Μια πρωτοποριακή μελέτη σε πάνω από 55.000 άτομα παγκοσμίως, που δημοσιεύτηκε στο Nature Genetics, αποκάλυψε βασικές πληροφορίες σχετικά με το τι θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από μια διάγνωση του διαβήτη τύπου 2.
Ενώ προηγούμενες μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην αντίσταση στην ινσουλίνη κατά τη διάρκεια της νηστείας, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ εξέτασαν τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην αντίσταση στην ινσουλίνη μετά την κατανάλωση γεύματος ή ζαχαρούχου ποτού, έναν κρίσιμο παράγοντα για τον διαβήτη τύπου 2.
Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2 δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, είτε λόγω ανεπαρκούς έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω μειωμένης ευαισθησίας στην ινσουλίνη, γνωστής ως αντίσταση στην ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι η καθοριστική ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου.
«Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένα άτομα με συγκεκριμένες σπάνιες γενετικές διαταραχές στα οποία η ινσουλίνη λειτουργεί απολύτως φυσιολογικά στην κατάσταση νηστείας, όπου δρα κυρίως στο ήπαρ, αλλά πολύ ανεπαρκώς μετά το γεύμα, όταν δρα κυρίως στους μυς και το λίπος» αναφέρει σχετικά ο καθηγητής Sir Stephen O’Rahilly, συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Μεταβολικής Επιστήμης Wellcome-MRC και συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι αν αυτού του είδους το πρόβλημα εμφανίζεται συχνότερα στον ευρύτερο πληθυσμό και αν έχει σχέση με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2».