Τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών
απαξιώνουν την αλήθεια
και προετοιμάζουν για την αποδοχή της πλάνης.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η παιδεία έχει άμεση σχέση με την αλήθεια, καθόσον είναι ταγμένη να ικανοποιή μία βαθύτατη επιθυμία του ανθρώπου, αυτήν της αναζήτησης της αλήθειας. Αυτή η τόσο κοινότοπη και καθολική αλήθεια περιφρονείται προκλητικά από τους εμπνευστές, τους συγγραφείς και τους έχοντες την πολιτική βούληση για την επιβολή της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών μέσω των νέων βιβλίων.
Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από ικανά σημεία του περιεχομένου του συνόλου των βιβλίων. Αρκούν κάποιες χαρακτηριστικές επισημάνσεις.
Ας λάβουμε ως παράδειγμα από το βιβλίο (φάκελο) των Θρησκευτικών της Β΄ Γυμνασίου τη θεματική ενότητα, που αναφέρεται στην ταυτότητα του Προσώπου του Ιησού Χριστού με γενικό τίτλο, «Ποιός είναι ο Θεός των χριστιανών; «Τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι;». Ακόμη και αυτός ο τίτλος απομακρύνει από τον προσανατολισμό να αναζητηθή ο μόνος αληθινός Θεός, και παραπέμπει στην αντίληψη ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι ένας από τους πολλούς θεούς των διαφόρων Θρησκειών.
Η ταυτότητα του Ιησού Χριστού, όπως αυτή συμπεραίνεται στην Εκκλησία από το πώς ο ίδιος αυτοαποκαλύπτεται με τις θεοφάνειες και από το πώς μαρτυρούν γι’ αυτόν αυθεντικοί και έγκυροι αυτόπτες μάρτυρες, τον εμφανίζει ως τέλειο Θεό, και μάλιστα τον μόνο αληθινό Θεό, ο οποίος έγινε και τέλειος άνθρωπος, όμοιος κατά πάντα με εμάς, εκτός από την αμαρτία.
Στην αναφερθείσα θεματική ενότητα προτάσσεται μία εισαγωγή με σειρά ερωτημάτων για τον Ιησού Χριστό, τα οποία πρόκειται να απαντηθούν στην ανάπτυξη που ακολουθεί. Οι συγγραφείς ξεκινούν την ανάπτυξη με την παράθεση της γνώμης διαφόρων προσώπων για τον Ιησού Χριστό, συνεχίζουν με κείμενα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, από αρχαίους έλληνες συγγραφείς και από μουσουλμανικά βιβλία.
Επιλέγονται με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια πέντε επώνυμα πρόσωπα της εποχής του Χριστού και πέντε της δικής μας εποχής.
Από την εποχή του Χριστού προβάλλονται οι γνώμες του Νικοδήμου, κρυφού μαθητού του Χριστού, του Πιλάτου, ρωμαίου πολιτικού διοικητού, ο οποίος, παρ̉ όλον ότι αναγνώρισε την αθωότητα του Χριστού, τον καταδίκασε σε θάνατο, του λατίνου ιστορικού Τάκιτου, του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου, οι οποίοι είναι εντελώς αδιάφοροι για το ποιος πράγματι υπήρξε ο Ιησούς, αλλά απλώς καταγράφουν την παρουσία του στην εποχή τους, και του ειδωλολάτρη φιλοσόφου Κέλσου, σφοδρού πολέμιου του Ιησού Χριστού, φθάνοντας στο σημείο να τον χαρακτηρίση ως μάγο και απατεώνα.
