Ο αιμικός σίδηρος περιέχεται σε τροφές ζωικής προέλευσης, όπως είναι το κόκκινο κρέας και άλλα ζωικά παράγωγα, ενώ ο μη αιμικός σίδηρος περιέχεται σε τροφές όπως τα φασόλια και το σπανάκι.
Νέα μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα αιμικού (ζωικού) σιδήρου στο αίμα τους, είχαν έως και 26% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2. Δεν ισχύει το ίδιο για τις φυτικές πηγές σιδήρου.
Τα ευρήματά τους βασίζονται στις διατροφικές συνήθειες 206.615 νοσηλευτών και άλλων επαγγελματιών υγείας στις ΗΠΑ που συλλέχθηκαν σε διάστημα 36 ετών.
Οι επιστήμονες εξέτασαν πόσο σίδηρο κατανάλωναν οι συμμετέχοντες και σε ποια μορφή - ολικό, αιμικό, μη αιμικό (από φυτικά τρόφιμα) και συμπληρωματικό (από συμπληρώματα).
Στη συνέχεια, συνέκριναν αυτές τις πληροφορίες με τα δεδομένα υγείας των συμμετεχόντων, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2, λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες υγείας και τρόπου ζωής.
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης τους βιολογικούς μηχανισμούς που υποστηρίζουν τη σχέση του αιμικού σιδήρου με τη νόσο, μεταξύ μικρότερων υποσυνόλων των συμμετεχόντων. Εξέτασαν μεταβολικούς βιοδείκτες πλάσματος 37.544 συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τα επίπεδα ινσουλίνης, το σάκχαρο του αίματος, τα λιπίδια του αίματος, τη φλεγμονή και δύο βιοδείκτες του μεταβολισμού του σιδήρου. Έπειτα, εξέτασαν τα μεταβολικά προφίλ 9.024 συμμετεχόντων — επίπεδα μικρομοριακών μεταβολιτών στο πλάσμα, που είναι ουσίες που προέρχονται από σωματικές διεργασίες, όπως η διάσπαση τροφών ή χημικών ουσιών.
Η μελέτη διαπίστωσε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης ζωικού σιδήρου και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Οι συμμετέχοντες στην ομάδα με την υψηλότερη πρόσληψη διέτρεχαν 26% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο σε σχέση με εκείνους που κατανάλωναν λιγότερο κόκκινο κρέας. Όπως και προηγούμενες μελέτες, οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης μη αιμικού σιδήρου και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι η υψηλότερη πρόσληψη αιμικού σιδήρου συσχετίστηκε με μεταβολικούς βιοδείκτες του αίματος που σχετίζονται με την πάθηση. Η υψηλότερη πρόσληψη ζωικού σιδήρου συσχετίστηκε με υψηλότερα επίπεδα βιοδεικτών όπως το C-πεπτίδιο, τα τριγλυκερίδια, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, η λεπτίνη και δείκτες υπερφόρτωσης σιδήρου, καθώς και με χαμηλότερα επίπεδα ευεργετικών βιοδεικτών όπως η HDL χοληστερόλη και η αδιπονεκτίνη.
«Σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες που βασίζονταν αποκλειστικά σε επιδημιολογικά δεδομένα, ενσωματώσαμε πολλαπλά στρώματα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των επιδημιολογικών δεδομένων, των συμβατικών μεταβολικών βιοδεικτών και της μεταβολομικής», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Φένγκλεϊ Γουάνγκ.
«Αυτό μας επέτρεψε μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της συσχέτισης μεταξύ της πρόσληψης σιδήρου και του κινδύνου διαβήτη τύπου 2, καθώς και των πιθανών μεταβολικών οδών που διέπουν αυτήν τη συσχέτιση» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης πάνω από δέκα μεταβολιτές του αίματος –συμπεριλαμβανομένης της L-βαλίνης, της L-λυσίνης, του ουρικού οξέος και αρκετών μεταβολιτών λιπιδίων– που μπορεί να παίζουν ρόλο στη σχέση μεταξύ της πρόσληψης ζωικού σιδήρου και του κινδύνου διαβήτη τύπου 2. Πρόκειται για συγκεκριμένους μεταβολίτες που έχουν ήδη συσχετιστεί με τη νόσο.
Τα ευρήματα εγείρουν ανησυχίες σχετικά με την προσθήκη ζωικού σιδήρου σε υποκατάστατα κρέατος για την ενίσχυση της γεύσης και της εμφάνισής τους. Αυτά τα προϊόντα γίνονται όλο και πιο δημοφιλή, αλλά οι επιπτώσεις στην υγεία απαιτούν περαιτέρω έρευνα.
«Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία των υγιεινών διατροφικών επιλογών στην πρόληψη του διαβήτη», δήλωσε ο συν-συγγραφέας Φρανκ Χου, καθηγητής Διατροφής και Επιδημιολογίας. «Η μείωση της πρόσληψης ζωικού σιδήρου, ιδιαίτερα από το κόκκινο κρέας, και η υιοθέτηση μιας πιο φυτικής διατροφής μπορεί να είναι αποτελεσματικές στρατηγικές για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη» πρόσθεσε.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature Metabolism.