταλείψει στη δεκαετία του 1930 αποδεχόμενο ότι η πληθυσμιακή κατανομή που είχε διαμορφωθεί μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δικαιολογούσαν μια θέση μόνο για τα δικαιώματα μειονότητας. Βέβαια, στο μεταξύ το ΚΚΕ θα έχει σημαντικό κόστος από την αρχική του θέση.
Όμως, στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί θα υφίστανται σημαντική καταπίεση, ιδίως στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά όταν εγκαταλείπονται οι πρακτικές του προσεταιρισμού και της προσπάθειας ήπιας αφομοίωσης προς όφελος πολιτικών που επιδιώκουν τον βίαιο και άνωθεν επιβαλλόμενο εξελληνισμό.
Αλλάζουν τα ονόματα των χωριών, αλλάζουν τα ονόματα των κατοίκων, απαγορεύεται και διώκεται η χρήση της σλαβομακεδονικής γλώσσας. Ένα σημαντικό μέρος του κρατικού μηχανισμού και τότε και αργότερα στρατεύεται στην επιτήρηση των σλαβόφωνων.
τομή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλάζει ριζικά τα δεδομένα. Στη Γιουγκοσλαβία δρα υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών ένα μεγάλο και τελικά νικηφόρο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, που προτείνει μια διαφορετική ομοσπονδιακή λύση για τη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία και συμπεριλαμβάνει το αίτημα για μακεδονική ομόσπονδη δημοκρατία.
Στην Ελλάδα οι σλαβομακεδόνες στρατεύονται στο πλευρό του ΕΑΜ και το ΚΚΕ διατυπώνει αιτήματα υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους ως μειονότητα.
Παρότι στην Ελλάδα συχνά υποστηρίζουμε ότι ο «μακεδονικός εθνικισμός» είναι ένα δημιούργημα του Τίτο, η πραγματικότητα είναι ότι ξεκινάει από παλαιότερα. Ως εθνικό αίτημα και ιδεολογία, , προηγήθηκε της διαμόρφωσης της Γιουγκοσλαβίας.
Η τομή που φέρνει ο Τίτο και οι γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές είναι ότι διαμορφώνουν για αυτόν τον εθνικισμό ένα «εθνικό κέντρο», μια κρατική υπόσταση, έστω και ως ομόσπονδη δημοκρατία.
Στον βαθμό, βέβαια, που στο πλαίσιο της πορείας προς τη σοσιαλιστική Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία κατοχυρώνεται για πρώτη φορά η ύπαρξη «μακεδονικού εθνικού κέντρου», αυτό βγάζει στο προσκήνιο και όλες τις σχετικές αντιφάσεις, τις διεκδικήσεις, τους χάρτες για την ενιαία Μακεδονία, κατά τρόπο ανάλογο με κάθε εθνικό κίνημα που αναδυόταν.
Τα τραύματα του Εμφυλίου
Ο Εμφύλιος είναι άλλη μια τομή σε αυτή την εξέλιξη. Τα πεδία των μαχών συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με περιοχές όπου κατοικούν σλαβομακεδόνες. Με νωπή την ανάμνηση των προπολεμικών διακρίσεων, οι σλαβομακεδόνες στρατεύονται σε μεγάλους αριθμούς στο Δημοκρατικό Στρατό. Σε μια κρίσιμη στιγμή, το 1949 το ΚΚΕ επανέρχεται στη θέση για «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» στη Μακεδονία, θέση που σύμφωνα με τους ιστορικούς πρέπει να αποδοθεί στις δυσκολίες στο πεδίο των μαχών, την οποία και αργότερα εγκαταλείπει, αν και για χρόνια θα επανέρχεται ως κατηγορία από βασιλικούς επιτρόπους και στρατοδίκες στα μετεμφυλιακά χρόνια.
Με το τέλος του Εμφυλίου ένας μεγάλος αριθμός σλαβομακεδόνων περνάει τα σύνορα προς τη Γιουγκοσλαβία. Θα είναι οι μόνοι πολιτικοί πρόσφυγες που θα στερηθούν αργότερα το δικαίωμα επαναπατρισμού στην Ελλάδα.
Οι μεταπολεμικές εξελίξεις
Μεταπολεμικά, η ύπαρξη ενός της Λαϊκής και αργότερα Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, σήμαινε ότι για πρώτη φορά ο «μακεδονικός» εθνικισμός είχε κρατικό κέντρο, μπορούσε να καλλιεργεί τη γλώσσα και την ιδιαίτερη ταυτότητα, αλλά και να μπορεί να προβάλλει ακόμη και «αλυτρωτικά» αιτήματα, με τους χάρτες που περιλάμβαναν όλη τη γεωγραφική Μακεδονία.
