Οι άνθρωποι μέσης ηλικίας που βιώνουν συχνά εφιάλτες – τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα – ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με νέα μελέτη. Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι στους οποίους παρουσιάζονται συχνά εφιάλτες, ενδέχεται να εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.
Τα ευρήματα της μελέτης ουσιαστικά συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα ύπνου συνδέονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ, την πιο συχνή μορφή άνοιας παγκοσμίως. Οι ειδικοί αντιμετωπίζουν ισχυρές ενδείξεις ότι τα έντονα αρνητικά όνειρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι.
Αυτό, όπως λένε, οδηγεί στην ανάγκη έγκαιρης λήψης προληπτικών μέτρων. Στα μέτρα αυτά συγκαταλέγονται, η υγιεινή διατροφή και η τακτική άσκηση, που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
«Αποδείξαμε για πρώτη φορά ότι οι συχνοί εφιάλτες μπορούν να συνδέονται με τον κίνδυνο άνοιας και γνωστικής έκπτωσης σε υγιείς ενήλικες του γενικού πληθυσμού», δήλωσε ο Dr. Abidemi Otaiku από το Κέντρο Υγείας του Ανθρώπινου Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ.
«Αυτό είναι σημαντικό, καθώς υπάρχουν ελάχιστοι δείκτες κινδύνου για την άνοια που μπορούν να εντοπιστούν ήδη από τη μέση ηλικία», προσθέτει.
Τα ευρήματα της μελέτης
Η μελέτη, δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, eClinicalMedicine. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από δύο μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες στις ΗΠΑ, που κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με τις συνήθειες του ύπνου τους.
Στις ερωτήσεις συμπεριλαμβάνονταν η επιλογή: “συχνή παρουσία ονείρων που προκαλούν έντονη ενόχληση και διαταράσσουν τον ύπνο”.
Αξίζει να σημειωθεί πως κανένας συμμετέχοντας δεν είχε διαγνωστεί με άνοια πριν από την έναρξη της μελέτης.
Στην πρώτη ομάδα εντάχθηκαν 605 άτομα ηλικίας 35-64 ετών, που παρακολουθήθηκαν για 9 συνεχόμενα χρόνια. Εκείνοι που ανέφεραν εβδομαδιαίους εφιάλτες είχαν τετραπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν σημαντική εξασθένηση της μνήμης και των γνωστικών τους ικανοτήτων, γεγονός που ενδέχεται να αποτελεί πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι για μελλοντική άνοια.
Στην δεύτερη ομάδα εντάχθηκαν 2.600 άτομα άνω των 80 ετών, τα οποία παρακολουθήθηκαν για 5 χρόνια. Τα άτομα που ανέφεραν τακτικούς εφιάλτες είχαν διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης άνοιας, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης.
Άνοια: Πώς σχετίζεται ο ύπνος και οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις
Τα αποτελέσματα της μελέτης ουσιαστικά επιβεβαίωσαν προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι οι διαταραχές ύπνου σχετίζονται με νευροεκφυλιστικές παθήσεις.
Για παράδειγμα, οι επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες με επιθετικό περιεχόμενο, που συνοδεύονται από σπασμωδικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου, μπορεί να αποτελούν πρώιμο σημάδι της νόσου Πάρκινσον, η οποία επίσης συνδέεται με γνωστική έκπτωση και άνοια.
Οι συχνοί εφιάλτες μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχές ύπνου. Η αϋπνία και άπνοια ύπνου έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για νόσο Αλτσχάιμερ. Έρευνες έχουν δείξει ότι όσοι κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες τη νύχτα στη μέση ηλικία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας στην πορεία της ζωής τους.
Καθώς οι διαταραχές ύπνου γίνονται πιο συχνές με την ηλικία, μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη άνοιας. Επιπλέον, το άγχος και η κατάθλιψη, που επίσης σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας, μπορεί να εκδηλώνονται μέσω συχνών εφιαλτών.
Πρόληψη από την άνοια
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν, ότι οι συχνές δυσάρεστες ονειρικές εμπειρίες αποτελούν έναν νέο δείκτη κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η σχέση μεταξύ τους.
Αποδεικνύεται ότι περίπου το 5% των ενηλίκων βιώνει εφιάλτες σε εβδομαδιαία βάση. Ταυτόχρονς, πάνω από το 12% βλέπει τουλάχιστον έναν εφιάλτη τον μήνα. Ωστόσο, δεν θα αναπτύξουν άνοια, όλοι οι άνθρωποι με συχνούς εφιάλτες.
Σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο για την ανάπτυξη άνοιας, η πρόληψη είναι κρίσιμη.
Η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών, όπως η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική άσκηση, η αποφυγή καπνίσματος και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μπορούν να συμβάλλουν στην καθυστέρηση της νόσου.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι τακτικές αυτές -σε συνδυασμό με μελλοντικές θεραπευτικές προσεγγίσεις- μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές αν εφαρμοστούν στα πρώτα στάδια της νόσου. Πριν δηλαδή εμφανιστούν σοβαρά προβλήματα μνήμης, κατανόησης και επικοινωνίας.