Από τους συγχρόνους μάρτυρες, που προβάλλονται, οι δύο είναι αλλόθρησκοι, ο ινδουιστής Μαχάτμα Γκάντι, και ο εβραίος και επίσημος σιωνιστής για ένα διάστημα, Μάρτιν Μπούμπερ, ο ένας ετερόδοξος, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, υποστηρικτής των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας το 1999, και δύο βαπτισμένοι Ορθόδοξοι, ο Τάσος Λειβαδίτης, ποιητής με έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της Αριστεράς, και ο Νίκος Καζαντζάκης, ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο τελευταίος πειρασμός», με το οποίο βλασφημείται ακατανόμαστα το όνομα και το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Αν είναι δυνατόν με αυτή τη σύνθεση των μαρτύρων να οδηγηθή κάποιος στην αλήθεια για την ταυτότητα του Προσώπου του Ιησού Χριστού! Πόσο μάλλον όταν η Ορθόδοξη Παράδοση θέλει τους αυθεντικούς και έγκυρους μάρτυρες με κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Τα κείμενα της Αγίας Γραφής, ακόμη και αυτό της ομολογίας του αποστόλου Πέτρου για τον Ιησού Χριστό, «Συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος» (Μτθ. 16,16), που παρατίθενται, από μόνα τους, χωρίς την ερμηνεία των θεοπνεύστων Πατέρων της Εκκλησίας, δεν μπορούν να εκφράσουν ολοκληρωμένη την αλήθεια για το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτά τα ίδια κείμενα είναι αποδεκτά από διάφορες προτεσταντογενείς αιρέσεις, όπως αυτή των Μαρτύρων του Ιεχωβά, η οποία αποδεδειγμένα έχει πλανεμένη αντίληψη για το Πρόσωπο του Χριστού. Επομένως η απλή παράθεσή τους δεν σημαίνει ότι με αυτά μαρτυρείται η πραγματική ταυτότητα του Κυρίου, όταν μάλιστα παράλληλα παρατίθενται κείμενα των Μωαμεθανών, χωρίς κανένα σχολιασμό διακρίσεως.
Τα κείμενα από το Κοράνιο και τις Χαντίθ, όχι μόνον δεν διαφωτίζουν το ζήτημα της πραγματικής ταυτότητας του Ιησού Χριστού, αλλά το συσκοτίζουν περισσότερο.
Είναι απαραίτητο επίσης να επισημάνουμε ότι σε όλες τις μαρτυρίες των παραπάνω προσώπων δεν γίνεται καμία αναφορά στο αρχικό και ουσιαστικό ερώτημα, «Ποιος είναι ο Θεός των χριστιανών;», δηλαδή, ποια είναι η ταυτότητα του Ιησού Χριστού, εάν είναι ή δεν είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Όλες οι αναφορές είναι σχετικές με την ηθική διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Κι αυτή τη διδασκαλία οι συγγραφείς του βιβλίου δεν την προβάλλουν στο πνευματικό πλαίσιο του ήθους, που δίδαξε και παρέδωσε ο Χριστός, το οποίο έχει άμεση σχέση με τις δογματικές αλήθειες που αποκάλυψε ο ίδιος. Αντίθετα τη χρησιμοποιούν αποσπασματικά στο πλαίσιο της επικρατούσας κοσμικής ηθικής φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα υποτάσσουν την ηθική διδασκαλία του Χριστού στην θεωρούμενη από τον κόσμο αναντίρρητη αρχή της λεγομένης «πολιτικής ορθότητας» (politicalcorrectness), δηλαδή της απολυτοποίησης, της θρησκειοποίησης της πολιτικής φιλοσοφίας και της σχετικοποίησης της αποκεκαλυμμένης χριστιανικής αλήθειας.
Η δουλική υποταγή των συγγραφέων των νέων βιβλίων των Θρησκευτικών στην «πολιτική ορθότητα» γίνεται κατάδηλη και από δύο ακόμη σοβαρές λεπτομέρειες, που ανιχνεύονται σε διάφορα σημεία των βιβλίων. Οι εν λόγω συγγραφείς αποφεύγουν με επιμέλεια να χρησιμοποιήσουν τη λέξη αμαρτία, επειδή προφανώς δεν είναι συμβατή με την «πολιτική ορθότητα». Σε κάθε περίπτωση την αντικαθιστούν με τη λέξη «λάθος». Και όταν ελάχιστες φορές αναγκάζονται να την παραθέσουν τη θέτουν μέσα σε εισαγωγικά. Όμως, εκτός από του ότι υποτιμούν τη θεόπνευστη γραπτή και προφορική Ιερή Παράδοση, η οποία έχει καθιερώσει τον όρο αμαρτία, αλλοιώνουν και το περιεχόμενο της πραγματικής της έννοιας, η οποία παραπέμπει στην αποξένωση του ανθρώπου από τον αληθινό Θεό και στην τελική αστοχία για τη σωτηρία, και όχι απλώς σε ένα ανθρώπινο λάθος, που αφορά προσωρινά μόνον τον ίδιο και κάποιους συνανθρώπους του.