Όμως, στο πλαίσιο των ψυχροπολεμικών ισορροπιών, οι ελληνικές κυβερνήσεις επεδίωξαν καλές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις των υπόλοιπων δυτικών χωρών. Η ύπαρξη ομόσπονδης δημοκρατίας με το όνομα Μακεδονία δεν αντιμετωπιζόταν ως ιδιαίτερο πρόβλημα, ιδίως από τη στιγμή που είχε υπάρξει και η στέρηση ιθαγένειας για όσους πέρασαν τα σύνορα.
Η Ελλάδα διαμήνυε διαρκώς προς τη Γιουγκοσλαβία ότι δεν μπορεί να τεθεί ξανά θέμα «Μακεδονικού» αλλά και ταυτόχρονα θεωρούσε ότι όσο υπάρχει η ενιαία Γιουγκοσλαβία δεν ετίθετο ζήτημα.
Όμως, στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι σλαβόφωνοι έγιναν ένας πληθυσμός υπό επιτήρηση, στον οποίοι απαγορευόταν η χρήση της γλώσσας του ακόμη και σε τραγούδια. Για χρόνια στα πανηγύρια μουσικές παίζονταν και τραγούδια χορεύονταν χωρίς τα λόγια.
Για πολλές δεκαετίες θα υπάρξει ένας μηχανισμός που βασικό του αντικείμενο θα έχει την καταγραφή των δραστηριοτήτων και την επιτήρηση. Κάπου εκεί εγκαταλείπεται και η χωριστή καταγραφή των σλαβόφωνων στις απογραφές.
Είναι γεγονός ότι σε όλη την περίοδο που συζητάμε η κυρίαρχη εκδοχή «μακεδονικού» εθνικισμού, όπως κωδικοποιείται στη Γιουγκοσλαβία, αναφέρεται σαφώς σε ένα σλαβικό λαό, χωρίς αναφορές στην αρχαία Μακεδονία, τον Μεγαλέξανδρο κ.λπ.
Όμως, σταδιακά και κυρίως από τη δεκαετία του 1980, το Μακεδονικό γίνεται και υπόθεση και των κοινοτήτων της διασποράς. Μάλιστα, μεγάλο μέρος από την όλη εικόνα διεκδίκησης της καταγωγής από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και την αρχαία Μακεδονία προέρχεται κυρίως από εκεί.
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση εμφανίζεται και στη Βόρεια Ελλάδα μια νεότερη γενιά η οποία διεκδικεί την ταυτότητα του έλληνα πολίτη που ομιλεί πέραν των ελληνικών και «μακεντόνσκι» και αυτοπροσδιορίζεται ως «γηγενής μακεδόνας». Είναι απαρχές συλλογικοτήτων όπως η «Μακεδονική Στέγη Πολιτισμού» και αργότερα του κόμματος «Ουράνιο Τόξο»
Ωστόσο, η πάγια ελληνική θέση θα είναι ότι «(σλαβο)μακεδονική μειονότητα» δεν υφίσταται, έστω και εάν σταδιακά και κυρίως από τη δεκαετία του 2000 και μετά θα γίνεται περισσότερο αποδεκτό ότι μπορεί κάποιοι να μιλούν το «ιδίωμα» ή ότι κάποια χωριά έχουν κυρίως «γηγενείς», ή ότι τα τραγούδια μπορούν να τραγουδιούνται και με τους στίχους.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η πρόκληση για την Ελλάδα
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί τη μεγάλη τομή και τη μεγάλη ανατροπή. Η βασική συνθήκη που καθησύχαζε την ελληνική πλευρά, δηλαδή η ύπαρξη μιας ενιαίας γιουγκοσλαβικής κρατικής οντότητας, έπαυε να ισχύει.
Με το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου και με ένα ερώτημα προσεκτικά διατυπωμένο εφόσον περιλάμβανε και το ερώτημα της ανεξαρτησίας αλλά και την προοπτική μιας νέας ομόσπονδης μορφής («Είστε υπέρ μιας κυρίαρχης και ανεξάρτητης Μακεδονίας, με δικαίωμα να συνάψει συμμαχίες με τα κυρίαρχα κράτη της Γιουγκοσλαβίας;»), προκύπτει για πρώτη φορά «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η εξέλιξη αυτή ενεργοποιεί την αντίδραση της ελληνικής πλευράς.
Στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στο έκτακτο Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ, συμφωνήθηκε η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, εφόσον παρείχαν εγγυήσεις ότι «δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις κατά γειτονικού κράτος» και «δεν θα διεξάγουν εχθρική προπαγάνδα συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης ονομασίας που συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις».
Η μαζική αντίδραση εκφράζεται με τα μεγάλα συλλαλητήρια, ξεκινώντας από το αυτό της Θεσσαλονίκης στις 14 Φεβρουαρίου του 1992. Η μαζικότητα των συλλαλητηρίων διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα δεσμευτικό πλαίσιο για τα πολιτικά κόμματα.
Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης αναζητά κάποια διέξοδο ενός συμβιβασμού με εγγυήσεις, όμως έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της ΝΔ την αντίθεση του Αντώνη Σαμαρά και εκτός ΝΔ την άρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου να στηρίξει οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση.
Το «ανακοινωθέν της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών»
Στο σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 13 Απριλίου 1992, οι ταλαντεύσεις είναι πάρα πολύ έντονες. Τελικά βγαίνει το περίφημο ανακοινωθέν που αναφέρει ότι «η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ, συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν υπάρχει η λέξη Μακεδονία».
Με δεδομένο αυτή τη θέση αλλά και την κατάσταση στο εσωτερικό του κόμματός του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναγκάζεται α ν απορρίψει προτάσεις για σύνθετη ονομασία (π.χ. Νέα Μακεδονία ή Nova Makedonija), όπως αποτυπώθηκαν στο «πακέτο Πινέιρο» ή το «Σχέδιο Βάνς-Όουεν».
Tο εμπάργκο και η Ενδιάμεση Συμφωνία
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Μητσοτάκη διάλεξε μια πιο επιθετική στάση. Στις 16 Φεβρουαρίου 1994 η Ελλάδα κηρύσσει μονομερές εμπάργκο στην ΠΓΔΜ, εξαιτίας του προβλήματος που ανέκυψε με την ονομασία της γειτονικής χώρας.
Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει την άμεση διακοπή της λειτουργίας του ελληνικού προξενείου στα Σκόπια και της διακίνησης εμπορευμάτων από και προς τη χώρα αυτή, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. ΝΔ και ΠΟΛΑΝ συμφωνούν με τα μέτρα, ενώ ΚΚΕ και Συνασπισμός εκφράζουν την αντίθεσή τους.
Η εξέλιξη αυτή πυροδοτεί ταυτόχρονα έντονες αντιδράσεις στην ΕΟΚ (προσφυγή της Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) αλλά και πυρετό διαπραγματεύσεων. Τελικά στις 13 Σεπτεμβρίου του 1995 υπογράφεται στη Νέα Υόρκη από τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδος και ΠΓΔΜ, Κάρολο Παπούλια και Στέβκο Τσερβένκοφσκι, η «Ενδιάμεση Συμφωνία».
Βασικά της σημεία: 1) οι δύο πλευρές αποδέχονται τα υπάρχοντα σύνορά ως απαραβίαστα και δηλώνουν ότι σέβονται αμοιβαία την εδαφική τους ακεραιότητα, 2) η Ελλάδα θα αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ μόλις η συμφωνία τεθεί σε ισχύ και οι δύο χώρες θα δημιουργήσουν γραφεία συνδέσμου στις πρωτεύουσες τους, 3) η ΠΓΔΜ θα προχωρήσει σε αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της, 4) η ΠΓΔΜ θα διακηρύξει ότι το Σύνταγμά της δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους ή ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, 5) οι δύο πλευρές θα εργαστούν για την ελεύθερη διακίνηση προσώπων και αγαθών μεταξύ των δύο χωρών και η Ελλάδα θα άρει το εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ.
Για την ιστορία από το 1994 δραστηριοποιείται για την επίλυση του θέματος ο Μάθιου Νίμιτς.
Η ενδιάμεση συμφωνία θα ορίσει ένα πλαίσιο διμερών σχέσεων για αρκετά χρόνια ακόμη. Επέτρεπε την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων, τις ελληνικές επενδύσεις αλλά και τις επισκέψεις ελλήνων στη γειτονική χώρα, την ίδια ώρα που σταδιακά οι περισσότερες χώρες την αναγνώριζαν ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Από την Συμφωνία της Αχρίδας στην κυριαρχία του VMRO
Η ίδια η ΠΓΔΜ έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου το 2001 όταν κορυφώθηκαν σε ένοπλη σύγκρουση οι αντιπαραθέσεις με την αλβανική μειονότητα. Τότε τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ αλλά και η ελληνική κυβέρνηση θα σπεύσουν να στηρίξουν την ακεραιότητα της ΠΓΔΜ και τις προβλέψεις της Συμφωνίας της Οχρίδας.
