Η ανακάλυψη αυτή είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση της εγκεφαλικής ομίχλης και της γνωστικής έκπτωσης που παρατηρείται σε ορισμένους ασθενείς με την πάθηση. Τα συμπτώματα της μακράς Covid περιλαμβάνουν κόπωση, δύσπνοια, προβλήματα μνήμης και πόνο στις αρθρώσεις/μύες. Εάν ένα άτομο εμφανίζει οποιοδήποτε από αυτά τα συμπτώματα για περισσότερο από 12 εβδομάδες μετά τη μόλυνση, τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει από μακρά Covid.
Σύμφωνα με τους ερευνητές από το Trinity College του Δουβλίνου και το ερευνητικό κέντρο FutureNeuro, το εν λόγω σύμπτωμα μπορεί να οφείλεται στη διαρροή του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, ο οποίος ελέγχει ποιες ουσίες ή υλικά εισέρχονται και εξέρχονται από τον εγκέφαλο.
«Όλα έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση της ισορροπίας των υλικών στο αίμα σε σχέση με τον εγκέφαλο», δήλωσε ο Μάθιου Κάμπελ, καθηγητής γενετικής και επικεφαλής του τμήματος γενετικής στο Trinity και συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Η διαταραχή της ισορροπίας του μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στη νευρική λειτουργία και αν αυτό συμβεί σε περιοχές του εγκεφάλου που επιτρέπουν την παγίωση/αποθήκευση της μνήμης, τότε μπορεί να προκαλέσει χάος», εξήγησε ο ερευνητής.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ορού και πλάσματος από 76 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με Covid τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, καθώς και από 25 άτομα πριν από την πανδημία. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα δείγματα από τους 14 ασθενείς με Covid οι οποίοι υπέφεραν από εγκεφαλική ομίχλη περιείχαν υψηλότερα επίπεδα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται S100β από εκείνα των ασθενών με Covid-19 που δεν είχαν το εν λόγω σύμπτωμα.
Αυτή η πρωτεΐνη παράγεται από κύτταρα εντός του εγκεφάλου και δεν βρίσκεται κανονικά στο αίμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ασθενείς αυτοί υπέστησαν κάποια βλάβη στον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Στη συνέχεια, οι ερευνητές στρατολόγησαν 10 άτομα που είχαν αναρρώσει από τον Covid και 22 άτομα με μακρά Covid – 11 εκ των οποίων ανέφεραν ότι είχαν εγκεφαλική ομίχλη. Κανένας τους δεν είχε εμβολιαστεί κατά του Covid ούτε είχε νοσηλευτεί. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία κατά την οποία τους χορηγήθηκε ενδοφλέβια μια χρωστική ουσία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόνο οι ασθενείς που υπέφεραν από εγκεφαλική ομίχλη εμφάνιζαν σημάδια διαρροής του αιματοεγκεφαλικού φραγμού και όχι εκείνοι που δεν είχαν αυτό το σύμπτωμα ή είχαν αναρρώσει.
Ο Κάμπελ πρόσθεσε ότι είναι πιθανό οι άνθρωποι με στενότερο αιματοεγκεφαλικό φραγμό να προστατεύονται καλύτερα από την εγκεφαλική ομίχλη σε περίπτωση που αναπτύξουν μακρά Covid, εξηγώντας γιατί το σύμπτωμα δεν εμφανίστηκε σε όλους τους ασθενείς. Περαιτέρω έρευνα σε μια υποομάδα συμμετεχόντων αποκάλυψε ότι οι ασθενείς με μακρά Covid και εγκεφαλική ομίχλη εμφάνισαν σημάδια αυξημένων επιπέδων πρωτεϊνών που εμπλέκονται στην πήξη του αίματος.
Ο ερευνητής δήλωσε ότι τα αποτελέσματα δεν τον εξέπληξαν, καθώς οι διαταραχές στις πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην πήξη θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με διαταραχές στα κύτταρα που επενδύουν τα αιμοφόρα αγγεία.
«Η ιδέα ότι πολλές από αυτές τις νευρολογικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της εγκεφαλικής ομίχλης, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν απλά ρυθμίζοντας την ακεραιότητα του αιματοεγκεφαλικού φραγμού είναι πραγματικά συναρπαστική», δήλωσε.
Ο Κόλιν Ντόερτι, καθηγητής νευρολογίας και επικεφαλής της Ιατρικής Σχολής του Trinity και ερευνητής στο FutureNeuro, δήλωσε: «Τα ευρήματα θα αλλάξουν τώρα πιθανότατα το τοπίο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε και θεραπεύουμε τις μετα-ιικές νευρολογικές καταστάσεις. Επιβεβαιώνει επίσης ότι τα νευρολογικά συμπτώματα της μακράς Covid είναι μετρήσιμα με πραγματικές και αποδεδειγμένες μεταβολικές και αγγειακές αλλαγές στον εγκέφαλο».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Neuroscience».