Επίσης έχουν οι ίδιοι εξαλείψει τελείως στα κείμενα των βιβλίων έναν άλλον όρο, ο οποίος αφειδώλευτα χρησιμοποιείται στην Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και στην ευρύτερη Γραμματεία, τον όρο αίρεση. Έφθασαν στο σημείο να χαρακτηρίζουν τις γνωστές σε όλους μας αιρέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά και των Πεντηκοστιανών ως «θρησκευτικές κοινότητες»! Ο όρος αυτός είναι αδόκιμος για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι ούτε την ιστορία, ούτε την ταυτότητά τους εκφράζει. Οι ομάδες αυτές ούτε από κάποια θρησκεία προήλθαν, ούτε τα δόγματά τους έχουν σχέση με τα δόγματα κάποιας από τις γνωστές θρησκείες. Προήλθαν από διαδοχικές αποσχίσεις από την Εκκλησία και τα δόγματά τους είναι τα δόγματα της Εκκλησίας διαστρεβλωμένα. Γι̉ αυτό δεν υπάρχει καλύτερος και εκφραστικώτερος όρος από τον όρο αίρεση, που σημαίνει επιλογή της διεστραμμένης χριστιανικής αλήθειας.
Τέλος εκείνο, που ύπουλα και στοχευμένα αδικεί την αλήθεια, είναι η παράλληλη παράθεση προσώπων, συμβόλων, βιβλίων, εικόνων, προσευχών, εορτών, δογμάτων, ηθών και εθίμων της Ορθοδοξίας, των αιρέσεων και των θρησκειών, χωρίς καμία διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη, και χωρίς καμία ενθάρρυνση προς τους μαθητές να αναζητήσουν την αλήθεια. Αντίθετα, σύμφωνα με το γενικό πνεύμα της αλληλοκατανόησης, οι μαθηταί προσανατολίζονται να κατανοήσουν και να αποδεχθούν το «διαφορετικό», ανεξάρτητα εάν αυτό είναι αληθινό ή ψεύτικο.
Διερωτάται κάποιος, εάν οι υποστηρικταί των ως άνω βιβλίων θα αποδέχονταν να διδαχθή στα δημόσια σχολεία μία θεματική ενότητα στην Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή με θέμα τα καθεστώτα διακυβέρνησης των κοινωνιών, στην οποία θα είχαν παρατεθή δίπλα δίπλα τα γνωστά καθεστώτα, Δημοκρατία, Βασιλεία, Απολυταρχία, Δικτατορία, Φασισμός, με θετικά μόνον χαρακτηριστικά για το καθένα, χωρίς καμία πρόθεση να διακριθή η αλήθεια, αλλά με γενική καλλιέργεια των μαθητών να συνηθίσουν να κάνουν αποδεκτό το «διαφορετικό»!
Αυτή η βασική φιλοσοφία του συγκρητισμού, που αποτελεί το υπόβαθρο της συγγραφής των νέων βιβλίων (φακέλων) των Θρησκευτικών, όχι μόνον απαξιώνει την αλήθεια, βασική και απαραίτητη παράμετρο της αληθινής παιδείας, αλλά συγχρόνως προετοιμάζει τις ανυποψίαστες παιδικές συνειδήσεις να αποδεχθούν στη δεδομένη στιγμή την πλάνη, με όλες τις τραγικές της συνέπειες.
Αν είναι δυνατόν αυτή η παιδεία να γίνη αποδεκτή από ένα συνειδητοποιημένο ορθόδοξο χριστιανό! Ποιος από τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, τους παλαιοτέρους και τους νεωτέρους, θα την αποδεχόταν; Ποιος θα την επικροτούσε; Ουδείς! Ποιος δεν θα την αντέκρουε με όλη τη δύναμη της ψυχής του; Όλοι θα την πολεμούσαν ως ασύμβατη προς την εν Χριστώ φιλοσοφία.
Ας αναλογισθούμε όλοι μας με υπευθυνότητα, ποιοί είμαστε, ποιες είναι οι ρίζες μας, ποιος ο προορισμός μας, και με αυτές τις προϋποθέσεις να αγωνισθούμε για την παιδεία που αρμόζει σε παιδιά βαπτισμένα Ορθόδοξα, απογόνους των αγίων και των μαρτύρων.
Παλαιογράτσανο 20-10-2017
Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.