Την ίδια στιγμή, παρότι τυπικά οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν και ο κ. Νιμιτς επανέφερε κατά καιρούς τις προτάσεις του, εντούτοις, τόσο η κυβέρνηση Σημίτη όσο και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήταν διατεθειμένες να αποδεχτούν το κόστος ενός συμβιβασμού, παρότι το πλαίσιό του ήταν στην πραγματικότητα γνωστό και αφορούσε αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό».
Την ίδια στιγμή μετά το 2007 ξεκινάει η κυριαρχία του VMRO στην πολιτική σκηνή της ΠΓΔΜ, με κεντρικό πρόσωπο τον Νικόλα Γκρούεφσκι. Το συγκεκριμένο κόμμα επενδύει σε μια εθνικιστική ρητορική, θέτει τους στόχους της ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ και ευθύνεται για μεγάλο μέρος του εθνικιστικού προγονόπληκτου κιτς που θα εμφανιστεί στη γειτονική χώρα.
Το βέτο στο Βουκουρέστι
Η σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 με την ελληνική άρνηση για εισδοχή της ΠΓΔΜ πριν την επίλυση του θέματος του ονόματος είναι η επόμενη καμπή. Ταυτόχρονα, ορίζει τη στιγμή όπου η «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό» και η επιμονή στο μία ονομασία για όλες τις χρήσης (έναντι όλων «erga omnes») γίνεται η επίσημη ελληνική θέση.
Ωστόσο, δεν είναι και εύκολο να περάσει μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως από τη στιγμή που όπως και να ερχόταν για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θα αντιμετωπιζόταν ως ενδοτικότητα και υποχώρηση.
Στο μεταξύ η ΠΓΔΜ προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εναντίον της Ελλάδας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μέσα από το ελληνικό βέτο για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Στις 5 Δεκεμβρίου του 2011, με ψήφους 15 προς 1 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία ασκώντας βέτο στην εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, παραβίασε την υποχρέωσή της βάσει του άρθρου 11, παρ.1, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Ωστόσο, η Ελλάδα είναι πια βαθιά μέσα στη Μνημόνια και την κοινωνική και πολιτική κρίση και το θέμα δεν βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν άλλες προτεραιότητες.
Η πολιτική αλλαγή στην ΠΓΔΜ και η πορεία προς τη Συμφωνία των Πρεσπών
Στο μεταξύ στην ΠΓΔΜ οι μεγάλες διαμαρτυρίες του 2015 και του 2016 ανοίγουν μια περίοδο πολιτικής κρίσης και αμφισβητούν την πολιτική κυριαρχία του VMRO που κατηγορείται για εκτεταμένη διαφθορά. Στις εκλογές του 2016 υποχωρεί το VMRO και ανεβαίνει η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση του σημερινού πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ. Ξεκινά μια περίοδος πολιτικής κρίσης που κλείνει με την εκλογή του Ζάεφ στην πρωθυπουργία σις 31 Μαΐου 2017 σε συνασπισμό με τα αλβανικά κόμματα.
Η νέα κυβέρνηση είναι πιο διατεθειμένη για διαπραγματεύσεις για την είσοδο στο ΝΑΤΟ, κάτι που αντιστοιχεί και στις αμερικανικές επιδιώξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο ξεκινούν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, που καταλήγουν σε ένα πρώτο πλαίσιο συμφωνίας. Αρχές Ιανουαρίου 2018 ο Νίκος Κοτζιάς δημόσια ενημερώνει ότι είμαστε σε φάση διαπραγματεύσεων για επίτευξη συμφωνίας εκκινώντας την «επίσημη» διαπραγμάτευση που καταλήγει στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας είναι:
Η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία».
Η απαλοιφή αναφορών στο Σύνταγμα της «Βόρειας Μακεδονίας» σε προστασία μειονοτήτων στο εξωτερικό.
Η αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» αλλά ως σλαβικής γλώσσας.
Αποδοχή της «μακεδονικής ιθαγένειας» αλλά με ρητή αναφορά ότι ο λαός αυτής της χώρας δεν σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η μεταβατική διαδικασία για την προσαρμογή των εσωτερικών εγγράφων στη νέα ονομασία.
Η συμφωνία πρώτα θα εγκριθεί στο δημοψήφισμα, στη συνέχεια θα αποκτήσει θεσμική υπόσταση στη γειτονική χώρα και στο τέλος θα επικυρωθεί και από την ελληνική πλευρά.